Ένας απόφοιτος από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία, εξειδικεύεται στα πυρηνικά ώστε όπως δηλώνει “να αξιοποιηθεί η τεχνογνωσία αποτροπής σε ενδεχόμενη ανάπτυξη πυρηνικών από γειτονικές χώρες”! Πρόκειται για τον Μοχάμεντ Ελ Σαέρ, ο οποίος μίλησε αποκλειστικά στο Pagenews.gr για το πόσο “κοντά ή μακριά” βρισκόμαστε από έναν πυρηνικό πόλεμο, αλλά και για την κατάσταση που είναι η Ελλάδα στον συγκεκριμένο τομέα. Παράλληλα μίλησε για την τουρκική προκλητικότητα και για το ποια είναι η κατάσταση του τομέα των πυρηνικών στην γειτονική χώρα.
Ερώτηση: Πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρισκόμαστε από έναν πυρηνικό πόλεμο
Στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Ακριβώς σε αυτήν την αβεβαιότητα έχει δομηθεί η στρατηγική ισορροπία μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων. Αυτό απορρέει από την περίφημη στρατηγική της «αποτροπής» σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κανείς να προβλέψει, άρα και να ελέγξει, μιας κρίση. Τελικά αυτό που επικρατεί είναι η ιδέα του τρόμου. Είμαστε βέβαιοι ότι ένας πυρηνικός πόλεμος θα έφερε το τέλος του κόσμου αλλά όχι αρκετά βέβαιοι ότι δεν θα γίνει. Εν τούτοις, τα πυρηνικά κράτη αποφεύγουν προκλήσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να κλιμακωθούν σε πυρηνικό επίπεδο.
Έπειτα από την οδυνηρή εμπειρία της Πυραυλικής Κρίσης στην Κούβα το 1962, όπου η ανθρωπότητα βρέθηκε πιο κοντά από ποτέ σε πυρηνικό πόλεμο, η διεθνής κοινωνία έχει κατοχυρώσει ισχυρό δίκαιο και νόρμες κατά της διάδοσης και ανάπτυξης των πυρηνικών όπλων (“πυρηνικό ταμπού”). Η μόνη πιθανότητα ενός απόλυτου πολέμου είναι να υπάρξει κάποιο πολύ σοβαρό ατύχημα. Αυτός ο κίνδυνος ελλοχεύει κυρίως από τις χώρες που αναπτύσσουν παράνομα προγράμματα γιατί δεν υπάρχει κανένας έλεγχος από τους αρμόδιους διεθνείς φορείς (IAEA). Εν περιλήψει, στα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν προφητείες αλλά είναι σχετικά ασφαλές να πούμε ότι στο παρελθόν βρεθήκαμε πολύ πιο κοντά σε ένα πυρηνικό πόλεμο.
Ερώτηση: Σε τι κατάσταση είναι η Ελλάδα στον τομέα των πυρηνικών
Η ιδέα “πυρηνικά και Ελλάδα” αποτελεί ένα απόλυτο ταμπού στην χώρα μας. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό αλλά έχει σίγουρα κάποιες σημαντικές συνέπειες. Κατ’ αρχάς τα πυρηνικά αποτελούνται από δύο σκέλη: νόμιμη/ειρηνική χρήση της ενέργειας και παράνομη ανάπτυξη ή κατοχή όπλων. Στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει κοινή παραδοχή ότι το δεύτερο είναι μη αποδεκτό και τα κράτη λαμβάνουν εξαιρετικά δυσμενή μέτρα έναντι οποιουδήποτε παραβάτη. Η Ελλάδα όμως είναι στο άλλο άκρο. Δεν υπάρχει σχετική παιδεία ούτε και γνώση σχετικά με τα πυρηνικά τόσο σε κρατικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Θεωρώ αδιανόητο ότι δεν υπάρχουν ειδικές διευθύνσεις στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών.
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η χώρα μας θα πρέπει να παρακολουθεί από κοντά όλα τα ζητήματα. Θα πρέπει να υπάρχει τεχνογνωσία αποτροπής των πυρηνικών τόσο στην πολιτική (στρατηγική) όσο και στην επιστήμη. Επιστημονικό προσωπικό υπάρχει και στους δύο τομείς, η πολιτική βούληση λείπει. Κυρίως, γιατί ανατρέπει την λογική του κομματικού κατεστημένου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το φιλόδοξο ελληνικό επιστημονικό προσωπικό να καταφεύγει στο εξωτερικό. Είναι οδυνηρό να αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πατρίδα μας δεν μας αξιοποιεί. Υπάρχει μια εντύπωση ότι ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θέλει να αλλάξει κάτι στην χώρα. Βεβαίως, εάν και εφόσον μου ζητηθεί από τον Πρωθυπουργό, οι υπηρεσίες μου είναι στην διάθεση της πατρίδας.
Ερώτηση: Ποια είναι η αλήθεια για την Τουρκια και τα πυρηνικά της
Η Τουρκία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την πυρηνική ενέργεια από το 1970. Όπως σας εξήγησα, η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας είναι νόμιμη και προσφέρει ενεργειακά πλεονεκτήματα – ακόμη και εφαρμογή στην ιατρική και άλλους τομείς. Αντιλαμβάνομαι ότι το ερώτημα αφορά τα πυρηνικά όπλα. Η επιστημονική κοινότητα καθώς και οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν και θα εξακολουθούν να παρακολουθούν στενά τις ενέργειες όλων των χωρών που εμπλέκονται σε πυρηνική δραστηριότητα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Το θετικό είναι ότι η Τουρκία έχει κατοχυρώσει τις συνθήκες (Non Proliferation Treaty) και έχει υιοθετήσει τα επιπρόσθετα πρωτόκολλα (IAEA Safeguards).
Ενδεχομένως, να αφήνεται μια υπόνοια για στρατηγικούς και ψυχολογικούς λόγους. Μπορεί να θεωρηθεί ότι μέσω έμμεσων απειλών μπορούν να υπάρξουν πιθανά πολιτικά κέρδη. Το ζήτημα θέλει προσοχή και κανένας δεν θέλει ούτε και θα δεχθεί την ανάπτυξη καταστροφικών όπλων στην περιοχή. Η ιστορία έχει δείξει ότι όποιος επιχείρησε να υλοποιήσει τέτοια σχέδια είχε οδυνηρή κατάληξη. Έχουμε πολλά παραδείγματα όπως τον Ιρακινό αντιδραστήρα Οσιράκ που βομβαρδίστηκε και πιο πρόσφατα η Συρία. Επίσης, όλες οι χώρες που έχουν αναπτύξει παρανόμως τέτοια προγράμματα έχουν ξεκινήσει πριν το 1960 και πολύ πριν υπάρξει απαγόρευση των όπλων.
Ο μόνος κίνδυνος θα έλεγα είναι να υιοθετηθεί μια στρατηγική που ονομάζεται “hedging”. Δηλαδή, να μεταφερθεί τεχνογνωσία και τεχνολογία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πολύ γρήγορη ανάπτυξη τέτοιων όπλων, όταν και εφόσον ληφθεί τέτοια απόφαση. Αν υπάρχει η εμπειρία και η τεχνογνωσία, η ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας μπορεί να μετατραπεί αρκετά γρήγορα σε εμπλουτισμό φυσικού ουρανίου U-235 με ισοτοπική συγκέντρωση άνω του 95% που απαιτείται για την ανάπτυξη μιας πυρηνικής βόμβας. Βεβαίως, η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων προϋποθέτει τεράστια οικονομική χωρητικότητα. Πέρα από την έρευνα και ανάπτυξη, υπάρχει τεράστιο κόστος για τον οπλισμό (weaponisation) που συνεπάγεται γνώσεις «μινατουροποίησης» (miniaturisation). Να έχετε υπόψιν ότι το κόστος μιας πυρηνικής κεφαλής εκτιμάται στα 300 εκατομμύρια δολάρια και αυτό σε μαζική παραγωγή.
Εν κατακλείδι, δεν πιστεύω ότι υπάρχει καμιά λογική σε ένα τέτοιο σενάριο. Οι οικονομικές συνέπειες σε συγκερασμό με την διεθνή απομόνωση δημιουργεί τεράστια αντικίνητρα ανάπτυξης τέτοιων όπλων. Ιδίως από χώρες που προστατεύονται από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ και μάλιστα φιλοξενούν στο έδαφός τους μερικές δεκάδες πυρηνικές κεφαλές βαρύτητας. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα θα πρέπει προληπτικά να σχεδιάσει μια στρατηγική αποτροπής που θα τεθεί υπό εφαρμογή σε περίπτωση που εμφανισθεί κράτος-παραβάτης στην περιοχή.
Ερώτηση: Ποια η γνώμη σου για την τουρκική προκλητικότητα έναντι της Ελλάδας
Η δική μου άποψη είναι ότι οι προκλητικότητες δεν θα σταματήσουν και ενδεχομένως να αυξηθούν. Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Στο εξωτερικό σας διαβεβαιώνω ότι υπάρχει πλήρης άγνοια για τα Ελληνο-τουρκικά. Για την ακρίβεια επικρατεί η εντύπωση του “τσακώνονται για δύο βράχους”. Πέρα από την προφανή προκλητικότητα των απέναντι, μεγάλο μερίδιο ευθύνης μπορεί να αποδοθεί στην διαχείριση από πλευράς μας. Ωστόσο, πιστεύω ότι αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι το τι κάνουμε εμείς να αποτρέψουμε και να απαντήσουμε στις προκλήσεις. Όπως είπα και προηγουμένως, η Ελλάδα θα πρέπει να θέσει εξαιρετικά αυστηρές γραμμές και να ακολουθήσει ένα σταθερό δόγμα που θα συμπεριλαμβάνει συνεχείς εξοπλισμούς και υποστηρικτική διπλωματία.
Η χώρα μας οφείλει να δημιουργήσει αντικίνητρα σε οποιονδήποτε προσπαθεί να υποβαθμίσει την κυριαρχία μας. Μια καλή αρχή θα ήταν η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, παραγωγή εγχώριων αμυντικών προϊόντων και σημαντική επένδυση στην επιστημονική έρευνα. Αυτό δεν είναι αδύνατον. Δεν είναι πολύ μακρινή η εποχή που η Ελλάδα επιχειρούσε την ανάπτυξη εγχώριων συστημάτων (π.χ. ΑΡΤΕΜΙΣ). Ούτε βρισκόμαστε μακριά από την εποχή που είχαμε παρόμοιο ΑΕΠ με την Νορβηγία, που θεωρώ εξαιρετικό παράδειγμα προς μίμηση καθώς έχει καταφέρει να συνάψει συμβόλαιο για συμπαραγωγή υπερηχητικών πυραύλων με το Πεντάγωνο.
Με εξαίρεση κάποιες ιδιωτικές αμυντικές εταιρείες, οι τρείς προϋποθέσεις δεν τηρούνται. Υπάρχουν πολλές ιδέες που μπορούν να γίνουν σε όλα τα επίπεδα αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση. Βέβαια, η οποιαδήποτε ανατροπή της “λογικής” που επικρατεί στην χώρα μας θα είχε δυσμενείς συνέπειες στα κατεστημένα που βολεύονται από την κατάσταση. Αρά, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι κάνουν οι άλλοι αλλά τι κάνουμε εμείς για να αποτρέψουμε τις επιδιώξεις των άλλων.
Ερώτηση: Έχεις μιλήσει για νέο αμυντικό δόγμα και ταμείο εθνικής άμυνας, εξηγησέ μας τους λόγους της ρηξικέλευθης πρότασης
Αυτήν την πρόταση την είχα κάνει το 2018 με άρθρο σε γνωστή αμυντική πλατφόρμα. Σε συνδυασμό με το Ταμείο Εθνικής Άμυνας είχε προταθεί και η δημιουργία ενός Λαχείου Άμυνας. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της χώρας, εκτιμώ ότι ο καλύτερος τρόπος να εξοπλίσουμε την άμυνα μας είναι μέσω μιας απευθείας και αποκλειστικής συνεισφοράς των πολιτών, έστω και προαιρετική στην αρχή. Η άμυνα των Ελλήνων δεν θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικής. Ο προϋπολογισμός του κράτους δεν προβλέπει την κάλυψη εξοπλιστικών αναγκών. Αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα. Η πρότασή μου φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από την Κυβέρνηση καθώς ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ίδρυσή του πριν μερικούς μήνες. Υποθέτω, εκείνοι που μετέφεραν την ιδέα/πρόταση μου το έκαναν με βιαστικό τρόπο. Έχω αναφέρει πολύ συγκεκριμένα για το πόσα χρήματα χρειάζονται, από που θα τα αντλήσουμε και πως θα τα χρησιμοποιήσουμε. Πέραν της βιαστικής – κατ’εμέ – ανακοίνωσης δεν φαίνεται να έχει γίνει κάποια πρόοδος.
Όσον αφορά το νέο αμυντικό δόγμα, έχω γράψει ότι ένας από τους λόγους που υπάρχουν προκλήσεις και αμφισβητήσεις κατά της χώρα μας είναι η διαχρονική απουσία αμυντικού δόγματος. Η χώρα μας θα πρέπει να έχει μια σαφής στρατηγική. Θα πρέπει με τον πιο επίσημο τρόπο να χαράξει τις κόκκινες γραμμές της (γενική αποτροπή) και να κάνει γνωστές τις συνέπειες παραβίασης αυτών (άμεση αποτροπή). Μόνο έτσι λειτουργεί η αποτροπή. Εν αντιθέσει, αυτό που έχουμε βιώσει στην Ελλάδα είναι μια συνεχή ασάφεια και αλλαγή πολιτικής με κάθε νέα Κυβέρνηση. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η χώρα μας θα πρέπει να έχει μια μεσοπρόθεσμη και μια μακροπρόθεσμη αμυντική στρατηγική.
Το δόγμα θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο και η χώρα θα πρέπει να εκδίδει ετήσιες αναφορές για το πως εκπληρώνει τους στόχους που έχουν τεθεί στον γενικό αμυντικό σχεδιασμό. Εννοείται, η αλλαγή πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού δεν μπορεί να έχει συνέπειες στον σχεδιασμό. Εκτιμώ ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την χώρα μας είναι η απουσία επικοινωνιακής στρατηγικής (δόγματος). Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε ανώτατο επίπεδο. Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε σωστά την ισχύς και το μαχητικό του Ελληνικού Στρατού.
Ερώτηση: Ποιος είναι ο σκοπός του Οργανισμού που έχεις ιδρύσει
Ο Οργανισμός που ίδρυσα έχει ως στόχο την ενημέρωση των Ευρωπαίων πολιτών για θέματα άμυνας και ασφάλειας. Μέσω δημοσιεύσεων, παρεμβάσεων και συνεδρίων ο Οργανισμός προσπαθεί να δημιουργήσει κίνητρα ενασχόλησης με την ασφάλεια στις νέες γενιές. Αν και ο Οργανισμός είναι σχετικά νέος έχει ήδη παραγάγει έργο στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχουμε συνάψει συνεργασίες με άλλους κορυφαίους Ευρω-ατλαντικούς οργανισμούς. Εδώ και πολλά χρόνια είχα οραματιστεί την ύπαρξη διαφανών οργανισμών που δεν διαχειρίζονται ούτε και λαμβάνουν δημόσιο ή ιδιωτικό χρήμα. Και αυτή η δυνατότητα μου δόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου είναι εντυπωσιακά εύκολο να ιδρύσεις κάτι με κυριολεκτικά μηδενικό κόστος και χωρίς γραφειοκρατία. Βεβαίως, το μέλλον θα δείξει αν το εγχείρημα θα πετύχει. Σε κάθε περίπτωση υφίσταται σαφής διαχωρισμός του Οργανισμού από την δική μου προσωπικότητα και επιστημονικό έργο.
Ερώτηση: Αυτό το διάστημα που έχει επικεντρωθεί η έρευνά σου
Αυτό το διάστημα το επιστημονικό μου ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στις νέες τεχνολογίες υπερηχητικών πυραύλων και στα “αόρατα” αεροσκάφη (stealth). Αυτήν την στιγμή συντελείται διχοτόμηση στην επιστήμη του πολέμου. Η άμυνα είναι 95% επιστήμη και 5% πολιτική. Το σύγχρονο και μελλοντικό πεδίο μάχης απαιτεί εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων και ανάδυση νέων στρατηγικών όπλων. Η ανάπτυξη υπερηχητικών πυραύλων φαίνεται να έχει σημαντικές συνέπειες στην πυρηνική ισορροπία, δημιουργώντας στρατηγικά διακυβεύματα που μπορούν να ανατρέψουν τις προϋποθέσεις της αποτροπής.
Η δυνατότητα του αιφνιδιασμού που προσφέρουν οι δύο τεχνολογίες έχει προκαλέσει μακρά ακαδημαϊκή συζήτηση. Η χώρα μας λείπει από αυτήν την συζήτηση και δεν έχει αποφασίσει την αγορά stealth αεροσκαφών – που προσωπικά θεωρώ εξαιρετικά απαραίτητη. Ελπίζω σύντομα η Ελλάδα να προβεί στην προμήθεια τέτοιων αεροσκαφών (π.χ. F-35). Έπειτα, από συνεχή μελέτη των τεχνικών δυνατοτήτων και αντίληψης για το που οδεύει η επιστήμη της άμυνας, το συμπέρασμα είναι ότι με ορίζοντα δεκαετίας το υπάρχον υλικό δεν θα μπορεί να εγγυηθεί αμυντική ισχύς. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήδη έχει περάσει το τρένο και ότι είναι θέμα χρόνου να αποκτήσουν οι απέναντι τέτοια τεχνολογία. Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη, έστω και λιγοστός, χρόνος να εξοπλιστούμε μετά από δεκαετίες αφοπλισμού.