Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στο Ισραήλ. Πριν από λίγο κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος και στη συνέχεια πήγε στον Κήπο των Δικαίων ανάμεσα στα Έθνη όπου είναι φυτεμένα δέντρα στη μνήμη μη Εβραίων που αποδεδειγμένα έσωσαν τη ζωή Εβραίων κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. Ανάμεσα στα ονόματα των Ελλήνων Δικαίων ανάμεσα στα Έθνη υπάρχει και αυτό της θείας του πρωθυπουργού, Ευαγγελίας Γεωργιάδου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφτηκε τον Κήπο των Δικαίων με τη σύζυγό του Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτακη και το γιο τους Κωνσταντίνο.
Ο πρωθυπουργός εκεί ανέφερε τα εξής: «Είναι μια ιδιαίτερη στιγμή για μένα. Η Ευαγγελία Γεωργιάδου ήταν η νεότερη αδερφή της γιαγιάς μου. Ήταν θεία μου. Τη θυμάμαι ζωηρά. Έκανε μια πράξη γενναιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου όπως πολλοί άλλοι μη Εβραίοι που τιμώνται ως οι Δίκαιοι ανάμεσα στα Έθνη. Και αυτή η προσωπική ιστορία μας υπενθυμίζει ότι αυτό που βλέπουμε εδώ δεν είναι κάτι που μαθαίνουμε από τα βιβλία της ιστορίας. Κάθε όνομα που αναγράφεται σε αυτό το μνημείο, μας αφηγείται και μια προσωπική ιστορία γενναιότητας. Και για μένα είναι πολύ σημαντικό να είμαι εδώ και να τιμώ την μνήμη της Ευαγγελίας Γεωργιαδου και το όνομα της τιμά όλους τους Έλληνες.
Αλλά και τον καθένα ξεχωριστά που κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος, αυτής της φρικτής και ανείπωτης τραγωδίας που θα στοιχειώνει την ανθρωπότητα για πάντα, προέβη σε μια πράξη μεγάλης γενναιότητας για να σώσει συνανθρώπους του. Και σήμερα η θεία μου «επιβιώνει» μέσω της κόρης της Σάκης Κυπραίου, η οποία σε κάποια φάση ενώ ήταν πολύ νέα καλωσόρισε στο σπίτι της ένα μικρό κορίτσι χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, απλά εμφανίστηκε, και της είπαν ότι η οικογένειά της είχε ακόμα ένα μέλος και ότι έπρεπε να περνάει χρόνο μαζί της. Καθώς ο χρόνος περνάει και απομακρυνόμαστε από αυτά τα φρικτά γεγονότα η μνήμη όσων συνέβησαν πρέπει να μείνει ζωντανή. Ως εκ τούτου για μένα είναι μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή να είμαι εδώ μαζί σας. Ευχαριστώ και πάλι για όλα όσα κάνετε και διατηρείτε ζωντανή τη μνήμη πολύ γενναίων ανθρώπων κατά τη διάρκεια της πιο δύσκολης φάσης της ιστορίας της ανθρωπότητας και που τους έχετε καθιερώσει ως Δικαίους ανάμεσα στα Έθνη».
Η Ευαγγελία Γεωργιάδου (γεν. 1910), μητέρα δύο παιδιών, ζούσε στη Φιλοθέη, ένα προάστιο των Αθηνών. Έγιναν φίλες με τη Μπιάνκα Βεντούρα, η οποία καταγόταν από την Κρήτη και ήρθε στην Αθήνα το 1942, αφότου κατέλαβαν τη νήσο οι Γερμανοί. Η Μπιάνκα και ο σύζυγός της Ραφαέλ είχαν δύο παιδιά, την Υβέτ (γεν. 1936) και τον Ιωσήφ (γεν. 1938), τα οποία ήταν συνομήλικα με τα παιδιά της Γεωργιάδου. Όταν ξεκίνησαν οι διώξεις των Εβραίων στην Αθήνα, η οικογένεια Βεντούρα έμεινε πάμφτωχη. Συνεπώς, άρχισαν να κρύβονται σε σπίτια διαφόρων Ελλήνων φίλων τους σε ολόκληρη την Αθήνα, όμως καθώς περνούσε ο καιρός αντιλαμβάνονταν ολοένα περισσότερο ότι έθεταν σε κίνδυνο τις ζωές αυτών που τους φιλοξενούσαν. Κατά συνέπεια, αποφάσισαν να χωριστούν. Η Μπιάνκα αποτάνθηκε στη φίλη της Ευαγγελία Γεωργιάδου ζητώντας της να κρύψει την κόρη της, Υβέτ.
Η Γεωργιάδου συμφώνησε να κρύψει το κορίτσι στο σπίτι της, προσφέροντάς της καταφύγιο, παρόλο που γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε. Η Υβέτ παρέμεινε στο σπίτι της Γεωργιάδου και της οικογένειάς της από τις αρχές του 1944 μέχρι την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944. Η οικογένεια Γεωργιάδου τη φιλοξένησε με θέρμη και την αντιμετώπισε σαν τρίτο παιδί της οικογένειας. Η Γεωργιάδου δεν απεκάλυψε την πραγματική ταυτότητα του κοριτσιού στους γείτονες και τους φίλους της. Κάποια φορά, όταν αρρώστησε βαριά η μικρή, η Γεωργιάδου της προσέφερε τη μέγιστη ιατρική περίθαλψη χωρίς να επικοινωνήσει με τη μητέρα του κοριτσιού, ώστε να μην ανησυχήσει. Η Μπιάνκα δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τη Γεωργιάδου και, συνεπώς, δεν μάθαινε νέα της κόρης της, αλλά ήταν σίγουρη πώς η Υβέτ ήταν σε καλά χέρια. Η Μπιάνκα Βεντούρα και η Ευαγγελία Γεωργιάδου παρέμεινες στενές φίλες μετά τον πόλεμο και συνέχισαν να συναντιούνται τακτικά για πολλά χρόνια. Στις 3 Νοεμβρίου 1986, το Yad Vashem ανακήρυξε την Ευαγγελία Γεωργιάδου ως Δίκαιη των Εθνών. Νωρίς το πρωί ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών Gaby Ashkenazi και μετά με τον Πρόεδρο του Ισραήλ Reuben Rivlin.