“Ποιο μοντέλο κόμματος ταιριάζει στην ριζοσπαστική αριστερά”, είναι το ερώτημα που ακούγεται από διάφορες πλευρές καθώς άρχισε, μετά από αναστολή μερικών μηνών λόγω κορονοϊού, ο διάλογος στον ΣΥΡΙΖΑ, στην πορεία προς το συνέδριό του το οποίο όπως όλα δείχνουν θα είναι καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία του. “Αριστερός ριζοσπαστισμός απέναντι στον δεξιό ριζοσπαστιστμό”, “Ιδεολογική και πολιτική μετεξέλιξη”, “επανίδρυση και οργανωτική ανασυγκρότηση” και άλλα πολλά ηχηρά, γενικά και αόριστα ακούγονται και θα συνεχίσουν.
Τα δυσνόητα βοηθούν ώστε να αποκρύπτουν αυτό που θέλει να πει ο εισηγητής. Το πραγματικό ερώτημα είναι ένα και αφορά το αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκρυσταλώσει τις οργανωτικές του δομές και θα προσαρμόσει το πολιτικό του πρόγραμμα -άρα και την ιδεολογική του φυσιογνωμία- για να παγιωθεί ως κόμμα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 που πέρασε στη αξιωματική αντιπολίτευση και στην συνέχεια από την διπλή εκλογική του νίκη το 2015 έχει μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας -μάλιστα άσκησε ακόμη και νεοφιλελεύθερες πολιτικές του μνημονίου για να μείνει στην εξουσία. Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν θα παραμείνει κόμμα εξουσίας ή καθώς αναμετριέται με τις συνέπειες της άσκησης της εξουσίας, υπαναχωρήσει σε ένα ιδεολογικά καθαρό πλην τίμιο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Δεν τίθεται ερώτημα για το αν αποτελεί μέρος της νέας δικομματικής κανονικότητας. Η ελληνική κοινωνία έχει την τάση πολιτικά να συσπειρώνεται γύρω από μεγάλα κόμματα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε κάθε περίπτωση ο ένας φορέας του νέου αν όχι δικομματισμού, σε κάθε περίπτωση διπολισμού που αναδύθηκε μετά το πέρας της εποχής των μνημονίων. Για να παραμείνει σε τροχιά εξουσίας θα πρέπει να ανοίξει τις οργανώσεις του σε νέα μέλη -δίχως την κρισσάρα των παλιών κομμουνιστών- και να προσαρμόσει το πρόγραμμά του και ακολούθως να μεταλλάξει την ιδεολογική του φυσιογνωμία σε συνάρτηση με τον κόσμο που θα ενταχθεί μαζικά και που τον ψηφίζει και θα τον ψηφίσει. Γιατί μέχρι τώρα υπάρχει μία δυσαρμονία ανάμεσα στην πολιτική διαχείριση της ηγεσίας και στον κόσμο που ακολουθεί. Δικαιολογείται από τις έκτακτες συνθήκες που ακολούθησαν το 2015, την διάσπαση κλπ αν όμως παγιωθούν θα συνιστούν αντίφαση που θα λειτουργήσει αποσαθρωτικά για το κόμμα.
Οι οπαδοί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ του μικρού πλην τίμιου κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς -μεταξύ των οποίων κορυφαία στελέχη που δεν θέλουν να χάσουν τα οφίκια από μια μαζική διεύρυνση και αλλαγή συσχετισμών-, προβάλλουν ότι η προσαρμογή στις θελήσεις των ψηφοφόρων υποβαθμίζει την πολιτική. Κάπως έτσι ξεμπερδεύουν με το βασικό αίτημα ενός κόμματος εξουσίας που είναι το αίτημα της δημοκρατίας, η διατύπωση των θέσεων και των απόψεων της πλεινότητας που συμμετέχουν, το στηρίζουν, το ακολουθούν και το ψηφίζουν.
Όλα αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε και κινδύνευσε να διαλυθεί και να αφήσει πολιτικά ορφανό το προοδευτικό κοινό γιατί πλήρωσε πολύ ακριβά το Μακεδονικό και ακολούθως το μεταναστευτικό. Τώρα δεν έχει κανέναν λόγο να βγαίνει μπροστά για έναν διάλογο υποχωρήσεων με την Τουρκία, ούτε να υποστηρίζει “δεχθείτε όλους τους πρόσφυγες που στέλνει ο Ερντογάν”. Και τα δύο τον φέρνουν σε θέση μειοψηφίας. Αν υπάρξουν αναπόφευκτες υποχωρήσεις στα εθνικά ας τις χρεωθεί το κόμμα που έχει ευθύνη λόγω της μακράς διακυβέρνησης και όσο για το μεταναστευτικό όσους κι αν δεχθεί η Ελλάδα -που δεν μπορεί να τους συντηρήσει-, το πρόβλημα δεν θα λυθεί. Αντίθετα θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αποδυνάμωση και θα μείνει δίχως πολιτική έκφραση το προοδευτικό κοινό που θέλει να αντιμετωπιστεί η νέα επίθεση του νεοφιλελευθερισμού με αφορμή τον κορονοϊό.