Αθλητισμός

Μοχάμεντ Άλι: Η ιστορία ενός θρύλου

Μοχάμεντ Άλι: Στις 3 Ιουνίου του 2016 έφυγε από τη ζωή σε νοσοκομείο της Αριζόνα μετά από αναπνευστικό πρόβλημα.

Το βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου του 1964 θα σημάδευε για πάντα τον μετέπειτα θρύλο της πυγμαχίας Μοχάμεντ Άλι. Ήταν η νύχτα που διεκδίκησε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή, από τον Σόνι Λίστον, νικώντας τον μετά από έξι γύρους γεμάτους κροσέ και ντιρέκτ, χτυπήματα που χρησιμοποιούνται στην ορολογία της πυγμαχίας ή πιο λαϊκά στου μποξ. Πριν από τον συγκεκριμένο αγώνα ο Μοχάμεντ Άλι είχε ασπαστεί το Ισλάμ, μια πράξη που ανακοίνωσε δυο ημέρες μετά την μεγάλη του νίκη επί του Λίστον, προκαλώντας την αντίδραση της αμερικανικής ομοσπονδίας πυγμαχίας.

Στις 6 Μαρτίου του 1964 το Μοχάμεντ Άλι αποτέλεσε το επίσημο όνομα του Κάσιους Κλέι, όπως ήταν το όνομα με το οποίο είχε βαφτιστεί. Δεν ήθελε πλέον να τον αποκαλούν Κάσιους Κλέι αλλά Μοχάμεντ Άλι και όσοι δεν τον έκαναν γνώριζαν την οργή του. Όπως τότε το βράδυ της 6ης Φεβρουαρίου του 1967 όταν ο Έρνι Τέρελ με τον οποίο αγωνιζόταν εκείνο το βράδυ ο Μοχάμεντ Άλι, είχε προσπαθήσει και μάλιστα κατάφερε, να νευριάσει πάρα πολύ τον Άλι αφού καθ’ολη την ημέρα αλλά και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου τον αποκαλούσε Κάσιους Κλέι. Εκείνο το βράδυ έμεινε για πάντα η φράση «What΄s my name?» με την οποία ο Μοχάμεντ Άλι εξευτέλισε για 15 γύρους τον θηριώδη αντίπαλό του, επειδή τον είχε προσβάλει στη συνέντευξη τύπου. «Θέλω να τον βασανίσω.

Ένα μόνο καθαρό νοκ άουτ θα ήταν πολύ καλό για αυτόν. Δεν μου αρκεί.» Λίγο πριν ξεκινήσει ο αγώνας του Μοχάμεντ Άλι με τον Έρνι Τέρελ το κλίμα ήταν ήδη εκρηκτικό. Στο χτίσιμο της μάχης τους ο Τέρελ αναφερόταν συνεχώς στον αντίπαλο του με το όνομα «Κλέι» προσβάλλοντας την επιλογή του αντιπάλου του να ασπαστεί το ισλάμ. Έκανε το λάθος να πειράξει και να ενοχλήσει τον αντίπαλο του. Δε μπορούσε να φανταστεί πως ο πρωταθλητής, που είχε αλλάξει το αρχικό του όνομα, θα τον τιμωρούσε δημόσια και παραδειγματικά. Ο Μοχάμεντ Άλι είχε πει τις ημέρες που άλλαξε το όνομά το: «Πλέον δεν χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ», δήλωσε στους δημοσιογράφους και εξήγησε ότι το όνομα Κάσιους προέρχεται από το λευκό αφεντικό του παππού του, ενώ το Κλέι σημαίνει βρωμιά. «Κάσιους Κλέι ήταν το όνομά μου ως δούλος.

Είμαι ο Μοχάμεντ Άλι, ένα ελεύθερο όνομα. Μοχάμεντ σημαίνει «άξιος επαίνων» και Άλι «μέγιστος». Έτσι, θα αναφέρεστε σε εμένα». Η επιθυμία και η επιλογή του ήταν απλή και ρητή, όπως αναφέρει η mixanitouxronou. Δεν ήθελε κανείς να τον φωνάζει Κλέι. Ωστόσο, πολλοί συνέχισαν να τον φωνάζουν Κλέι. Ανάμεσα ήταν και ο πρωταθλητής της Παγκόσμιας Πυγμαχικής Ομοσπονδίας, Έρνι Τέρελ, όπως προαναφέραμε. Ο Τέρελ θεωρούνταν ο πιο δύσκολος αντίπαλός του από τη μάχη με τον Λίστον, το 1965 και μετά. Ήταν αήττητος για πέντε συνεχόμενα χρόνια και είχε κερδίσει τους περισσότερους πυγμάχους που είχε αντιμετωπίσει και ο αντίπαλος του. Ο τερατώδης αντίπαλος που προκαλούσε τον Άλι ήταν μεγαλόσωμος και είχε μεγαλύτερη έκταση χεριών από τον Άλι.

Οι δυο τους ήρθαν σε έντονη αντιπαράθεση σε συνέντευξη τύπου πριν τον αγώνα. Ο Άλι ήθελε να ταπεινώσει τον Τέρελ, επειδή τον αποκαλούσε Κλέι. »Θέλω να τον βασανίσω. Ένα μόνο καθαρό νοκ άουτ θα ήταν πολύ καλό για αυτόν. Δεν μου αρκεί.» Η μάχη ξεκίνησε και μέχρι τον έβδομο γύρο ήταν αμφίρροπη μέχρι που ο Μοχάμεντ Άλι μάτωσε τον Τέρελ και σχεδόν τον έβγαλε νοκ άουτ. Στον όγδοο γύρο ο θρύλος της πυγμαχίας, ενώ χόρευε γύρω από τον αντίπαλο του και τον χτυπούσε με jabs, άρχισε να του φωνάζει: ‘Ποιο είναι το όνομά μου, θείε Τομ… ποιο είναι το όνομά μου;» Ο Άλι κράτησε τον συσσωρευμένο θυμό του και τον εκτόνωνε αργά και βασανιστικά, όπως είχε προειδοποιήσει.

Δεν θέλησε να τον βγάλει γρήγορα νοκ άουτ. Παράτεινε τον αγώνα για να υποφέρει ο Τέρελ. Για 15 γύρους τον χτυπούσε ασταμάτητα και τον ρωτούσε «πως είναι το όνομά μου;».Ο Άλι πήρε την εκδίκησή του. Εξολόθρευσε τον αντίπαλό του και κέρδισε τη μάχη στο ρινγκ με ομόφωνη απόφαση. Οι κριτικοί της εποχής κατέταξαν το ματς «στα πιο σκληρά και άσχημα στην ιστορία της πυγμαχίας», ενώ ο δημοσιογράφος, ο Τεξ Μολ έγραψε αργότερα ότι ήταν «μία θαυμάσια επίδειξη πυγμαχικών ικανοτήτων και μία βάρβαρη επίδειξη σκληρότητας».

Ο Κάσιους Κλέι γεννήθηκε στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι στο νότο των ΗΠΑ. Ο πατέρας του, Κάσιους Μάρσελους Κλέι ο πρεσβύτερος, συντηρούσε την οικογένειά του εργαζόμενος ως σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του, Οντέσα Γκρέιντι Κλέι, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Ο 12χρονος τότε Κάσιους Κλέι, ήταν βόλτα με τους φίλους του. Οταν κατάλαβε ότι το ποδήλατό του είχε εξαφανιστεί, πήγε στο προπονητικό κέντρο Κολούμπια, όπου ο αστυνομικός Τζόε Μάρτιν ήταν επικεφαλής του προγράμματος πυγμαχίας, για να τον βοηθήσει να βρει τον ένοχο. Εκείνος συμβούλεψε τον πιτσιρικά να «δουλέψει» τις γροθιές του, πριν κυνηγήσει τον κλέφτη. Ο μικρός είχε ακούσει μόλις το «κάλεσμα» της μοίρας.

Η ενασχόλησή του με την πυγμαχία ξεκίνησε, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 87.5 κιλών, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην πυγμαχία.

Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρωνύμιο «Μέγας» και χρησιμοποιώντας στίχους ή φράσεις με τις οποίες αυτοχαρακτηριζόταν, όπως η περίφημη ρήση του πως «πετά σαν πεταλούδα, τσιμπά σαν μέλισσα». Η συμπεριφορά του και ο τρόπος που αγωνιζόταν προκάλεσαν τόσο το θαυμασμό μέρους του κοινού και των ειδικών του αθλήματος όσο και την οργή άλλων. Στη διάρκεια των αγώνων, ο Κλέι διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας.

Η θρησκευτική μεταστροφή του συνοδεύτηκε από αλλαγή του ονόματός του και στις 6 Μαρτίου 1964 υιοθέτησε το όνομα Μοχάμεντ Άλι που του δόθηκε από τον πνευματικό καθοδηγητή του, Ελάιτζα Μοχάμεντ. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις εξελίχθηκαν στη διάρκεια του χρόνου και τo 1975, μετά το θάνατο του Ε. Μοχάμεντ, στράφηκε προς το «ορθόδοξο» Ισλάμ.

Τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Άλι κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων.

Στις 18 Φεβρουαρίου του 1966, ο 24χρονος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, διάσημος όχι μόνο για τις αθλητικές του επιδόσεις αλλά και για τις ριζοσπαστικές πολιτικές του θέσεις, προκάλεσε σοκ στην αμερικανική και τη διεθνή κοινή γνώμη ανακοινώνοντας την απόφασή του να μην πολεμήσει στο Βιετνάμ. Μυημένος στο κίνημα των “Μαύρων μουσουλμάνων” από τον μαύρο ριζοσπάστη ηγέτη Μάλκολμ Χ, που δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1965, ο Μοχάμεντ Άλι αρνήθηκε τη στράτευση για λόγους συνείδησης, ως μουσουλμάνος ιερέας.

“Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμονέγρο”, δήλωσε το ίνδαλμα εκατομμυρίων μαύρων, διακινδυνεύοντας ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 5 ετών για λιποταξία και απώλεια του τίτλου του. Για τη στάση αυτή, αντιμετώπισε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, σε μία περίοδο που η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών συνέχιζε να υποστηρίζει την αναγκαιότητα του πολέμου στο Βιετνάμ.

Στις 21 Μαΐου του 1966 έβγαλε νοκ άουτ τον Βρετανό διεκδικητή του τίτλου Χένρι Κούπερ και στις 6 Αυγούστου με τον ίδιο τρόπο τον Μπράιαν Λόντον. Αξιοσημείωτη υπήρξε και η αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, στις 14 Νοεμβρίου, όταν στη διάρκεια των τριών γύρων της, επέφερε στον αντίπαλό του περισσότερα από εκατό χτυπήματα, προκάλεσε τέσσερις πτώσεις του, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα.

Όμως, λόγω της άρνησής του να καταταχθεί στο στρατό, του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τρεισήμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που ωστόσο αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Μοχάμεντ Άλι ξεχώρισε γενικά για τη στάση του απέναντι σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση στην αμερικανική κοινωνία, με μηνύματα που βρίσκονταν στην αιχμή του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Επέστρεψε στην αγωνιστική δράση τον Οκτώβριο του 1970 και ενώ ο τίτλος του πρωταθλητή ανήκε πλέον στον Τζο Φρέιζερ. Οι εμφανίσεις του, μετά την πολυετή αποχή του, δεν υπήρξαν ανάλογες με αυτές που είχαν προηγηθεί. Στις 8 Μαρτίου του 1971 διεκδίκησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών από τον Τζο Φρέιζερ, ωστόσο ηττήθηκε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, στα σημεία, μετά από αγώνα 15 γύρων που χαρακτηρίστηκε ως «η αναμέτρηση του αιώνα». Οι δύο πυγμάχοι αναμετρήθηκαν για δεύτερη φορά το 1973 και ενώ ο Φρέιζερ είχε ήδη απολέσει τον τίτλο του πρωταθλητή, με τον Άλι να αναδεικνύεται νικητής μετά από αγώνα 12 γύρων. Στις 30 Οκτωβρίου 1974 διεκδίκησε εκ νέου τον τίτλο με αντίπαλο τον Τζορτζ Φόρμαν.

Ο μεταξύ τους αγώνας διοργανώθηκε στο Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), χάρη σε χρηματοδότηση του προέδρου της χώρας, Μομπούτου και έμεινε γνωστός στην ιστορία της πυγμαχίας με τον τίτλο Rumble in the Jungle («Βροντή στη ζούγκλα»). Με ένθερμη υποστήριξη από το κοινό, που ενίσχυε τον Μοχάμεντ Άλι τραγουδώντας τη χαρακτηριστική φράση «Ali Boma Ye» («Άλι σκότωσέ τον») κατάφερε να νικήσει τον αντίπαλό του, πετυχαίνοντας νοκ άουτ στον όγδοο γύρο της αναμέτρησης και ακολουθώντας αυτή τη φορά μία διαφορετική στρατηγική, παλαιότερα σε χρήση από τον πυγμάχο Άρτσι Μουρ. Σε αντίθεση με την διαρκή κίνηση του παρελθόντος, επέλεξε να αγωνιστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα στηριζόμενος στα σκοινιά του ρινγκ, αποφεύγοντας τα χτυπήματα του Φόρμαν και εκμεταλλευόμενος στη διάρκεια του αγώνα την κούραση του αντιπάλου του.

Το επόμενο διάστημα, ο Άλι βρέθηκε στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του και από τους επόμενους αγώνες του ξεχώρισε η τρίτη αναμέτρησή του με τον Τζο Φρέιζερ στις Φιλιππίνες, κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας Μανίλα, η οποία θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγώνες πυγμαχίας στην ιστορία του αθλήματος. Το 1978 απώλεσε τον τίτλο του πρωταθλητή από τον χρυσό ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ Λέον Σπινκς, τον οποίο απέκτησε ξανά, συνολικά για τρίτη φορά, επτά μήνες αργότερα.

Αποχώρησε από την αγωνιστική δράση για τα επόμενα δύο χρόνια. Η επιστροφή του συνοδεύτηκε από μία ήττα από τον Λάρι Χολμς το 1980, ενώ τον επόμενο χρόνο έδωσε τον τελευταίο αγώνα του, χάνοντας με αντίπαλο τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Αν και η στατιστική των αγώνων του δεν είναι σήμερα μοναδική, η ποιότητα των αντιπάλων του και ο τρόπος με τον οποίο πέτυχε τις νίκες του στη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας του, τον κατατάσσουν μέχρι σήμερα στους κορυφαίους πυγμάχους της ιστορίας.

Το 1983 διαγνώστηκε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί. Μετά την απόσυρσή του από την πυγμαχία, ο Μοχάμεντ Άλι έχει τιμηθεί αρκετές φορές για την αθλητική αλλά και κοινωνική προσφορά του. Το 1996 επιλέχθηκε για την αφή της ολυμπιακής φλόγας κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Ατλάντα των ΗΠΑ, ενώ το 2005 τιμήθηκε με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας».

Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε επίσης με το χρυσό «Μετάλλιο Ειρήνης Otto Hahn» για την πολύχρονη συμμετοχή του στο αμερικανικό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των μαύρων παγκοσμίως, καθώς και για το έργο του ως πρεσβευτής καλής θέλεησης των Ηνωμένων Εθνών. Στις 19 Δεκεμβρίου 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το μη κερδοσκοπικό «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπερασπίστηκε.

Πατέρας εννέα παιδιών, ο Μοχάμεντ Άλι απεβίωσε στις 3 Ιουνίου 2016 σε νοσοκομείο της Αριζόνα μετά από αναπνευστικό πρόβλημα. Είχε πάρει θέση ανοιχτά σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αρνήθηκε επίσης να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, στάση για την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά ο τίτλος του πρωταθλητή. Το 1983 διαγνώστηκε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε λάβει πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις, όπως το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», ενώ το 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπερασπίστηκε.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο