AC/DC: Η αυγή του 2009 έβρισκε χιλιάδες θαυμαστές των AC/DC γεμάτους με ανυπομονησία για αυτό που θα ακολουθούσε λίγους μήνες αργότερα. Μετά από 25 χρόνια ανυπομονησίας οι Έλληνες φίλοι του θρυλικού συγκροτήματος είχαν μια και μοναδική ευκαιρία να τους δουν από κοντά στη συναυλία που έγινε σαν σήμερα στις 28 Μαϊου του 2009 στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών. Ήταν Πέμπτη και από νωρίς το μεσημέρι κατέφθαναν τα καραβάνια των τυχερών που είχαν προμηθευτεί το ένα από τα περίπου 60.000 μαγικά χαρτάκια που οδηγούσαν στην αρένα του ΟΑΚΑ για την μεγάλη συναυλία. Ήταν η πρώτη επίσκεψη των AC/DC και μοναδική στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας τους υπό τον τίτλο «Black Ice Tour».
Η ιστορία των AC/DC
Η αρχή έγινε, όταν το 1963, οι Ουίλιαμ και Μάργκαρετ Γιανγκ αποφασίσανε να μεταναστεύσουν από την Γλασκώβη της Σκωτίας στην Αυστραλία παίρνοντας μαζί τους τα τέσσερα από τα πέντε παιδιά τους. Τους Τζορτζ, Μάργκαρετ, Μάλκολμ και Άνγκους, αφήνοντας πίσω στη Σκωτία τον μεγαλύτερο γιο τους, Άλεξ. Φίλοι της μουσικής οι Άλεξ και Τζορτζ αποτέλεσαν την αιτία που οι μικρότεροι Μάλκολμ και Άνγκους επηρεάστηκαν και θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους.
Ο Άλεξ ήταν μπασίστας στο συγκρότημα Grapefruit ενώ ο Τζορτζ έπαιζε ρυθμική κιθάρα στους Easybeats. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν η αφορμή να ασχοληθούν με το rock and roll όταν το συγκρότημα του, την άνοιξη του 1967, έφτασε την πρώτη θέση του αυστραλιανού τσαρτ και τη 16η του αμερικάνικου με το τραγούδι “Friday On My Mind”.
Τα αδέρφια Μάλκολμ και Άνγκους Γιανγκ, μετά την επιτυχία του αδερφού τους αποφασίσανε να παρατήσουν το σχολείο και να ασχοληθούν με την μουσική. Ο Μάλκολμ ξεκίνησε να παίζει με τους The Velvet Underground (καμία σχέση με τους γνωστούς The Velvet Underground), ενώ ο Άνγκους στους Kentuckee. Τον Νοέμβριο του 1973 ο εικοσάχρονος Μάλκολμ πρότεινε στον 18χρονο αδερφό του, Άνγκους, να τον ακολουθήσει ως βασικός κιθαρίστας του συγκροτήματος που έφτιαχνε και που αποτελούνταν από τους Ντέιβ Έβανς στα φωνητικά, Κόλιν Μπούρτζες στα τύμπανα και Λάρι Βαν Κριντ στο μπάσο.
Τον επόμενο μήνα, παίξανε σε κοινό στην περιοχή Τσέκερς του Σίδνεϊ και μάλιστα την παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Τσακ Μπέρι (από τον οποίο επηρεάστηκαν περισσότερο), των Beatles, Rolling Stones, Free, όπως και δυο δικά τους κομμάτια. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC. Το πρώτο τους βήμα στην δισκογραφία έγινε με την βοήθεια του αδερφού τους Τζορτζ Γιανγκ και του φίλου του Χάρι Βάντα που μετά την διάλυση των Easybeats, έστησαν την δισκογραφική εταιρία “Albert Productions” και αποφασίσανε να ηχογραφήσουν τους AC/DC.
Το πρώτο σινγκλ τους ήταν γεγονός και περιέχει τα κομμάτια “Can I Sit Next To You” και “Rockin’ In The Parlour”. Η ηχογράφηση του έγινε τον Φεβρουάριο του 1974 και κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ενώ μερικές ημέρες αργότερα κυκλοφόρησε και το βίντεο κλιπ του “Can I Sit Next To You”. Η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι αλλάξανε πολλοί μπασίστες και ντράμερ όλο αυτό το διάστημα.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του σινγκλ. Οι αδερφοί Γιανγκ απέλυσαν τον Έβανς λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσε μέικ-απ, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από glam rock και όχι rock n roll. H αναζήτηση νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό. Πριν ακόμη φύγει ο Έβανς, οι αδερφοί Γιανγκ είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, Ρόναλντ Μπέλφορντ Σκοτ.
Ο σκωτσέζικης καταγωγής Μπον Σκοτ βρέθηκε στην Αυστραλία σαν μετανάστης με την οικογένεια του, το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα συγκροτήματα The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους αδερφούς Γιανγκ για τις φωνητικές του ικανότητες. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η σκηνική του παρουσία.
Τον Σεπτέμβριο του 1974, ο 26χρονος Μπον Σκοτ έγινε και επίσημα ο νέος τραγουδιστής των AC/DC και εμφανίστηκε για πρώτη φορά μαζί τους, μερικές ημέρες αργότερα στο Brighton-Le-Sands Masonic Hall του Σίδνεϊ.
Πρώτα άλμπουμ, πρώτες επιτυχίες
Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι AC/DC δούλεψαν πάνω στο πρώτο τους άλμπουμ. Στις ηχογραφήσεις βοήθησε ο Τζορτζ Γιανγκ παίζοντας μπάσο, ενώ στα κομμάτια έπαιξαν επίσης τρεις διαφορετικοί ντράμερ. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν μόλις δέκα ημέρες. Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία ο δίσκος να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Φιλ Ραντ με θητεία στους Buster Brown.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφόρησε σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, με τίτλο “High Voltage”. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν σινγκλ με τα τραγούδια “Love Song” και “Baby Please Don’t Go”, το οποίο παρ’ όλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top-10 των Αυστραλιανών τσαρτ, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Μαρκ Έβανς. Τον Ιούνιο, το “High Voltage” έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία.
Ένα μήνα αργότερα, οι AC/DC μπήκαν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους και πάλι με παραγωγούς τους Τζορτζ Γιανγκ και Χάρι Βάντα. To “Τ.Ν.Τ.” κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπέγραψαν συμβόλαιο με την “Atlantic Records”, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το “High Voltage” έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηριζόταν ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας.
Η επιτυχία συνεχίστηκε αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρήκε τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο, το “Τ.Ν.Τ.” έφτασε στο # 2 των τσαρτ της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό.
Τον Απρίλιο, το συγκρότημα πήγε στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παρέμεινε λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του “High Voltage” κυκλοφόρησε και στην Αγγλία, περιέχοντας κομμάτια και από το “T.N.T.”, τον Μάιο του 1975. Το καλοκαίρι βρήκε το συγκρότημα σε συναυλίες στην Ευρώπη και τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το τρίτο τους άλμπουμ από την “Albert”, μόνο στην Αυστραλία. Ο τίτλος του ήταν “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, ενώ η ευρωπαϊκή έκδοση του “High Voltage” κυκλοφόρησε και στις Η.Π.Α.. Το Νοέμβριο, το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap” κυκλοφόρησε και στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά απορρίφθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, κυκλοφόρησε τελικά τον Μάρτιο του 1981.
Τον Ιανουάριο του 1977, οι AC/DC ηχογράφησαν για τελευταία φορά με την “Albert” μέχρι το 2001 (κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία άλλη μια έκδοση του “Stiff Upper Lip” που περιείχε και μερικά ζωντανά ηχογραφημένα κομμάτια της τότε περιοδείας τους). Στις 21 Μαρτίου στην Αυστραλία και στις 23 Ιουνίου στις Ηνωμένες Πολιτείες κυκλοφόρησε το “Let There Be Rock”. Τον Μάρτιο του 1977, μετά από διαμάχες με τον Άνγκους Γιανγκ απολύθηκε ο μπασίστας Μαρκ Έβανς και την θέση του πήρε ο Άγγλος Κλιφ Ουίλιαμς, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα έπαιξε για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη.
Με παραγωγούς τους Γιανγκ και Βάντα, τον Φεβρουάριο του 1978, ηχογράφησαν το “Powerage”, το οποίο βγήκε στην κυκλοφορία τον ερχόμενο Μάιο. Στις 30 Απριλίου, έγιναν οι ηχογραφήσεις για το πρώτο ζωντανό άλμπουμ τους, το “If You Want Blood (You Got It)”, στο “Apollo Theatre” της Γλασκώβης, με το άλμπουμ να κυκλοφορεί το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έπαιξαν ζωντανά με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Öyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α. Οι τέσσερις πρώτοι μήνες του 1979, βρήκαν τους AC/DC να δουλεύουν πάνω στο έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Ο τίτλος στην αρχή δεν άρεσε στην δισκογραφική εταιρία, αλλά οι αδερφοί Young αποφάσισαν πως η ονομασία του δίσκου δεν θα άλλαζε. Έτσι, στα τέλη Ιουλίου, το “Highway To Hell” (μτφ. Λεωφόρος προς την κόλαση) κυκλοφόρησε σε ολόκληρο τον κόσμο και ήδη στις αρχές του Αυγούστου ήταν μέσα στο Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι πωλήσεις του άλμπουμ μέχρι τον Οκτώβριο του 1979 μόνο στις Η.Π.Α. είχαν φτάσει στα 500.000 αντίτυπα.
Ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο του και τα «κέρατα» του Άνγκους στις συναυλίες έδωσαν το έναυσμα σε διάφορους να πιστεύουν πως οι AC/DC είναι σατανιστές. Το συγκρότημα παρέπεμψε τους επικριτές τους στους στίχους του ομώνυμου κομματιού λέγοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίσκο αφιέρωμα στις συνεχόμενες συναυλίες και στον σκληρό δρόμο της επιτυχίας μέχρι την κατάκτηση της κορυφής. Οι AC/DC ήταν πάντα υπόθεση οικογενειακή. Όμως, το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης από την Σκωτία στην Αυστραλία για τους αδερφούς Γιανγκ και τον Μπον Σκοτ ήταν κάτι που τους είχε δέσει σαν αδέρφια.
Έτσι, το πρωινό της Τρίτης 19 Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Σκοτ έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Άνγκους ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη. Ο Σκοτ, το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με έναν φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε, ο Σκοτ πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι του, αλλά επειδή δεν σηκωνόταν, εκείνος πήγε σπίτι του και άφησε τον Σκοτ να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο.
Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Μπον Σκοτ να πνίγεται από αναρρόφηση, λόγω της στάσης που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο “Kings”, o Μπον Σκοτ ξεψύχησε. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Η κατάκτηση της κορυφής
Πριν τον θάνατο του Μπον Σκοτ, οι αδερφοί Γιανγκ δούλευαν πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους. Το μόνο που έλειπε ήταν τα φωνητικά. Μετά το τραγικό συμβάν σταμάτησαν τα πάντα και φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του Σκοτ. Οι γονείς του Σκοτ ήταν αυτοί που τους ενθάρρυναν ώστε το συγκρότημα να μην διαλυθεί. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μπον Σκοτ δεν θα το ήθελε να συμβεί με αυτό τον τρόπο. Έτσι, με την ευλογία των γονιών του Σκοτ, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους Ματ Λανγκ είχε αναφέρει το όνομα του Μπράιαν Τζόνσον από τους Geordie.
Επίσης ένας οπαδός του συγκροτήματος από το Κλίβελαντ είχε στείλει γράμμα στους AC/DC και τους πρότεινε να ακούσουν τον Τζόνσον γράφοντας τους πως είναι ο κατάλληλος. Έτσι αποφάσισαν να τον δοκιμάσουν. Στην ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το “Nutbush City Limits” της Τίνα Τέρνερ και οι αδερφοί Γιανγκ το δικό τους “Whole Lotta Rosie”. Στις 8 Απριλίου 1980, συμπληρώθηκαν πενήντα ημέρες από τον θάνατο του Μπον Σκοτ και οι AC/DC ανακοίνωσαν ως νέο τους τραγουδιστή τον Μπράιαν Τζόνσον.
Μια απόφαση που εξέπληξε τους φίλους των AC/DC, ήταν να ηχογραφήσουν το επόμενό τους άλμπουμ στις Μπαχάμες. Έτσι στα μέσα Απριλίου το συγκρότημα μετακόμισε στην πόλη Νασσάου και στα “Compass Point Studios” όπου ξεκίνησαν να δουλεύουν για το έβδομο άλμπουμ τους. Το ίδιο το συγκρότημα δικαιολόγησε αυτή την απόφαση με το ότι ήθελαν να είναι όλοι μαζί και να δουλεύουν όλοι μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορεί και ο ίδιος ο Τζόνσον να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, πριν κυκλοφορήσουν το άλμπουμ έκαναν μια συναυλία ντεμπούτο για τον νέο τους τραγουδιστή, στο Βέλγιο.
Στα μέσα Ιουλίου του 1980, το συγκρότημα ξεκίνησε περιοδεία σε Η.Π.Α. και Καναδά για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε σε ολόκληρο τον κόσμο στα μέσα Αυγούστου. Ο τίτλος του ήταν “Back In Black”. Το μαύρο εξώφυλλο του είναι σημάδι πένθους για τον αδικοχαμένο Μπον Σκοτ, ενώ το τραγούδι “Have A Drink On Me” είναι επίσης αφιερωμένο στον μέχρι πρόσφατα τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1980, το “Back In Black” είχε πουλήσει δέκα εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το δεύτερο άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 42 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο μετά το “Thriller” του Μάικλ Τζάκσον, ενώ είναι το πρώτο σε πωλήσεις από συγκρότημα.
Η μεγάλη επιτυχία του “Back In Black” οδήγησε και το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος στην κορυφή. Το “For Those About To Rock (We Salute You)” ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1981 και κυκλοφόρησε στις 23 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το πρώτο άλμπουμ των AC/DC που έφτασε στο # 1 των αμερικάνικων τσαρτ, ενώ έφτασε στο # 3 στην Μεγάλη Βρετανία.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα το συγκρότημα επέστρεψε στις Μπαχάμες για να ηχογραφήσει το επόμενό του άλμπουμ και μάλιστα με δική του παραγωγή. Ο τίτλος του ήταν “Flick Of The Switch” και κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1983 σε ολόκληρο τον κόσμο.[16] Αυτό, που έκανε όμως εντύπωση, ήταν ο διωγμός του ντράμερ Φιλ Ραντ. Βέβαια, οι σχέσεις του με τον Μάλκολμ ήταν τεταμένες και ήταν θέμα χρόνου η απόλυση του, όταν μάλιστα ο Ραντ μην μπορώντας να ξεπεράσει τον χαμό του Σκοτ είχε ξεπέσει σε διάφορες ουσίες.
Τον Οκτώβριο του 1984, το συγκρότημα ξεκίνησε και πάλι ηχογραφήσεις, αλλά παράλληλα κυκλοφόρησε και ένα ΕΡ με 5 τραγούδια, που είχαν ηχογραφήσει την περίοδο 1974 – 1976 και είχε τίτλο “’74 Jaibreak”. Στις 28 Ιουνίου κυκλοφόρησε το δεύτερο –και τελευταίο- άλμπουμ με παραγωγούς τα μέλη του συγκροτήματος. Το “Fly On The Wall” για πολλούς θεωρείται το χειρότερο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα.
Τον Μάρτιο του 1985, είχε ξεκινήσει μια σειρά δολοφονιών στο Λος Άντζελες των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία σταμάτησε μερικούς μήνες αργότερα με την σύλληψη του δράστη. Σε μια από τις δεκαέξι δολοφονίες στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα καπέλο που είχε πάνω του ραμμένο το λογότυπο του συγκροτήματος. Ο υπεύθυνος της υπόθεσης είχε την ιδέα να δημοσιεύσει το καπέλο πιστεύοντας, πως θα βοηθούσε στην σύλληψη του δολοφόνου, αν εμφανιζόταν μάρτυρας ο οποίος θα γνώριζε κάποιον με συνήθεια να φοράει καπέλο AC/DC.
Αυτό που βοήθησε τελικά, ήταν να δώσουν υλικό στους δημοσιογράφους ώστε να γεμίσουν τις σελίδες των εφημερίδων τους. Άρχισαν διάφορες συγκρίσεις σε εξώφυλλα και στίχους του συγκροτήματος με τον τρόπο, που ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ διέπραττε τις δολοφονίες του, αλλά και τα πεντάλφα που ζωγράφιζε στα σπίτια των θυμάτων του. Το χειρότερο ήταν όμως, πως στην σύλληψη του ο “Nightstalker” ισχυρίστηκε πως επηρεάστηκε από το τραγούδι “Night Prowler” των AC/DC. Οι στίχοι του τραγουδιού αναφέρονται σε παιδικές “αταξίες”, όπως το να επισκέπτεσαι αργά το βράδυ την φιλενάδα σου όταν οι υπόλοιποι κοιμούνται. Ήταν μάλιστα η περίοδος που οι δημοσιογράφοι παρερμήνευσαν το AC/DC και έγραψαν, πως σημαίνει “Anti-Christ/Devil’s Child”. Και παρ’ όλο που το συγκρότημα εξηγούσε την έμπνευση από την ραπτομηχανή της αδερφής τους, πάντα επέμεναν πως υπάρχει κάτι περισσότερο.
Μετά την υπόθεση Nightstalker ήρθε άλλο ένα πρόβλημα να αναστατώσει στο συγκρότημα. Το 1985, ιδρύθηκε το P.M.R.C (Parents Music Resource Center) από συζύγους βουλευτών του Αμερικάνικου Κογκρέσου με σκοπό την καταπολέμηση των άσεμνων στίχων από τραγούδια της rock μουσικής. Το P.M.R.C. με πρόεδρο την Τίπερ Γκορ (σύζυγος του Αλ Γκορ) “κυνήγησε” με μανία τους AC/DC κατηγορώντας τους συνεχώς για το περιεχόμενο των στίχων τους. Ένα από τα κομμάτια που είχαν στη λίστα τους είναι το “Let Me Put My Love Into You” από το “Back In Black”.
Ένας από τους καλύτερους συγγραφείς και σκηνοθέτες ταινιών τρόμου και δηλωμένος θαυμαστής των AC/DC, ο Στίβεν Κινγκ, ζήτησε από το συγκρότημα τραγούδια για την μουσική υπόκρουση της ταινίας του “Maximum Overdrive”. Έτσι, τον Μάιο του 1986 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Who Made Who” έχοντας έξι τραγούδια από παλιότερες δουλειές του συγκροτήματος, όπως και τρία καινούργια κομμάτια, τα “Who Made Who”, “D.T.” και “Chase the Ace”.
Το μόνο θετικό όλα αυτά τα χρόνια για το συγκρότημα των AC/DC ήταν οι sold out συναυλίες τους. Αλλά τα προβλήματα δεν σταμάτησαν. Τον Αύγουστο του 1987 το συγκρότημα ξαναμπήκε στο στούντιο για να αρχίσει τις ηχογραφήσεις του επόμενου του άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1988 με τίτλο “Blow Up Your Video”.
Κατά την διάρκεια, όμως, της περιοδείας για την προώθηση του δίσκου, ο Μάλκολμ Γιανγκ αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω προβλημάτων αλκοολισμού. Την θέση του στις περιοδείες πήρε ο ανιψιός του Στίβι Γιανγκ, ενώ ο Μάλκολμ ξεκίνησε την απεξάρτηση του από το αλκοόλ με την βοήθεια των ανωνύμων αλκοολικών. Στο τέλος της περιοδείας αποχώρησε και ο ντράμερ Σάιμον Ράιτ για να συνεχίσει την καριέρα του στο συγκρότημα του Ρόνι Τζέιμς Ντίο με την ονομασία Dio.
Μετά την επιστροφή του Μάλκολμ, το συγκρότημα άρχισε να δουλεύει στο επόμενο του άλμπουμ αφού πρώτα αντικατέστησε τον Ράιτ στην θέση του ντράμερ με τον Κρις Σλέιντ, ο οποίος είχε εμπειρία με γκρουπ όπως οι Uriah Heep, Gary Moore και άλλους. Με παραγωγό τον Μπρους Φέρμπερν και δουλεύοντας από τα τέλη του 1989 μέχρι τον Ιούνιο του 1990, οι AC/DC κατάφεραν να φτιάξουν ένα άλμπουμ αντάξιο της ιστορίας τους. Το “The Razor’s Edge” κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1990 και μέχρι τον Οκτώβριο είχε πουλήσει μόνο στις Η.Π.Α. τρία εκατομμύρια αντίτυπα και έχει φτάσει στη δεύτερη θέση των τσαρτ, ενώ σκαρφάλωσε στο # 4 στην Μεγάλη Βρετανία. Για τις ανάγκες του βίντεο κλιπ του κομματιού “Are You Ready”, οι AC/DC ζήτησαν δέκα εθελοντές στους οποίους ενώ τους ξύριζαν τα μαλλιά τους θα γραφόταν στο κεφάλι τους το όνομα του συγκροτήματος. Προσφέρθηκαν πάνω από χίλια άτομα.
Το συγκρότημα έχει φτάσει πια τα εξήντα εκατομμύρια σε πωλήσεις δίσκων παγκοσμίως, ενώ μόνο το “Back In Black” στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε πουλήσει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Στις 18 Ιανουαρίου 1991, το πρόγραμμα της περιοδείας για την προώθηση του “The Razor’s Edge” έγραφε Γιούτα / Σολτ Λέικ Σίτι. Μόλις οι πόρτες άνοιξαν 13.000 θεατές έτρεξαν μπροστά για να πιάσουν όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τρία άτομα να ποδοπατηθούν και να πεθάνουν από ασφυξία. Το συγκρότημα στην αρχή έμαθε το θάνατο ενός ατόμου. Ήταν έτοιμοι να σταματήσουν την συναυλία, αλλά οι υπεύθυνοι τους συμβούλεψαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα. Στο τέλος της συναυλίας έμαθαν πως τα θύματα ήταν τρία.
Τον Οκτώβριο του 1992, οι AC/DC κυκλοφόρησαν το δεύτερο ζωντανά ηχογραφημένο τους άλμπουμ, που έχει τον τίτλο “AC/DC Live” και στις αρχές του 1993 έγιναν οι ηχογραφήσεις για το τραγούδι “Big Gun”, το οποίο συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της ταινίας “Last Action Hero” με πρωταγωνιστή τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ.
Το 1994 επιφύλασσε κάτι ευχάριστο για τους φίλους του συγκροτήματος. Οι αδερφοί Γιανγκ ξεκινήσανε να δουλεύουν πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους και κάλεσαν τον παλιό τους φίλο και πρώην ντράμερ του συγκροτήματος Φιλ Ραντ να παίξει μερικά κομμάτια μαζί τους. Τελικά ο Κρις Σλέιντ απολύθηκε και την θέση του πήρε ο Ραντ. Τον Οκτώβριο του 1994, το συγκρότημα άρχισε τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ του, το οποίο κυκλοφόρησε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα με τίτλο “Ballbreaker”.
Το επόμενο άλμπουμ των AC/DC έχει τίτλο “Stiff Upper Lip”. Οι ηχογραφήσεις του έγιναν από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1999 και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2000. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει ένα χρυσό άγαλμα του Άνγκους Γιανγκ. Το γκρουπ αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο άγαλμα για τις ανάγκες της περιοδείας του “Stiff Upper Lip”. Η ονομασία του αγάλματος ήταν “Junior”.
Στις 20 Οκτωβρίου 2008, κυκλοφόρησε το 15ο στούντιο άλμπουμ των AC/DC με τίτλο “Black Ice”. Πρώτο σινγκλ του άλμπουμ είναι το “Rock ‘n Roll Train” που κυκλοφόρησε στις 28 Αυγούστου 2008.
Στις 16 Απριλίου 2014, μέσω της επίσημης σελίδας τους στο facebook, ανακοινώθηκε, πως ο ένας εκ των ιδρυτών του συγκροτήματος αποχωρεί. Έπειτα από 40 χρόνια, σχεδόν, συνεχούς παρουσίας, ο Μάλκολμ Γιάνγκ αποχωρεί από το συγκρότημα λόγω ασθένειας. Ο εκ των ιδρυτών του συγκροτήματος υποφέρει από εγκεφαλικό επεισόδιο το οποίο του προκάλεσε και άνοια. Ωστόσο, το συγκρότημα θα συνεχίσει να δημιουργεί μουσική, είπαν, συνεχίζοντας στη σχετική ανακοίνωση.Ο Μάλκολμ Γιανγκ αντικαταστάθηκε στην κιθάρα από τον ανιψιό του Στίβι Γιάνγκ.
Στις 7 Οκτωβρίου 2014 ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του επόμενου τους άλμπουμ με τίτλο “Rock Or Bust”, για τις 28 Νοεμβρίου στην Αυστραλία και τέσσερις ημέρες αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Βανκούβερ του Καναδά και είναι ο πρώτος στην ιστορία του συγκροτήματος στον οποίο δεν συμμετείχε ο Μάλκολμ Γιανγκ.
Προφητικός όμως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο τίτλος του νέου άλμπουμ του συγκροτήματος, μιας και ο ντράμερ Φιλ Ραντ συνελήφθη στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την κατηγορία της πρόσληψης εκτελεστή για να δολοφονήσει 2 άτομα και της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, αλλά μια μέρα αργότερα κατέπεσε το κατηγορητήριο μιας και τα στοιχεία της πρόσληψης εκτελεστή που υπάρχουν, οδηγούν σε ενδείξεις και όχι αποδείξεις. Η δίκη θα γινόταν στις 27 Νοεμβρίου. Η επίσημη τοποθέτηση του συγκροτήματος για το γεγονός είναι πως και οι ίδιοι το έμαθαν όταν δημοσιεύτηκε και πως δεν θα επηρεάσει την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ.
Στις 11 Νοεμβρίου 2014 το συγκρότημα μέσω της επίσημης ιστοσελίδας τους κυκλοφόρησε το πρώτο επίσημο βίντεο κλιπ από το νέο τους άλμπουμ με τίτλο “Play Ball”. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 2 Δεκεμβρίου 2014, ανεβαίνοντας στην τρίτη θέση των τσαρτ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις 29 Απριλίου του 2015 ανακοινώθηκε από την επίσημη ιστοσελίδα του συγκροτήματος η επαναπρόσληψη του Κρις Σλέιντ στην θέση του ντράμερ.
Στις 7 Μαρτίου 2016 ανακοινώθηκε από την επίσημη ιστοσελίδα του συγκροτήματος πως σύμφωνα με ιατρική γνωμάτευση, ο επί 36 χρόνια τραγουδιστής του συγκροτήματος Μπράιαν Τζόνσον θα έπρεπε να σταματήσει άμεσα την παγκόσμια περιοδεία “Rock or Bust” λόγω προβλημάτων ακοής και που πιθανόν να την έχανε και τελείως. Στην αρχή υπήρχαν μόνο φήμες που επιβεβαίωσε ο Στίβι Γιανγκ να θέλουν ως αντικαταστάτη του Τζόνσον τον τραγουδιστή των Guns N’ Roses Αξλ Ρόουζ.
Τελικά στις 17 Απριλίου 2016 μέσω της επίσημης ιστοσελίδας ευχαρίστησαν τον Μπράιαν Τζόνσον για την προσφορά του και ανακοίνωσαν πως Αξλ Ρόουζ θα είναι αυτός που θα συνεχίσει ως τραγουδιστής του συγκροτήματος για το υπόλοιπο της Ευρωπαϊκής τους περιοδείας αρχής γενομένης από την Λισαβόνα.Ο μπασίστας Κλιφ Ουίλιαμς ανακοίνωσε την απόσυρση του, μετά το τέλος της συγκεκριμένης περιοδείας. Ο Ρόουζ ανακοινώθηκε ως μόνιμος τραγουδιστής στις 21 Σεπτεμβρίου. Στις 18 Νοεμβρίου 2017 μέσω της σελίδας του συγκροτήματος στο facebook ανακοινώθηκε ο θάνατος του Μάλκολμ Γιάνγκ.
Το όνομα
AC/DC σημαίνει εναλλασσόμενο ρεύμα και συνεχές ρεύμα (Alternating Current/Direct Current). Το εμπνεύστηκε η αδερφή τους Μάργκαρετ από την ετικέτα της ραπτομηχανής της. Παρ’ όλο που διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατά καιρούς έδιναν άλλες ερμηνείες στην ονομασία τους όπως “Anti-Christ/Dead-Christ” και τους θεωρούσαν σατανιστές, το συγκρότημα πάντα τις διέψευδε.
Ο Μάλκολμ Γιανγκ ανέφερε πως έμαθαν από έναν οδηγό ταξί μια διαφορετική ερμηνεία του ονόματός τους, όταν εκείνος αναρωτήθηκε αν τα μέλη του γκρουπ είναι ομοφυλόφιλοι, εξηγώντας πως AC/DC σημαίνει επίσης αμφισεξουαλικότητα σε κάποιες χώρες. Στην αρχή σκέφτηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να το αφήσουν ως είχε και να διαπιστώσουν αν ο κόσμος θα τους μάθαινε μέσω της μουσικής τους.