Μονάχα σε παλιές αμερικάνικες ταινίες γουέστερν ή σε παραγωγές του Χόλιγουντ θα μπορούσε κανείς να δει μια μονομαχία με όπλα. Κι όμως αυτού του είδους η λύση στις όποιες διαφορές ήταν σύνηθες φαινόμενο ακόμη και στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα. Μια από τις ιστορίες που είχαν προκαλέσει τότε τεράστιο ενδιαφέρον λόγω των μονομάχων ήταν εκείνη του τότε υπουργού Σπυρίδωνα Στάη και του βουλευτή Κώστα Χατζηπέτρου. Όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα του 1904 οι βουλευτές δεν έλυναν τις διαφορές τους σε τηλεπάραθυρα καναλιών, ούτε μέσω των social media, όπως γίνεται στις ημέρες μας. Υπήρχαν για τον λόγο αυτό οι περίφημες μονομαχίες.
Το μόνο φαινόμενο που υπήρχε τότε και επικρατεί και μέχρι σήμερα είναι το ρουσφέτι ή χάρη δηλαδή που έπρεπε να κάνει ένας υπουργός σε έναν βουλευτή. Πολλές φορές όμως οι χάρες που ζητούνταν μπορούσαν να μην γίνουν και αυτός ήταν ένας λόγος για να μονομαχήσουν δυο πολιτικοί. Όπως έγινε εκείνη την χρονιά με τον βουλευτή Τρικάλων Κώστα Χατζηπέτρο και τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Σπυρίδωνα Στάη, ο οποίος ήταν βουλευτής Κυθήρων. Τι ήταν αυτό που χώριζε τους δύο βουλευτές οι οποίοι ανήκαν και στο ίδιο κόμμα και ο καθένας ήταν πετυχημένος στον τομέα του; Μα φυσικά το ρουσφέτι.
Ο υπουργός, τουλάχιστον δύο φορές, δεν ικανοποίησε τα αιτήματα του βουλευτή. Το πρώτο ρουσφέτι ήταν όταν ο Χατζηπέτρος, ο οποίος ήταν μαθηματικός ζήτησε από τον Στάη ο οποίος ήταν δικηγόρος στο επάγγελμα, την αντικατάσταση του γιατρού της Αστυκλινικής Μ. Σακκορράφου από τον Τροχάνη. Μετά από πολλές πιέσεις ο Στάης έστειλε το Διάταγμα για υπογραφή από τον Βασιλιά. Έλα όμως που ο Σακκορράφος είχε «δόντι» στο Παλάτι. Πέτυχε ακρόαση από τον Γεώργιο Α’ κι αυτός με τη σειρά του ζήτησε αιτιολογική έκθεση από τον υπουργό. Ο τελευταίος απλά απέσυρε το Διάταγμα. Τότε Χατζηπέτρος και Στάης έκοψαν την καλημέρα.
Το δεύτερο ρουσφέτι ήταν λίγες ημέρες πριν από την μονομαχία όταν κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό ο Στάης κατέθεσε τροπολογία με την οποία οι επιμελητές του παθολογικού ανατομείου μειώνονταν από τρεις σε δύο, αλλά δημιουργείτο θέση βοηθού Τοξικολογίας και Ιατροδικαστικής. Ήταν φωτογραφική διάταξη για να απολυθεί ένας από τους τρεις βοηθούς του Παθολογικού Ανατομείου και να διοριστεί ο Κερκυραίος ιατρός Γ. Μαυρογιάννης. Από τους τρεις βοηθούς του καθηγητή Πεζόπουλου, ο ένας, ο Μελισσηνός, ήταν συγγενής του Χατζηπέτρου.
Θεώρησε λοιπόν ότι ο Στάης θα κρατούσε τους Ματθιόπουλο και Κατάνοφ και θα απέλυε τον συγγενή του! Κι ενώ ένας κοινός γνωστός, ο Γεωργακόπουλος, κατάφερε να πείσει τον υπουργό να αποσύρει τη διάταξη ο Χατζηπέτρος μπαίνει στη Βουλή και αρχίζει να απειλεί και να βρίζει τον Στάη “Αυτός ο άτιμος, ο κερατάς και αχρείος υπουργός, ο Στάης δεν θα μείνει έτσι από μένα”. Ο βουλευτής Μοσχούλας στον οποίο απευθύνθηκε ο Χατζηπέτρος πήγε στον υπουργό και του είπε: “Τελείωνε τη δουλειά του Χατζηπέτρου γιατί σε βρίζει και δεν αξίζει τον κόπο”.
Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στα υπουργικά έδρανα ο Χατζηπέτρος που λέει:«Κι άλλοτε τον έβρισα, στο υπουργείο του, αλλά δεν τόλμησε να μου στείλει μάρτυρες ο παλιάνθρωπος”. Ο Στάης στρεφόμενος τότε προς τον βουλευτή Αλμυρού, Μπαλτατζή «απαντά»:«Έπρεπε να μην ήμουν υπουργός και θα σου έλεγα εγώ πως πρέπει να μεταχειρίζονται τους υβριστές». Ο καυγάς συνεχίστηκε παρουσία του πρωθυπουργού Θεοτόκη, ώσπου ο Στάης αποδέχτηκε την πρόκληση για μονομαχία. Το ραντεβού δόθηκε για τις 18 Ιουνίου στους Τράχωνες που ήταν ερημική τοποθεσία και μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους.
Τον καιρό εκείνο η μονομαχία είχε κανόνες και τελετουργικό. Κατ’ αρχήν οι δύο πλευρές υπέγραφαν πρακτικό. Υπήρχαν και… αλλαγές στους μάρτυρες. Ο βουλευτής Τρικάλων,επίσης, Γεωργόπουλος… έκανε πίσω. Παραιτήθηκε από μάρτυρας. Τον αντικατέστησε ένας άλλος βουλευτής, ο Τσιτσάρας από την Ευρυτανία. Υπήρχε και δεοντολογία. Ο υπουργός Στάης, πριν τη μονομαχία παραιτήθηκε του υπουργικού του αξιώματος.. Οι εφημερίδες ανήγγειλαν με έκτακτες εκδόσεις το γεγονός. Η μονομαχία έγινε με όλους τους τύπους. Υπήρχαν δύο μάρτυρες από κάθε πλευρά, κι οι μονομάχοι μέτρησαν επακριβώς τα βήματα πριν χτυπήσει ο ένας τον άλλο. Μέχρι και πρακτικό μονομαχίας είχε συνταχτεί. Υπήρχε όμως μια λεπτομέρεια που για πολλούς εκείνη την εποχή έκρινε το αποτέλεσμα. Ο Στάης εκτός από δικηγόρος ήταν και κυνηγός εξοικειωμένος με τα όπλα, ενώ ο Χατζηπέτρος είχε υψηλή μυωπία.
Η μονομαχία έγινε λίγο πριν τις 5.30 το απόγευμα της 18ης Ιουνίου στην περιοχή των Τραχώνων, και αφού κάθε απόπειρα διαμεσολάβησης, ακόμη και από τον πρωθυπουργό Θεοτόκη, είχε πέσει στο κενό. Οι δύο μονομάχοι και οι τέσσερις μάρτυρες έφτασαν στο σημείο με άμαξες, ενώ η μονομαχία πραγματοποιήθηκε με ραβδωτά πιστόλια, τα οποία ανήκαν στον βουλευτή Αλέξανδρο Ρώμα και είχαν χρησιμοποιηθεί και παλιότερα σε μονομαχίες. Σύμφωνα με τη mixanitouxronou, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη που παραχώρησε λίγες ώρες αργότερα ένας από τους μάρτυρες, ο βουλευτής Μεγαρίδος, Γεώργιος Αναστασόπουλος, «μετά την λέξιν «Πυρ!’ και μόλις ήρθρωσε την λέξιν «Εν!» επυροβόλησε πρώτος ο Χατζηπέτρος. Η σφαίραν εσύριξεν προς το αριστερόν του κ. Στάη. Εις τον αριθμόν «Δύο», σχεδόν ταυτοχρόνως αλλά τι ανεπαισθήτως βραδύτερον επυροβόλησεν ο κ. Στάης […] Αμέσως μετά τον πυροβολισμόν του Στάη παρετήρησα, ότι ο κ. Χατζηπέτρος χωρίς να κλονισθή έκαμεν ημίσειαν κλίσιν προς τα αριστερά και έτεινεν την κεφαλήν ως θέλων να εισπνεύση. Έτρεξα δρομαίως και τον είδα τρις προσπαθήσαντα αγωνιωδώς να εισπνεύση, ότε κύμα αίματος εξήλθε του στόματός του. […]. Είχεν βληθεί κάτωθεν της δεξιάς μασχάλης. Η σφαίρα διαπέρασεν […] τον πνεύμονα και έθιξεν την καρδίαν».
Η τιμωρία του Στάη και η σκληρή κριτική από τον Τύπο Η γνωστοποίηση των λεπτομερειών του περιστατικού προκάλεσε σοκ στην αθηναϊκή κοινωνία, ενώ την κηδεία του θύματος, που πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, παρακολούθησαν ο πρόεδρος της Βουλής Νικόλαος Χατζίσκος, πολλοί βουλευτές, αξιωματικοί, εκπρόσωποι των γραμμάτων, καθώς και πλήθος κόσμου. Ο Στάης υπέβαλε την παραίτησή του και στη θέση του διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος. Προφυλακίστηκε για εννέα μήνες και κατόπιν η υπόθεσή του εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Σύρου, με την κατηγορία του φόνου εξ αμελείας από την οποία απαλλάχθηκε. Αργότερα επανήλθε στην πολιτική και συνεργάστηκε αρμονικά με τον αδελφό του θύματός του, τον Χρήστο Χατζηπέτρο που έγινε βουλευτής. Ο Στάης διετέλεσε και πάλι υπουργός το 1908 και το 1921 και αποσύρθηκε οριστικά το φθινόπωρο του 1922. Επίσης, ήταν μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και συνέβαλε στην ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε το 1932 σε ηλικία 73 ετών.
Οι κανόνες της μονομαχίας
Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους εισήχθη στην Ελλάδα από βαυαρούς αξιωματικούς και φιλέλληνες Ευρωπαίους η συνήθεια των μονομαχιών, μια τελετουργική αναμέτρηση για την υπεράσπιση της προσβεβλημένης τιμής, που είχε τις ρίζες της στη δυτικοευρωπαϊκή μεσαιωνική παράδοση των ιπποτών. Ωστόσο, σύμφωνα με όλους τους μελετητές, η περίοδος κορύφωσης του φαινομένου άρχισε τις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1987 και ολοκληρώθηκε αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912-1913. Ειδικότερα, ο δικηγόρος και παλαίμαχος μονομάχος Επαμεινώνδας Βαλσαμάκης, σε σειρά άρθρων του για το θέμα που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελληνική» το 1931, θεωρούσε πως η περίοδος αυτή “έρχεται δύο έτη προ του πολέμου του 1897 και λήγει το 1914 μαζί με την κήρυξην του Παγκοσμίου Πολέμου”.
Κατά εκτίμηση, την περίοδο αυτή στην Αθήνα πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο γύρω στις δέκα μονομαχίες, ενώ πολλαπλάσιες προσκλήσεις σε μονομαχία κατέληγαν σε συμβιβασμό. Ξίφος ή πιστόλι, σε ερημικές τοποθεσίες και οι κανόνες της μονομαχίας Αρχικά, στις μονομαχίες χρησιμοποιούνταν οπλομαχικά ξίφη, ωστόσο από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα άρχισαν σταδιακά να επικρατούν τα πιστόλια, με τα οποία οι μονομάχοι πυροβολούσαν συνήθως από απόσταση 25 βημάτων. Για τη διεξαγωγή τους επιλέγονταν απομονωμένες και μυστικές έως την τελευταία στιγμή τοποθεσίες, όπως η περιοχή του Γουδή, τα ερημικά τότε Πατήσια, η Κηφισιά, το Δαφνί, το Φάληρο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μονομαχίες γίνονταν σε περιφραγμένους κήπους αστικών σπιτιών ή αίθουσες γυμναστικής και ξιφασκίας. Η θεαματική αύξηση του αριθμού των μονομαχιών οδήγησε τον εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις«, Βλάση Γαβριηλίδη στο σχόλιο ότι «έτσι όπως κατήντησε τον θέατρον του Φαλήρου, καλύτερα να πέφτης από την εξέδρα του χωρίς να ξέρης κολύμπι παρά να πηγαίνης εκεί χωρίς να ξέρης να μονομαχής«. Στις μονομαχίες συμμετείχαν κυρίως στρατιωτικοί και πολιτικοί, ενώ απαγορευόταν η συμμετοχή σε αυτές των γυναικών και των ανηλίκων (κάτω των 21 ετών) ανδρών, με εξαίρεση τους φοιτητές. Σπανιότερα, αναμετρήσεις στον τύπο των μονομαχιών, αλλά χωρίς την τήρηση των καθιερωμένων κανόνων τους, οργανώνονταν και μεταξύ ατόμων λαϊκών τάξεων. Χαρακτηριστική είναι η «μονομαχία» που πραγματοποιήθηκε το 1896 μεταξύ ενός λεμβούχου και ενός κρεοπώλη μέσα σε βάρκα!
Με τη διόγκωση του φαινομένου διεθνώς, δημιουργήθηκε η ανάγκη σύνταξης γραπτών νόμων, που έμειναν γνωστοί ως «Κώδικες Τιμής» ή «Κώδικες Μονομαχίας» και συνήθως εκδίδονταν από αξιωματικούς ή δασκάλους οπλομαχίας και ξιφασκίας, οι οποίοι είχαν εμπειρία από τη διαδικασία, είτε ως μονομάχοι είτε ως μάρτυρες.
Ο γνωστότερος σχετικός κώδικας είναι του Γάλλου Αδόλφου Ταβερνιέ, με τίτλο «Περί μονομαχίας πραγματεία», ο οποίος κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1885 και στην Ελλάδα δύο χρόνια αργότερα. Από τους πέντε εγχώριους που εκδόθηκαν μεταξύ του 1879 και του 1928, δημοφιλέστερος αποδείχτηκε ο «Κώδιξ Μονομαχίας», τον οποίο συνέταξε ο απότακτος αξιωματικός του Οικονομικού Σωκράτης Χαλκιόπουλος και κυκλοφόρησε το 1893. Μεταξύ άλλων, ο «Κώδικας Μονομαχίας» αναφερόταν με λεπτομέρεια στα κατάλληλα όπλα για τη μονομαχία, στην υποχρεωτική παρουσία γιατρού, «όπως εν ανάγκη παράσχη τοις τραυματισθείσι τας πρώτας της επιστήμης αυτού βοηθείας», ακόμη και στα ενδεδειγμένα ρούχα και παπούτσια που θα έπρεπε να φορούν οι μονομάχοι.