Οι αψιμαχίες περί την Επιτροπή “Ελλάδα 2021”, αναδεικνύουν το βασικό ερώτημα εάν η ελληνική κοινωνία είναι ώριμη για να γιορτάσει τα 200 χρόνια από την επανάσταση ή η προετοιμασία και οι εκδηλώσεις θα είναι μία ακόμη αφορμή για το εθνικό σπορ της αντιπαράθεσης και του διχασμού. Δεν είναι μόνο οι βουλευτές που πουλάνε πατριωτισμό και λαϊκίζουν ασύστολα γύρω από τον ρόλο της Επιτροπής. Υπάρχει η σοβαρή πλευρά. Η οποία έχει να κάνει με το ότι 200 χρόνια μετά, η επιστήμη και η πολιτική δεν έχει καταλήξει για το ποιος ήταν ο χαρακτήρας της επανάστασης του 1821.
Επιπλέον αφού είναι ο γενέθλιος μύθος του νεοελληνικού έθνους πολλά από τα γεγονότα της διυλίζονται υπό το πρίσμα του ύστερου εθνικισμού. Το θέμα δεν είναι τι έκανε ο Καραισκάκης με τις γυναίκες -και είναι βλακεία να τον κρίνει κανείς με την political correct αντίληψη της εποχής μας- αλλά ότι ο Καραισκάκης το 1824 είχε εισβάλει στην Πελοπόννησο σκοτώνοντας, καίγοντας και λεηλατώντας, όχι Τούρκους αλλά Έλληνες. Γενικότερα ότι ο “Αγώνας” είναι μία διπλή ιστορία.
Πρώτα η ιστορία της επανάστασης που επικράτησε κοινωνικά και πολιτικά και νίκησε στρατιωτικά την αυτοκρατορία και παράλληλα η ιστορία του εσωτερικού αγώνα που λόγω της έντασής του έθεσε σε κίνδυνο την επικράτησή της έναντι των Τούρκων. Ας μην απατώνται οι αναθεωρητές της ιστορίας και οι εθνομηδενιστές, η επανάσταση είχε νικήσει από τα δύο πρώτα χρόνια, δίχως τον συνεχή εμφύλιο οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι δεν θα είχαν καμία πολεμική τύχη. Η εσωτερική σύγκρουση συνεχίστηκε με πολλά επεισόδια μέχρι που πήρε τη μορφή Διχασμού το 1915-1917. Όπως αναφέρει στην Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, ο Γιώργος Δερτιλής, από την στιγμή που ο τελευταίος εμφύλιος του 1945-1949 συνδέθηκε με τον προηγούμενο που ονομάστηκε Διχασμός, στην συνείδηση των Ελλήνων συνδέθηκαν και με όλους του προηγούμενους εμφυλίους και με την ιστορία των αιώνων.
Τα 200 χρόνια βρίσκουν το ελληνικό έθνος συρρικνωμένο, το κράτος χρεωκοπημένο και αποδυναμωμένο, την κοινωνία ζαλισμένη μετά από μία δεκαετή σκληρή αντιπαλότητα που συνιστά αναζωπύρωση του μακρού διχασμού. Κρίσιμη είναι η παρατήρηση του ίδιου ιστορικού για τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος: “…Προκειμένου να νομιμοποιούνται και να διατηρούνται στην εξουσία οι πολιτικές ηγεσίες τροφοδοτούσαν ανέκαθεν το κοινωνικό σύστημα με ολοένα ισχυρότερες δόσεις, ρουσφετιού, δημαγωγίας και λαϊκισμού και στα εξήντα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, όλα τα κόμματα υιοθέτησαν και ανέχθηκαν αυτές τις πρακτικές”. Στο πλαίσιο αυτό η προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης να περιορίσει το φαινόμενο του λαϊκισμού και ότι το συνοδεύει με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά, δεν είναι μόνο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι και διαιώνιση του διχασμού. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν προέκυψε από παρθενογένεση, συνέχεια της ΝΔ είναι, με σύνθημα η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική κέρδισε την τεράστια διαφορά.
Επιπλέον βρίσκει την χώρα υπό την εντεινόμενη απειλή της Τουρκίας. Η δε αντιμετώπιση από την κυβέρνηση -και από την προηγούμενη-, είναι η άρνηση των διδαγμάτων της επανάστασης που θα γιορτάσουμε. Δεν τιμάς την επανάσταση έναντι μίας αυτοκρατορίας με πολιτική κατευνασμού, υποχωρήσεις και φοβική πολιτική, υπό το ιδεολόγημα της ψύχραιμης αντιμετώπισης, τους σεβασμού του διεθνούς δικαίου και της απόπειρας να μετατρέψεις το πρόβλημά σου σε πρόβλημα της Ευρώπης.
Η επικεφαλής της Επιτροπής ξεκαθάρισε στην προχθεσινή της συνέντευξη Τύπου ότι «Η Επιτροπή δεν έχει ρόλο, πρόθεση ή βούληση να γράψει ή να ξαναγράψει την Ιστορία ή να προκρίνει μια συγκεκριμένη ερμηνεία της Ελληνικής Επανάστασης” και ότι «η όποια κριτική γίνεται στην προσπάθειά μας είναι καλοδεχούμενη και μπορεί να είναι και χρήσιμη. Όταν όμως γίνεται με όρους συγκρουσιακούς, δεν βοηθάει κανέναν και σίγουρα όχι τον σκοπό που υποτίθεται ότι “υπηρετεί”.
Αυτή η τοποθέτηση δίνει ένα πλαίσιο, ωστόσο είναι αμφίβολο εάν ξεμπερδέψει, όταν ακόμη και ανόητοι και αμαθείς βουλευτές της συμπολίτευσης βρίσκουν ευκαιρία να διεκδικήσουν πολιτικό ρόλο ως εκφραστές της fake εθνικοφροσύνης, σπεκουλάροντας γύρω από τοποθετήσεις της Επιτροπής για τον Λαμπράκη ή τον Καποδίστρια. Χωρίς να τους μαζεύει ο αρχηγός τους…