Κορωνοϊός οικονομία: Ο φονικός ιός αναμφισβήτητα έχει προκαλέσει μεγάλη ζημιές στην παγκόσμια οικονομία. Έτσι από αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση και η Λατινική Αμερική η οποία πλήττεται βάναυσα από νέο κύμα του ιού. Επιπλέον 11,5 εκατομμύρια άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι το 2020 στη Λατινική Αμερική εξαιτίας της πανδημίας. Συνεπώς θα αυξηθεί το σύνολο των ανέργων στην περιφέρεια στα 37,7 εκατομμύρια, προειδοποιεί έκθεση δύο υπηρεσιών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η ύφεση στη Λατινική Αμερική, που προβλέπεται ότι θα διαγράψει το 5,3% του ΑΕΠ της περιοχής το 2020, θα έχει ιδιαίτερα «αρνητικές επιπτώσεις» ως προς το ποσοστό της ανεργίας, που θα αυξηθεί από το 8,1% που καταγραφόταν το 2019 στο 11,5% φέτος, κατά τις προβλέψεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) και της Οικονομικής Επιτροπής για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (ECLAC).
«Το ποσοστό της ανεργίας αναμένεται να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 3,4 εκατοστιαίες μονάδες, κάτι που ισούται με 11,5 εκατομμύρια νέους ανέργους», αναφέρει κοινή έκθεση των δύο υπηρεσιών, η έδρα των γραφείων των οποίων στην περιφέρεια βρίσκεται στο Σαντιάγο της Χιλής.
Η ΔΟΕ προβλέπει μείωση κατά 10,3% των ωρών εργασίας, που θα πλήξει 32 εκατομμύρια ανθρώπους, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης και των μέτρων περιορισμού που εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Η ανεργία θα πλήξει σκληρά ειδικά τους πιο ευάλωτους, οδηγώντας σε αύξηση της φτώχειας κατά 4,4% και του ποσοστού της λεγόμενης ακραίας φτώχειας κατά 2,6% σε σύγκριση με το 2019.
Η ECLAC σημειώνει: «Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό της φτώχειας θα ανέλθει στο 34,7% του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής (214,7 εκατομμύρια άνθρωποι) και αυτό της ακραίας φτώχειας στο 13% (83,4 εκατομμύρια)»
Παράλληλα η ανάκτηση των χαμένων θέσεων εργασίας θα είναι αργή και ότι θα χρειαστούν εκτεταμένα προγράμματα εκπαίδευσης των εργαζομένων όσον αφορά την υγειονομική ασφάλεια, τα πρωτόκολλα υγείας, την οργάνωση των ωραρίων κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία εστιών μόλυνσης. Θα απαιτηθεί «ενίσχυση των θεσμικών και δημοσιονομικών πόρων για να εξασφαλιστεί η τήρηση» των νέων υγειονομικών κανόνων, επισημαίνεται στην έκθεση.