Ένας από τους σύγχρονους κινδύνους της ανθρωπότητας είναι η ερημοποίηση της γης και σε αυτό υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Ήδη ο κίνδυνος αυτός πλήττει σοβαρά περισσότερες από 100 χώρες στον κόσμο, ενώ προκαλεί εξάντληση των διαθέσιμων αποθεμάτων νερού, διάβρωση και κατολίσθηση των εδαφών, καθώς και πλημμύρες. Η ερημοποίηση της γης έχει ως συνέπειες, την ανυπολόγιστη απώλεια στο γεωργικό και κτηνοτροφικό εισόδημα, τη ραγδαία χειροτέρευση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Τουλάχιστον 200 χώρες του κόσμου συντονίζουν της ενέργειές τους για την καταπολέμηση του φαινομένου, μέσω του ΟΗΕ.
Έτσι η 17η Ιουνίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια ημέρα κατά της Ερημοποίησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία Διεθνών Οργανισμών, εως το 2025 υπολογίζεται ότι 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα βιώσουν απόλυτη λειψυδρία και τα 2/3 του κόσμου θα ζουν κάτω από συνθήκες πίεσης ως προς τις ανάγκες τους για νερό. Έως το 2045, περίπου 135 εκατομμύρια άνθρωποι ενδέχεται να εκτοπιστούν από τις εστίες τους.
Πριν από λίγο καιρό το National Geographic σε άρθρο του έκρουσε τον κώδωνα κινδύνου για την Ελλάδα αφού σύμφωνα με στοιχεία η χώρα μας βρίσκεται στην 26η θέση της λίστας των χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα λειψυδρίας. Η λειψυδρία σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή μπορεί να οδηγήσει στο γεγονός το 30% της επιφάνειας της Ελλάδας να γίνει έρημος μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Συνολικά η Ελλάδα έχει ένα από τα καλύτερα ποσοστά κατά κεφαλήν προμηθειών νερού ανάμεσα στις χώρες της Μεσογείου αλλά οι βροχοπτώσεις διαφέρουν σημαντικά σε όλη την επικράτεια, επισημαίνει το περιοδικό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία ενώ οι δυτικές περιοχές είναι σχετικά υγρές και στα βουνά τους καταγράφονται 85 ίντσες βροχής το χρόνο, άλλες περιοχές μετα βίας φτάνουν τις 15 ίντσες. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και τα νησιά αντιμέτωπες με την λειψυδρία «Η ανισορροπία αυτή φέρνει περιοχές όπως η Αττική, η Θεσσαλονίκη και τα νησιά του νοτίου Αιγαίου αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο ελλείψεων. Και η κλιματική αλλαγή θα κάνει τα πράγματα χειρότερα» αναφέρεται στο άρθρο του Jon Heggie για το National Geographic.
O συντάκτης σημειώνει ότι μέχρι το 2050 η θερμοκρασία στην Ελλάδα θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου με 18% λιγότερες βροχοπτώσεις. «Οι περίοδοι ξηρασίας μπορεί να γίνουν πιο συχνές και πιο έντονες ενώ η επαναφόρτιση του υδροφόρου ορίζοντα, στον οποίο βασίζεται η Ελλάδα, θα συνεχίζει να μειώνεται» αναφέρεται χαρακτηριστικά και επισημαίνεται ότι στην χώρα μας περισσότερο από το 40% του πόσιμου νερού προέρχεται από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
«Σε περιοχές, όμως, όπως η Κρήτη και η Κόρινθος το υπόγειο νερό αντλείται πιο γρήγορα από ό,τι μπορεί να αποκατασταθεί με φυσικό τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο μειώνονται τα αποθέματα αλλά την ίδια ώρα το θαλασσινό νερό «μολύνει» όλο το απόθεμα» αναφέρει το δημοσίευμα.
Να εφαρμοστεί η τεχνική αφαλάτωσης στα μικρά νησιά
Οσο για τα πιο μικρά νησιά, το National Geographic προτείνει την εφαρμογή της τεχνικής της αφαλάτωσης. «Η Ελλάδα έχει ήδη τη δυνατότητα να παράγει 20.000 κυβικά μέτρα φρέσκου νερού την ημέρα με τη μέθοδο αυτή με την κυβέρνηση να ετοιμάζεται να επεκτείνει τον αριθμό των μικρού μεγέθους τέτοιων εργοστασίων προκειμένου κάθε νησί να είναι τελείως αυτόνομο ως προς την παροχή νερού» αναφέρεται στο άρθρο στο οποίο γίνεται ειδική αναφορά σε μια μονάδα στη νήσο Στρογγύλη η οποία παίρνοντας ενέργεια από τον ήλιο παράγει 5 κ.μ. νερό την ημέρα αλλά και σε δύο μονάδες στο Καστελόριζο οι οποίο παράγουν 400 κ.μ. νερό την ημέρα με κόστος παραγωγής στο 1/5 της μεταφοράς αντίστοιχης ποσότητας νερού με πλοίο-υδροφόρα.
Ωστόσο από το πρόβλημα δεν εξαιρείται η Αθήνα καθώς σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου, με την αύξηση της ζήτησης να κινείται σε ρυθμούς 6% τον χρόνο «όχι μόνο λόγω της αύξησης του πληθυσμού αλλά και λόγω της αύξησης των σπιτιών με «διψασμένους» κήπους».
Όσον αφορά τον κόσμο, η ερημοποίηση, επηρεάζει τα μέσα διαβίωσης 900 εκατομμυρίων ανθρώπων στις πέντε ηπείρους και αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο των παγκόσμιων απειλών για τη βιοποικιλότητα. Πρόκειται για αργό φυσικό κίνδυνο με σημαντικές κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούν περισσότερους θανάτους και εκτοπίζουν περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη φυσική καταστροφή, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες που παρακολουθούν στενά την εξέλιξη της ερημοποίησης παγκοσμίως.
Η απερήμωση είναι αποτέλεσμα ενός κύκλου υποβάθμισης της γης, που μετατρέπει τα γόνιμα εδάφη σε στείρα, ως συνέπεια της υπερβολικής εκμετάλλευσης από την εντατική γεωργία, της εκμετάλλευσης των δασών για καύσιμα και ξυλεία και της υπερβόσκησης. Από τα τρόφιμα που τρώμε, μέχρι τα ρούχα που φοράμε και τα σπίτια που ζούμε – όλα προέρχονται από τους πόρους της γης.
Το ζήτημα της ερημοποίησης δεν είναι καινούργιο- διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία, συμβάλλοντας στην κατάρρευση αρκετών μεγάλων αυτοκρατοριών και την εκτόπιση των τοπικών πληθυσμών. Είναι ένα παγκόσμιο και διαχρονικό ζήτημα, με σοβαρές συνέπειες για τη βιοποικιλότητα, την οικολογική ασφάλεια, την εξάλειψη της φτώχειας, την κοινωνικοοικονομική σταθερότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία
- Περίπου 2,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξαρτώνται άμεσα από τη γεωργία, αλλά 52% της γης που χρησιμοποιείται για τη γεωργία επηρεάζεται μετρίως ή σοβαρά από την υποβάθμιση του εδάφους.
- Λόγω της ξηρασίας και της ερημοποίησης, 120 εκατ. στρέμματα χάνονται κάθε χρόνο (230 στρέμματα ανά λεπτό). Μέσα σε έναν χρόνο, θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί 20 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών.
- Το 74% των φτωχών επηρεάζονται άμεσα από την υποβάθμιση της γης παγκοσμίως.
- Από 8.300 είδη ζώων, 8% εξαφανίζονται και 22% κινδυνεύουν να εξαφανιστούν.
- Πάνω από 80% της ανθρώπινης διατροφής παρέχεται από τα φυτά. Μόνο τρεις καλλιέργειες δημητριακών -το ρύζι, ο αραβόσιτος και το σιτάρι- παρέχουν το 60% της ενεργειακής πρόσληψης.
- Το 80% των ανθρώπων που ζουν σε αγροτικές περιοχές στις αναπτυσσόμενες χώρες βασίζονται σε παραδοσιακά φυτικά φάρμακα για τη βασική υγειονομική τους περίθαλψη.
Η καθηγήτρια του τμηματος Γεωγραφίας του Πανεπιστήμου Αιγαίου Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη σε άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο ” Ερημοποίηση, επισιτιστική ασφάλεια, πανδημίες: Κοινή λύση για κοινές απειλές” αναφέρει σχετικά με την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ερημοποίησης ότι το 36% της Ελλάδας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ερημοποίησης:
“17 Ιουνίου: παγκόσμια ημέρα για την καταπολέμηση της ερημοποίησης εν μέσω πανδημίας. Η οποία πανδημία απειλεί την επισιτιστική ασφάλεια στον αναπτυγμένο κόσμο λόγω περιορισμών στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και στις μεταφορές πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. Απειλεί και τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ως ‘λιμός βιβλικών διαστάσεων’, όχι ο πρώτος…
Το φετινό μήνυμα της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης ουσιαστικά αφορά στην επισιτιστική ασφάλεια αφού εστιάζει στις σχέσεις γης, παραγωγής και κατανάλωσης «τροφής, ζωοτροφών και ινών» και στα αειφορικά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης. Προσυπογράφει το Μανιφέστο ενός δικτύου 700 σεφ από 70 χώρες που προτρέπει τους καταναλωτές να υιοθετήσουν ‘ορθές’ διαιτητικές πρακτικές και συνήθειες και λιγότερο σπάταλους τρόπους κατανάλωσης, να αλλάξουν τις κουζίνες και τις κοινότητες τους και να ζητήσουν από κυβερνήσεις και εταιρείες να ασχοληθούν με δράσεις που προάγουν την αποδέσμευση γης (από χρήσεις), τα υγιή οικοσυστήματα, τη δίκαιη κατανομή τροφής και τη μείωση του ενδεχομένου ασθενειών λόγω ανθυγιεινής διατροφής.
Το μήνυμα αφορά τους κατοίκους όλου του πλανήτη (συμπεριλαμβανομένων των λιμοκτονούντων και αναξιοπαθούντων) είτε γιατί η διατροφή τους εξαρτάται από παραγωγή και μεταφορά τροφίμων από χώρες μακρινές ή/και γιατί η τοπική παραγωγή εξαρτάται από εισαγόμενες πρώτες ύλες και εργατικό δυναμικό.
Λύσεις που απαντούν αποτελεσματικά, και με πολλαπλά οφέλη, σ’ αυτές και άλλες απειλές υπάρχουν αλλά προϋποθέτουν αλλαγές προτεραιοτήτων στις πολιτικές αποφάσεις για τη διαχείριση της γης και των πόρων από το παγκόσμιο στο τοπικό επίπεδο.
Ερημοποίηση και επισιτιστική ασφάλεια
Η γη, ο βασικότερος συντελεστής παραγωγής, είναι πεπερασμένη και α(μετα)κίνητη. Πλήθος οικονομικών δραστηριοτήτων ερίζουν γι’ αυτήν – γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία, εξορύξεις, βιομηχανία, αστική/τουριστική ανάπτυξη, υποδομές ενέργειας, μεταφορές – για να καλύψουν ανάγκες τροφής, υλικών, προϊόντων, στέγασης, ενέργειας, μετακινήσεων, αναψυχής, επικοινωνίας.
Οι επιλογές χρήσεων γης αντιμετωπίζουν ισχυρά διλήμματα – παραγωγή τροφής έναντι ενέργειας, τουρισμού/αναψυχής, εξόρυξης πρώτων υλών. Η επίλυση των αναπόφευκτων συγκρούσεων απαιτεί καθορισμό προτεραιοτήτων για τις ανάγκες του παρόντος και ενός αβέβαιου μέλλοντος. Κάτω από δυσμενείς βιοφυσικές συνθήκες, διαχειριστικές πρακτικές εντατικοποίησης, και ενίοτε καταστροφής (αποψίλωση δασών, καταστροφή υγροτόπων, πυρκαγιές), των πόρων αφαιρούν/υποβαθμίζουν έδαφος και φυτοκάλυψη, εξαντλούν τους υδατικούς πόρους, διαταράσσουν τα οικοσυστήματα. Η γη, τρωτή και ευάλωτη πλέον, παύει να προσφέρει τροφή/ζωοτροφές, πρώτες ύλες, νερό, ενέργεια και ευημερία στα δισεκατομμύρια ανθρώπων που την και θα την κατοικούν, καθώς και προστασία από την παγκόσμια υπερθέρμανση και την απώλεια της βιοποικιλότητας.
Πάνω από δύο δισεκατομμύρια εκτάρια παραγωγικής άλλοτε γης έχουν υποβαθμιστεί κοστίζοντας 490 δισ. δολάρια το χρόνο, πολύ περισσότερο από τα 7.3 δισ. Ευρώ του κόστους πρόληψης/αποκατάστασης (EC 2006, UNCCD 2013). Ερημοποίηση είναι η διαδικασία ακραίας, συνήθως μη-αναστρέψιμης, υποβάθμισης της γης σε ξηρές, ημί-ξηρες και ύφυγρες περιοχές. Αρδευόμενη και μη-αρδευόμενη γεωργική γη, λειμώνες, βοσκότοποι, δάση και δασικές εκτάσεις χάνουν τη βιολογική και οικονομική παραγωγικότητα και πολυπλοκότητα τους (UNCCD 1994).
Αλληλένδετες γενεσιουργές δυνάμεις της είναι οι πλανητικές βιοφυσικές μεταβολές (βιο-γεωχημικοί κύκλοι, κλίμα, ατμόσφαιρα, ύδατα), η ζήτηση για γη (και νερό) από ένα αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό, οικονομικές και κοινωνικο-πολιτιστικές μεταβολές (παγκοσμιοποίηση, αστικοποίηση, καταναλωτισμός, εμπορευματοποίηση γης, μετανάστευση), και πλημμελή θεσμικά πλαίσια ρύθμισης των σχέσεων ανθρώπου-περιβάλλοντος από το παγκόσμιο στο τοπικό επίπεδο.
Η διαθεσιμότητα παραγωγικής γης επηρεάζει κρίσιμα την επισιτιστική ασφάλεια, την κατάσταση «όπου όλοι οι άνθρωποι, σε κάθε στιγμή, έχουν υλική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτική τροφή που ικανοποιεί τις διαιτητικές ανάγκες και τις διατροφικές τους προτιμήσεις για μια υγιή και ενεργή ζωή» (FAO 1996).
Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η επισιτιστική ασφάλεια εξαρτάται από την επάρκεια της παραγωγής, τις τιμές τροφίμων, καυσίμων και συντελεστών παραγωγής, το εισόδημα και τη λειτουργία της επισιτιστικής/εφοδιαστικής αλυσίδας. Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού διατάραξαν αυτή την αλυσίδα και αποκάλυψαν, αφενός, την αλληλεξάρτηση των χωρών για εισαγωγές/εξαγωγές πρώτων υλών, εργατικού δυναμικού και προϊόντων και, αφετέρου, τον κομβικό ρόλο του διεθνούς εμπορίου (σημαντικού επίσης για τις πανδημίες), των μεταφορών και των τιμών των καυσίμων.
Έτσι αναδείχθηκε η σημασία της τοπικής/εθνικής επισιτιστικής αυτάρκειας.
Με επαρκή παραγωγή τροφίμων, προτάθηκαν (ή/και εφαρμόστηκαν): απαγόρευση εξαγωγών (προστατευτισμός, διατροφικός εθνικισμός), δημιουργία αποθεμάτων/τραπεζών τροφίμων (κυρίως βασικών ειδών διατροφής) και δημιουργία δεξαμενών εργατικού δυναμικού.
Ανεπαρκής παραγωγή τροφίμων (για άλλους λόγους), θα όξυνε το πρόβλημα της επισιτιστικής ασφάλειας.
Αποκρίσεις
Εκτενέστατες και μακρόχρονες επιστημονικές έρευνες υποστηρίζουν ότι η αντιμετώπιση της ερημοποίησης απαιτεί συντονισμένες δράσεις από το παγκόσμιο στο τοπικό επίπεδο που στοχεύουν τόσο στην πλευρά της ζήτησης για γη όσο και στην πλευρά της προσφοράς, την χρηστή επιμελητεία της γης, με κυριότερες τις δημόσιες πολιτικές, την αειφορική διαχείριση γης (Sustainable Land Management) και τον χωρικό σχεδιασμό. Οι δημόσιες πολιτικές οφείλουν να προσφέρουν πλαίσια περιβαλλοντικά και κοινωνικά χρηστής λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων στο χώρο. Ο βαθμός ολοκλήρωσης και συντονισμού τους (policy integration) επηρεάζει κρίσιμα την αποτελεσματικότητα τους.
Η αειφορική διαχείριση γης συνδυάζει σύγχρονες και παραδοσιακές τεχνολογίες και πρακτικές για (α) πρόληψη της υποβάθμισης και βελτίωση της ποιότητας των πόρων (εγγειοβελτιωτικά έργα), (β) μετριασμό των επιπτώσεων των δραστηριοτήτων και προσαρμογή σε περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές (ορθές πρακτικές χρήσης πόρων), (γ) αποκατάσταση υποβαθμισμένων περιοχών (δασώσεις, αναδασώσεις, αποκαταστάσεις γαιών).
Τα πολλαπλά, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, οφέλη της περιλαμβάνουν: ανάσχεση/μείωση της υποβάθμισης γης, μείωση της χρήσης αγροχημικών και νερού, βελτίωση της υγείας και της ικανότητας του εδάφους για δέσμευση άνθρακα που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας των εδαφών και της παραγωγής και στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης.
Οι ξηροθερμικές περιοχές αποθηκεύουν το 25% περίπου του οργανικού και σχεδόν όλο τον ανόργανο άνθρακα (ΜΕΑ 2005). Λόγω ερημοποίησης, χάνονται 300 εκατομμύρια τόνοι άνθρακα κάθε χρόνο. Την περίοδο 1980-2003, περίπου ένα δισεκατομμύριο τόνοι άνθρακα δεν δεσμεύτηκαν στο έδαφος λόγω υποβάθμισης, ποσό ίσο σχεδόν με τις ετήσιες εκπομπές άνθρακα της Ευρώπης (GBO-3 2010).
Σύμφωνα με ένα σενάριο, αποκαθιστώντας 12 εκατομμύρια εκτάρια υποβαθμισμένων γαιών το χρόνο θα μείωνε δυνητικά το έλλειμμα στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 25%. Παρά ταύτα, η ικανότητα δέσμευσης άνθρακα του εδάφους υποτιμάται στις διαπραγματεύσεις για το κλίμα (UNCCD 2007).
Τέλος, ο χωρικός σχεδιασμός, υιοθετώντας οικοσυστημική (ecosystem-based) προσέγγιση, υποδεικνύει το ‘μίγμα’ των οικονομικών δραστηριοτήτων (είδος και μέγεθος), και των αντίστοιχων χρήσεων γης, που αρμόζουν στα χαρακτηριστικά μιας περιοχής, καθώς και των υλικο-τεχνικών, χωροταξικών, αναπτυξιακών και θεσμικών μέσων για να επιτευχθούν περιβαλλοντικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί στόχοι. Στο εθνικό επίπεδο, ο στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός θέτει σε πρώτη προτεραιότητα τον έλεγχο της υποβάθμισης του εδάφους/ερημοποίησης και την εξασφάλιση επισιτιστικής ασφάλειας και αυτάρκειας για μείωση της εξάρτησης από αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες (κλίμα, πρώτες ύλες, εργατικό δυναμικό, κεφάλαιο).
Σε περιφερειακό και ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, η πολύ-λειτουργική χρήση της γης (multi-functional land use) – μίγμα συμβατών και συμπληρωματικών δραστηριοτήτων και χρήσεων γης (π.χ. γεωργία με ήπιο τουρισμό) – με εφαρμογή αειφορικών πρακτικών και τοπικών διαχειριστικών συστημάτων (τοπική συμμετοχή, παραδοσιακή τεχνογνωσία διαχείρισης έγγειων πόρων), επιδιώκει την περιφερειακή/τοπική επισιτιστική αυτάρκεια (παραγωγή και κατανάλωση μηδενικής απόστασης), την προστασία των έγγειων πόρων και την κοινωνικο-οικονομική ευημερία.
Οι λύσεις που προκρίνονται στην πράξη, όμως, εξαρτώνται από τις εκάστοτε πολιτικές προτεραιότητες όσων έχουν ισχύ και εξουσία λήψης αποφάσεων. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι ενδεικτικό αλλά όχι μοναδικό.
Στην Ελλάδα σήμερα
Εκτιμάται ότι το 34% των εδαφών της χώρας διατρέχει υψηλό, το 49% μέτριο και το 17% χαμηλό κίνδυνο ερημοποίησης (Κοσμάς 2014). Η χώρα δοκιμάζεται συνεχώς από καταστροφικές πυρκαγιές, ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα, πλημμελή ορθολογική διαχείριση εδάφους και υδάτων, προώθηση βιομηχανικής κλίμακας ενεργειακών και τουριστικών υποδομών.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΚΥΑ 99605/3719/2001) παραμένει τύπος κενός, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή. Η εθνική και Κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία εφαρμόζεται αποσπασματικά, ή παραβιάζεται κατάφορα. Ο πρόσφατος περιβαλλοντικός νόμος (4685/2020) δεν αναφέρεται καν στην υποβάθμιση γης/ερημοποίηση. Αντίθετα, επιτρέπει καταστροφικές δραστηριότητες ακόμα και σε προστατευόμενες περιοχές.
Οι δημόσιες πολιτικές γενικότερα πάσχουν από έλλειψη συντονισμού και ολοκλήρωσης γύρω από συνετούς στόχους. Ο δημόσιος χωρικός σχεδιασμός (Εθνικά, Περιφερειακά, Τοπικά Χωροταξικά Σχέδια) εστιάζει στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στην επιλεκτική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Προκρίνει μεγάλης κλίμακας έργα ΑΠΕ αδιαφορώντας για (α) τη σημαντική υποβάθμιση που προκαλούν σε γη και οικοσυστήματα, αναιρώντας το όποιο όφελος μείωσης αερίων θερμοκηπίου υπόσχονται και (β) τη συμβολή της αειφορικής διαχείρισης γης τόσο στον κλιματικό όσο και στο στόχο προστασίας γεωργικής γης και φυσικού κεφαλαίου για επίτευξη επισιτιστικής ασφάλειας.
Χαρακτηριστικά, η τρέχουσα συζήτηση για την πανδημία και την επισιτιστική ασφάλεια μνημονεύει (απαραίτητα) τη σχέση τους με την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι και την ερημοποίηση που σχετίζεται με τις δύο θεμελιωδώς, αντιτίθεται στα ορυκτά καύσιμα και επικροτεί τις βιομηχανικές ΑΠΕ, που υποβαθμίζουν τη γη.
Η επισιτιστική ασφάλεια απουσιάζει από τους κύριους αναπτυξιακούς στόχους με εξαίρεση περιόδους επισιτιστικών κρίσεων όπως του 2009 και την τρέχουσα. Οι δηλώσεις και αποφάσεις πολιτικών προσώπων και άλλων εμπλεκομένων αφορούν κυρίως στην επισιτιστική επάρκεια, μια συνιστώσα της επισιτιστικής ασφάλειας, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, συμψηφίζουν την τοπική/εθνική παραγωγή με τις εισαγωγές τροφίμων και αγνοούν το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος παραγωγής.
Κατά συνέπεια, προσανατολίζονται περισσότερο σε θέματα διεθνούς εμπορίου και λιγότερο έως καθόλου στην προστασία/αξιοποίηση των έγγειων πόρων για αδιατάρακτη παραγωγή τροφίμων. Η έννοια της εθνικής/τοπικής επισιτιστικής αυτάρκειας δεν φαίνεται να απασχολεί την πολιτεία.
Κοινή λύση για κοινές απειλές
Στο Ανθρωπόκαινο, οι άνθρωποι διέρρηξαν τους δεσμούς και απομακρύνθηκαν από την τροφό γη, σφιχτοδέθηκαν μέσω του διεθνούς εμπορίου και πίστεψαν στην παντοδυναμία της τεχνολογίας για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Έφτασε ένας ιός να απειλήσει τη βασική ανάγκη, την τροφή, και να αποκαλύψει παράδοξα: επαρκής παραγωγή τροφής συνυπάρχει με παγκόσμια πείνα, μεγάλη ανεργία συνυπάρχει με έλλειψη εργατικών χεριών, αφαιρείται έδαφος και φυτοκάλυψη για κατασκευή βΑΠΕ όταν η γη καλυμμένη με αυτά προστατεύει από υπερθέρμανση … δωρεάν.
Ο ιός αποκάλυψε επίσης εξαρτήσεις, στρεβλές πολιτικές προτεραιότητες και μεροληπτικές πολιτικές αποφάσεις στις σύγχρονες κοινωνίες.
Είναι καιρός να προωθηθεί η λύση που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις αλληλένδετες, κοινές απειλές: ερημοποίηση, επισιτιστική ασφάλεια, πανδημίες, παγκόσμια υπερθέρμανση (ασχέτως προέλευσης), εξάρτηση της επιβίωσης από παγκόσμιες αποφάσεις και δράσεις.
Συγκεκριμένα, στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο, με σαφείς προτεραιότητες την επισιτιστική ασφάλεια και την προστασία από υποβάθμιση/ερημοποίηση, και ολοκληρωμένες δημόσιες πολιτικές που καθοδηγούν και πλαισιώνουν τον τοπικό/περιφερειακό χωρικό σχεδιασμό με αειφορικές διαχειριστικές πρακτικές των πόρων.
Κρίσιμες προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ‘φρόνιμων’ αρχόντων και ‘φρόνιμων’ πολιτών με οικολογική συνείδηση, διαμορφωμένη από βιωματική, κυρίως, παιδεία, και αίσθημα προσωπικής ευθύνης για τη γη γιατί «είναι δύσκολο να κάνεις κάποιον, με την πίεση του νόμου ή των χρημάτων, να κάνει κάτι που δεν πηγάζει αυθόρμητα από την προσωπική του αίσθηση του σωστού και του λάθους» (Leopold 1949). Μόνο ‘φρόνιμοι’ πολίτες διεκδικούν το δικαίωμα στη γη και την προστασία της γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή, δηλαδή, το δικαίωμα στη ζωή, και με πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώματα.