Η πανδημία του κορωνοϊού – σύμφωνα με έρευνα – έκανε αυξημένο αριθμό Δυτικών να βλέπει την Κίνα ως μια δύναμη πρώτου επιπέδου. Αντίθετα η έρευνα σημειώνει ότι η επιρροή των ΗΠΑ βρίσκεται σε ύφεση. Τα στοιχεία καταγράφει μεγάλη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για το θέμα μεταξύ Γάλλων, Γερμανών και Αμερικανών από το κέντρο σκέψης “German Marshall Fund of the United States”.
Τα ποσοστά της έρευνας
Τον Μάιο, περισσότεροι από το 25% των Γάλλων που ερωτήθηκαν έβλεπαν στην Κίνα τη δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, έναντι μόλις 13% τον Ιανουάριο. Η τάση ήταν παρόμοια στη Γερμανία (από 12% τον Ιανουάριο σε 20% τον Μάιο) και στις ΗΠΑ (από 6% σε 14%). Στις τρεις αυτές χώρες, οι ΗΠΑ εξακολουθούσαν να θεωρούνται η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή, αλλά λιγότερο κατηγορηματικά.
“Πριν από την κρίση, η κινεζική επιρροή στον κόσμο ήταν ένα είδος αφηρημένης ιδέας”, εκτιμά ο Μαρτέν Κενσέ του γραφείου του κέντρου σκέψης στο Παρίσι. “Αν σκεφτεί κανείς την εξάρτηση από την Κίνα για τις μάσκες και τους ιατρικούς εξοπλισμούς για παράδειγμα, όλο αυτό έγινε πολύ συγκεκριμένο”.
Ο ίδιος βλέπει ότι αυτή η αλλαγή θα έχει έναν αντίκτυπο με διάρκεια, καθώς παρατηρεί αυτή την εξέλιξη σε όλες τις γενιές και τις τάσεις. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, οι ερωτηθέντες εξέφρασαν την ελπίδα πως οι κυβερνήσεις τους θα φαίνονταν πιο αυστηρές έναντι του Πεκίνου σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κυβερνοασφάλεια.
Οι αριθμοί ήταν χαμηλότεροι στις ΗΠΑ, πιθανόν εξαιτίας της σκληρής γραμμής που έχει ήδη τηρήσει η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία ωθεί την Ευρώπη να κάνει το ίδιο. Η έρευνα έφερε επίσης στο φως ένα διατλαντικό ρήγμα σε ό,τι αφορά την επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αποχώρησε από την ΕΕ στην αρχή της χρονιάς.
Το 53% των Αμερικανών θεωρούσε πως το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η ευρωπαϊκή χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή, μια άποψη που συμμερίζεται μόνο το 8% των Γερμανών και το 6% των Γάλλων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με το Berteslmann Foundation στη Γερμανία και το Institut Montaigne στο Παρίσι. Ερωτήθηκαν περισσότερα από 1.000 άτομα σε κάθε χώρα από τις 9 έως τις 22 Ιανουαρίου και από τις 11 έως τις 19 Μαΐου.