«Λογική εκτροπής», «δημοκρατική παρακμή», ήταν μερικές από τις φράσεις που χρησιμοποίησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της ηχογραφημένης συνομιλίας Παππά – Μιωνή, «ένα ντόμινο το οποίο δύσκολα θα έχει τέλος», όπως εκτίμησε. «H ανάληψη της ευθύνης προφανώς και δεν είναι “ξέρεις, δεν θα το ξανακάνω στο μέλλον”», γιατί, όπως επισήμανε «το ότι συνέβη, είναι ένδειξη ότι μπορεί να συμβεί».
Μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό «Κανάλι Ένα 90,4», που συμπληρώνει σήμερα 33 χρόνια λειτουργίας, ο υπουργός Επικρατείας διαπίστωσε εισαγωγικά ότι «γενικά υποβαθμίζουμε το φαινόμενο, διότι στο συλλογικό υποσυνείδητο πολλά από όσα προκύπτουν σήμερα, είχαν με κάποιο τρόπο, αν όχι προεξοφληθεί, τουλάχιστον είχαν μπει στην ατζέντα της σκέψης μας. Υπήρχαν, δηλαδή, κάποιες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, υπήρχε μια διολίσθηση σε ό,τι αφορά το πολιτικό ύφος και ήθος, ζητήματα αθέμιτων αλληλεπιδράσεων με επιχειρήσεις -όλα αυτά στη συνείδηση των πολιτών με κάποιο τρόπο είχαν περάσει ως λογικά και αυτονόητα. Δεν είναι έτσι».
Όλοι οι πολίτες», συνέχισε ο Γ. Γεραπετρίτης, «πρέπει να βρισκόμαστε σε δημοκρατική εγρήγορση ανεξαρτήτως του ποια είναι η κυβέρνηση, γιατί τέτοια φαινόμενα είναι παθολογικά της δημοκρατίας. Είναι η πρώτη φορά, από συστάσεως του ελληνικού κράτους δεν θα έλεγα, αλλά σίγουρα τα τελευταία 100 χρόνια από τον Εθνικό Διχασμό, όπου έχουμε, τουλάχιστον όπως προκύπτει -και με την επιφύλαξη ότι πρόκειται για γνήσιο υλικό αλλά δεν αμφισβητήθηκε (το υλικό)- μια συγκροτημένη δομή. Η οποία βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο κέντρο της κυβερνητικής λειτουργίας, και η οποία είναι γνωστή στην κυβερνητική δομή και αξιοποιείται κατά περίπτωση για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων».
Αυτό», συμπέρανε ο υπουργός, «συνιστά μια πάρα πολύ μεγάλη δημοκρατική διολίσθηση και είναι μια διολίσθηση, η οποία δεν έχει να κάνει μόνο με την Πολιτεία, έχει να κάνει και με το ήθος της Πολιτείας. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα όπου αξιοποιούνται πολιτικά οικογένειες των πολιτικών αντιπάλων, όταν υπάρχει ένα ύφος το οποίο δεν προσιδιάζει σε υπόδειγμα άσκησης πολιτικής εξουσίας, ένα αγοραίο πολιτικό ύφος, εκεί πραγματικά βρισκόμαστε σε λογική εκτροπής».
Τα αίτια της στροφής στον «πολιτικό λαϊκισμό»
Στο σημείο αυτό της συνέντευξης, ο υπουργός Επικρατείας ανέλυσε παρενθετικώς ποιες, κατά την άποψή του, ήταν οι αιτίες της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ πριν από πέντε χρόνια: «Εκείνο το οποίο έχει υπάρξει στην Ελλάδα, ιδίως προϊούσης της οικονομικής κρίσης, είναι μια πολιτική ματαιότητα. Ότι η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να υποφέρει από τα δεινά της, που είναι το πελατειακό κράτος, οι αθέμιτες σχέσεις μεταξύ κράτους και ιδιωτικής οικονομίας, και κυρίως, μια αίσθηση πολιτικής ματαιότητας εκ του γεγονότος ότι όλο το πολιτικό προσωπικό είναι περίπου στην ίδια κατεύθυνση της ανευθυνότητας και της αδιαφάνειας. Αυτό, οδήγησε στην πραγματικότητα σε μια άρνηση, συνολικά, του πολιτικού συστήματος. Η μεγάλη στροφή προς τον πολιτικό λαϊκισμό που έγινε την 5ετία της προηγούμενης διακυβέρνησης, ήταν κατά βάση έκφραση της πολιτικής άρνησης, η οποία εκδηλώθηκε στην κοινωνία επειδή θεώρησε ότι υπάρχει μια πολιτική ελίτ η οποία στην πραγματικότητα καταδυναστεύει τους πολίτες.
Αυτός ο πολιτικός αφορισμός», επιχειρηματολόγησε επίσης, «οδήγησε στα φαινόμενα τα οποία έχουν περάσει δυστυχώς στις μάζες. Έγινε μια προσπάθεια από μια κρίσιμη μάζα του Τύπου, της πολιτικής, της κοινωνίας και της επιστήμης να μπορέσουμε να επανέλθουμε σε μια λογική πολιτικού ορθού λόγου. Έχουμε καταφέρει σημαντικά πράγματα αλλά και πάλι είμαστε πολύ πληγωμένοι από την πολιτική άρνηση και ματαιότητα. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια και εγρήγορση, δεν πρέπει να θεωρούμε ως αυτονόητα παθολογικά φαινόμενα», τόνισε κορυφώνοντας στη συνέχεια την κριτική του προς την αξιωματική αντιπολίτευση.
«Όταν στην προηγούμενη διακυβέρνηση βλέπαμε υπουργούς της κυβέρνησης να πηγαίνουν στον ‘Αρειο Πάγο για να παραλαμβάνουν δικογραφίες, όταν ο σημερινός ελεγχόμενος για τα ζητήματα του παραδικαστικού, κ. Παπαγγελόπουλος που ήταν υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δήλωνε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου -πριν ακόμη διαβιβαστεί η δικογραφία- ότι η Novartis είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης, αντιλαμβανόμαστε τι συνέβαινε. Όταν είχαμε δικαστές τη μια μέρα να αποφασίζουν στην έδρα και την άλλη μέρα να βρίσκονται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταλαβαίνουμε τι συνέβαινε. Και σήμερα, προέκυψε το πόρισμα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει καμία εμπλοκή πολιτικού προσώπου στη Novartis».
Και ο Γ. Γεραπετρίτης συμπλήρωσε: «Εν τούτοις, εμείς καθίσαμε ως λαός και ανεχθήκαμε να σύρονται άνθρωποι στη Βουλή, να σπιλώνονται προσωπικότητες, δύο πρώην πρωθυπουργοί να βρίσκονται ενεχόμενοι με βαρύτατες κατηγορίες. Δυστυχώς η αντίδρασή μας δεν ήταν τόσο οξεία όσο θα έπρεπε, και δυστυχώς αναλαμβάνουμε τις συνέπειες όλων αυτών».
Κληθείς, τέλος, να εκτιμήσει ποια θα είναι η συνέχεια των εξελίξεων, είπε: «Είναι ένα ντόμινο το οποίο δύσκολα θα έχει τέλος, διότι, αντιλαμβανόμαστε όλοι, ότι αυτήν τη στιγμή γίνεται και μια μάχη επιβίωσης στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι πάρα πολλές οι προσωπικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες υπάρχουν. Επίσης υπάρχουν προσωπικές ατζέντες που θα πρέπει να εξυπηρετηθούν. Η αυτοκριτική δεν είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν το έπραξε ούτε όταν έχασε την εξουσία, όταν απώλεσε τις εκλογές, ουσιαστικά τα έβαλε με το εκλογικό σώμα, το οποίο δεν αναγνώρισε τη δική της υπεροχή».
Ανάληψη ευθύνης
Στην κριτική του, τέλος, για όσα διημείφθησαν στο χθεσινό Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, «όταν χθες, ήδη, ο κ. Παππάς ομολόγησε με τρόπο κάπως κυνικό ότι έκανε σφάλμα ύφους και ουσίας, το σφάλμα ουσίας στην πολιτική είναι σφάλμα που έχει να κάνει με την ίδια την πολιτική κοσμοθεωρία του καθενός. Αν ένας πολιτικός κάνει σφάλμα, μπορεί να είναι απλώς ιδεολογικό. Όταν ο υπουργός Επικρατείας κάνει σφάλμα ουσίας, είναι σφάλμα που έχει να κάνει με την κυβέρνηση και με την Πολιτεία.
‘Αρα», συμπέρανε, «θα πρέπει να έχουμε ένα ελάχιστο αίσθημα αυτοκριτικής για να μπορούμε να βγούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη. Και η ανάληψη της ευθύνης προφανώς και δεν είναι «ξέρεις, δεν θα το ξανακάνω στο μέλλον». Το ότι συνέβη, είναι ένδειξη ότι μπορεί να συμβεί. Και το ότι συνέβη, έχει την έννοια ότι είναι μέσα στην ατζέντα των ανθρώπων. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι προσπερνάμε με έναν τρόπο ανάλαφρο τα όσα συνέβησαν, με πολύ ήπιο τρόπο, το γεγονός ότι «αναγνωρίζαμε την ύπαρξη παράλληλης δομής εξουσίας και ότι στο μέλλον θα είμαστε πιο προσεκτικοί», όπως συνέστησε ο κ. Τσίπρας. Το ζήτημα δεν είναι στο μέλλον να είμαστε πιο προσεκτικοί για να μην μας αποκαλύπτουν. Το ζήτημα είναι να μην συμβούν ποτέ ξανά τέτοια φαινόμενα τα οποία συνιστούν στην πραγματικότητα δημοκρατική παρακμή», υπογράμμισε κλείνοντας.