Στις 15 Μαϊου του 1905 στην αχανή έρημο της πολιτείας της Νεβάδα εγκαθίστανται οι πρώτοι κάτοικοι της πόλης Λας Βέγκας. Ήταν εργάτες σιδηροδρομικών εταιρειών που ως εργασία είχαν τον ανεφοδιασμό των συρμών που περνούσαν από την περιοχή. Έξι χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 16 Μαρτίου του 1911 το Λας Βέγκας γίνεται και επίσημα πόλη της Νεβάδα με πληθυσμό 800 κατοίκων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες η πόλη μέχρι τη δεκαετία του 1930 φυτοζωούσε μέχρι που η αμερικανική κυβέρνηση ενέκρινε την κατασκευή ενός φράγματος στον ποταμό Κολοράντο. Οι θέσεις εργασίας που άνοιξαν έφθαναν τις 5000 και χιλιάδες Αμερικανοί από όλα τα μήκη και πλάτη έσπευσαν για να βρουν δουλειά στην κατασκευή του φράγματος. Σιγά σιγά η πόλη άρχισε να ακμάζει και ξεκίνησαν να δημιουργούνται παράνομες χαρτοπαιχτικές λέσχες και καζίνο, ενώ η κατάργηση της ποτοαπογόρευσης έδωσε άλλο αέρα.
Οι αρχές του Λας Βέγκας εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση που δημιουργούνταν και με αποφάσεις-σταθμούς νομιμοποίησαν τον τζόγο ώστε να μπει ζεστό χρήμα στα δημόσια ταμεία. Η πρώτη άδεια δόθηκε το 1931 ενώ η άρση της ποτοαπαγόρευσης και η νομιμοποίηση της πορνείας ήταν τα άλλα δυο μέτρα που χάρισαν στο Λας Βέγκας το προσωνύμιο “Αμαρτωλή Πόλη”. Στη δεκαετία του 1940 άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα με καζίνο στην περίφημη Las Vegas Strip, με επενδυτές Ιταλούς, Ιρλανδούς και Εβραίους νονούς της μαφίας.
Η απίστευτη ιστορία των φοιτητών του ΜΙΤ, τα εκατομμύρια, η διπλή ζωή και το black jack.
Όσες ιστορίες και αν γραφτούν στο αμέτρητο σε φύλλα βιβλίο των χαρτοπαιγνίων μια θα κατέχει την μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Πρόκειται για την χαρτοπαικτική ομάδα που κατάφερε να στήσει ένα απο τα πιο περιβόητα κόλπα στον κόσμο του τζόγου και των καζίνο ειδικότερα. Είναι η περίφημη ομάδα φοιτητών του ΜΙΤ που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έγινε ο τρόμος και φόβος των απανταχού ιδιοκτητών καζίνο του Λας Βέγκας. Με απλά μαθηματικά, υπομονή, επιμονή και λιγάκι θεατρινισμούς τίναξαν την μπάνκα στον αέρα προκαλώντας τεκτονικό σεισμό στα τραπέζια του περίφημου παιχνιδιού Black Jack.
Η ιστορία ξεκινάει το 1958 όταν ο καθηγητής μαθηματικών και μεγάλος τζογαδόρος Έντουαρντ Ο’ Θορπ άρχισε να μελετά το παιχνίδι που όλοι το ξέρουν είτε ως “21” είτε ως Black Jack. Όπως αναφέρει και η mixanitouxronou ο Έντουαρντ Ο’ Θορπ χρησιμοποιήσε τον νεοαποκτηθέντα υπολογιστή του ΜΙΤ για να υπολογίσει τις πιο συμφέρουσες κινήσεις, ανάλογα με τον συνδυασμό καρτών που είχαν μπροστά τους.
Εάν για παράδειγμα ο παίκτης είχε 14 και η «μάνα», δηλαδή ο κρουπιέρης του καζίνο, 7, τότε ο παίκτης είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει, αν επέλεγε να τραβήξει κι άλλο χαρτί. Όποιος εφάρμοζε κατά γράμμα τη μέθοδο του Ο’ Θορπ δεν σήμαινε ότι θα κέρδιζε κάθε παρτίδα, αλλά ότι μακροπρόθεσμα, θα κέρδιζε περισσότερες φορές απ’ ότι θα έχανε. Το 1966 δημοσιεύτηκε το βιβλίο του «Beat the Dealer», που εξηγούσε τη διαδικασία και αμέσως έγινε ανάρπαστο.
Σχεδόν μιάμιση δεκαετία αργότερα, το 1979, μια νέα ομάδα «ιδιοφυών» του MIT αποφάσισαν να εφαρμόσουν το σύστημα που ανέπτυξε για να βγάλουν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Ασφαλώς δεν ήταν οι πρώτοι που θα χρησιμοποιούσαν μαθηματικές μεθόδους για να ξεγελάσουν τους κρουπιέρηδες των καζίνο, αλλά ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν σε ομάδα και δημιούργησαν ειδικούς ρόλους για τη βέλτιστη απόδοση του σχεδίου.
Η ομάδα του MIT χρησιμοποιούσε, εκτός από τη βασική στρατηγική του Ο’Θορπ, μία άλλη τεχνική που βασιζόταν στην καταμέτρηση των χαρτιών που εμφανίζονταν στο παιχνίδι.
Επειδή το blackjack παίζεται με περιορισμένο αριθμό τραπουλών, η πιθανότητα να εμφανιστεί κάποιο συγκεκριμένο χαρτί είναι υπολογίσιμη. Τους παίχτες τους συμφέρει να παίζουν με μεγάλα χαρτιά, δηλαδή το 10, τις φιγούρες και τον άσο. Τα μικρά χαρτιά, από το 1 μέχρι το 6, συνήθως σημαίνει ότι θα κερδίσει το καζίνο, ενώ τα μεσαία (7-9) θεωρούνται ουδέτερα.
Επομένως, οι παίχτες επιδίωκαν πάντα να ποντάρουν πολλά χρήματα, όταν ήξεραν ότι στην τράπουλα είχαν απομείνει τα πιο πολλά μεγάλα χαρτιά, καθώς τα μικρά είχαν ήδη παιχτεί. Πώς μπορούσαν όμως να το ξέρουν αυτό; Είχαν αποδώσει συγκεκριμένη αξία σε κάθε είδος χαρτιού. Δηλαδή, τα μικρά χαρτιά είχαν αξία +1, τα ουδέτερα 0 και τα μεγάλα, -1.
Κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα καινούριο χαρτί, εκείνοι έπρεπε να προσθέτουν και να αφαιρούν ανάλογα. Όταν το αποτέλεσμα των πράξεων έφτανε να είναι +5 και πάνω, σήμαινε ότι αρκετά μικρά χαρτιά είχαν παιχτεί, έτσι ώστε να είναι πλέον ασφαλές να ποντάρουν πολλά χρήματα και να κερδίσουν.
Αυτό το μέτρημα δεν είναι παράνομο, αλλά δεν συμφέρει καθόλου τα καζίνο, γιατί σημαίνει ότι θα χάσουν πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και διώχνουν όποιον αντιλαμβάνονται ότι μετρά τα χαρτιά στο blackjack. Με τις αναρίθμητες κάμερες ασφαλείας που υπάρχουν μέσα σε ένα καζίνο, αυτό είναι απλά θέμα χρόνου. Η ομάδα του MIT όμως, βρήκε ένα τρόπο να κρύψει το μέτρημα από την ασφάλεια του καζίνο.
Χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες των τριών ατόμων και κάθε ένα άτομο εξυπηρετούσε διαφορετική λειτουργία. Αρχικά υπήρχε ο «παρατηρητής», που παρακολουθούσε το παιχνίδι, μετρούσε τις κάρτες και όταν έβλεπε ότι οι περισσότερες μικρές κάρτες είχαν φύγει, έκανε κρυφά σήμα στον συνάδελφό του να κάτσει και να ποντάρει. Ο συνάδελφος αυτός ήταν ο «μεγάλος παίχτης», που καθόταν και πόνταρε πολύ μεγάλα ποσά, μόνο όταν ήξερε ότι οι κάρτες που απέμεναν στην τράπουλα τον συνέφεραν.
Συνήθως οι «μεγάλοι παίχτες» προσποιούνταν ότι ήταν πλούσιοι επιχειρηματίες, που έπαιζαν πάντα με αυτό τον ριψοκίνδυνο τρόπο. Υπήρχε και ένα τρίτο μέλος, ο «ελεγκτής», που καθόταν συνέχεια στο τραπέζι, πόνταρε το χαμηλότερο δυνατό ποσό, για να μην προκαλέσει υποψίες και μετρούσε τις κάρτες, για μεγαλύτερη ακρίβεια. «Strategic Investments LP». Ο συνεταιρισμός των φοιτητών και τα ποσοστά κέρδους Τζ. Π. Μάσαρ Βασικά μέλη της αρχικής ομάδας ήταν ο Τζ. Π. Μάσαρ και ο Μπιλ Κάπλαν, που διηύθυναν τους παίχτες, οι οποίοι αριθμούσαν μέχρι και 70, στις πιο πετυχημένες περιόδους.
Ξεκίνησαν το 1979, ερασιτεχνικά και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Κέρδισαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια, αλλά με την πάροδο του χρόνου, τα περισσότερα μέλη παραιτήθηκαν, είτε γιατί είχαν αποκομίσει όσα κέρδη ήθελαν είτε γιατί ήθελαν να ασχοληθούν με κάτι άλλο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι παίχτες δεν μπορούσαν να παίξουν άλλο, γιατί τους αναγνώριζαν αμέσως στα περισσότερα καζίνο. Η ομάδα διαλύθηκε το 1990, αλλά δύο χρόνια αργότερα, ο Τζ. Π. Μάσαρ επέστρεψε δριμύτερος.
Μαζί με τον πρώην συνεργάτη του, Μπιλ Κάπλαν, καθώς και διάφορους άλλους επενδυτές, ίδρυσε τoν συνεταιρισμό «Strategic Investments LP» και άρχισε να «προσλαμβάνει» νέους φοιτητές από το MIT και συνέχισε με το Χάρβαρντ. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα ήταν πολύ οργανωμένα. Υπήρχαν αυστηρές προδιαγραφές σχετικά με τον τρόπο που θα παίζεται το παιχνίδι, έτσι ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή των καζίνο, αλλά και ο τρόπος που θα μοιράζονταν τα κέρδη. Οι ιδρυτές, δηλαδή ο Μάσαρ, ο Κάπλαν και ένας τρίτος φίλος τους, ο Τζον Τσανγκ, θα έπαιρναν το 45% των κερδών.
Οι επενδυτές θα έπαιρναν το άλλο 45% και το εναπομείναν 10% θα πήγαινε στους παίχτες. Πολύ γρήγορα, βρέθηκαν δεκάδες ενδιαφερόμενοι, με πολύ υψηλά IQ και τρομερή ευχέρεια στις μαθηματικές πράξεις. Πριν όμως παίξουν για πρώτη φορά σε πραγματικό καζίνο, έπρεπε να περάσουν μία εξαιρετικά απαιτητική προπόνηση, που διαρκούσε μήνες. Μπιλ Κάπλαν Έπρεπε να μάθουν να μετρούν κάρτες ακόμα και στον ύπνο τους, να υπολογίζουν τα πάντα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, ενώ τριγύρω τους επικρατούσε ο πανικός που υπήρχε συνήθως σε ένα γεμάτο καζίνο.
Περνούσαν πολλές δοκιμασίες και όταν πια κατάφερναν να τα κάνουν όλα χωρίς ούτε ένα λάθος, έπαιρναν την τελική άδεια. Η αρχή και το τέλος της ομάδας blackjack του MIT Στην αρχή τα κέρδη ήταν εντυπωσιακά. Έφευγαν Παρασκευή απόγευμα από το MIT, έπαιζαν συνεχόμενα μέχρι Κυριακή βράδυ, οπότε έπαιρναν το αεροπλάνο για να επιστρέψουν. Οι φοιτητές δούλευαν σε ομάδες των τριών και μπορεί σε ένα βράδυ να έπαιζαν ταυτόχρονα μέχρι και 10 διαφορετικές ομάδες. Κανείς δεν τους είχε πάρει είδηση, γιατί τους προφύλασσαν οι ειδικοί ρόλοι που είχαν αναλάβει.
Κατά μέσο όρο, έβγαζαν 100.000 δολάρια κάθε σαββατοκύριακο και μέσα σε λίγους μήνες, τα καθαρά έσοδα του συνεταιρισμού ξεπερνούσαν το μισό εκατομμύριο. Οι φοιτητές με τη διπλή ζωή Μεσοβδόμαδα διάβαζαν και τα σαββατοκύριακα έμεναν σε πολυτελείς σουίτες και μετακινούνταν με τεράστιες λιμουζίνες, που πρόσφεραν τα καζίνο σε όλους τους παίχτες που πόνταραν πολλές χιλιάδες δολάρια. Πολλά μέλη της ομάδα εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο αυτά τα «δώρα», που κυμαίνονταν από ολόχρυσα ρόλεξ μέχρι και τη διοργάνωση ενός γάμου στην ταράτσα ενός από τα δημοφιλέστερα ξενοδοχεία.
Κάποια στιγμή όμως, η καλή τους τύχη στέρεψε. Μετά από ένα χρόνο και σχεδόν ένα εκατομμύριο σε καθαρά κέρδη, η ασφάλεια των καζίνο άρχισε να τους παρατηρεί πιο προσεκτικά. Μετά από μήνες έρευνας, αντιλήφθηκαν ότι οι διευθύνσεις που είχαν δώσει οι περισσότεροι αντιστοιχούσαν στην περιοχή γύρω από το MIT και το Χάρβαρντ.
Οι υπεύθυνοι ασφαλείας βρήκαν τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των παιχτών μέσω των πανεπιστημίων και έφτιαξαν το βιβλίο των «απαγορευμένων». Πολλοί παίχτες μεταμφιέζονταν, ένας ντύθηκε ακόμα και γυναίκα, αλλά τους εντόπιζαν αμέσως και κρατούσαν τα κέρδη τους, τα οποία είχαν μειωθεί αισθητά, καθώς το άγχος τους χαλούσε τη συγκέντρωση.
Παράλληλα, πολλά μέλη διαμαρτύρονταν για το χαμηλό ποσοστό των κερδών που έφτανε σε αυτά και παραιτούνταν, ενώ όσοι έμεναν, δεν είχαν κανένα κίνητρο να προσπαθήσουν περισσότερο. Τελικά ο συνεταιρισμός που είχε ξεκινήσει με τέτοιες καλές προοπτικές, έφτασε στα όρια της πτώχευσης και διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1993.
Από τον συνεταιρισμό προέκυψαν δύο μικρότερες ομάδες, τις οποίες κατηύθυναν παλιά μέλη, τα οποία φρόντισαν το μοίρασμα των κερδών να είναι πιο δίκαιο.
Οι μικρότερες αυτές ομάδες σημείωσαν λαμπρή πορεία μέχρι και το 2000, με κέρδη που ξεπερνούσαν τα 4 εκατομμύρια δολάρια. Διαλύθηκαν όχι από εσωτερικές διαμάχες, αλλά όταν οι παίχτες αποφάσισαν να επενδύσουν τα χρήματα και τον χρόνο τους άλλες ασχολίες.
Οι ιστορίες των φοιτητών του MIT που «κέρδισαν» τα καζίνο του Λας Βέγκας έχουν εμπνεύσει πλήθος βιβλίων και ταινιών, από απλούς οδηγούς μέχρι και λογοτεχνικά έργα. Το διασημότερο είναι το βιβλίο του Ben Mezrich, «Bringing Down the House», που όμως περιέχει πολλές ανακρίβειες και φανταστικές ιστορίες. Το 2008 προβλήθηκε η ταινία «21», στην οποία πρωταγωνίστησε ο Κέβιν Σπέισι και ο Τζιμ Στέρτζες.
Ο πιο επιτυχημένος απ’ όλους τους φοιτητές του ΜΙΤ στο BlackJack ήταν ο Μάικ Απόντε. Μετά τη διάλυση της «MIT Blackjack Team», η δική του ομάδα σάρωσε στα τραπέζια του Λας Βέγκας. Το 2004 αναδείχθηκε πρωταθλητής στο World Series of Blackjack, ενώ αργότερα πέρασε στην αντίπερα όχθη και εργάζεται ως… σύμβουλος σε καζίνο.
Δεν ξεχνάει ωστόσο τις καταβολές του, παράλληλα διδάσκει και ιδιώτες πώς να παίζουν Blackjack! «Καταφέραμε κάτι που λίγοι έχουν μπορέσει. Όλοι γνωρίζουν το χρυσό κανόνα, ότι δε μπορείς να νικήσεις την μπάνκα μακροπρόθεσμα. Όμως εμείς κάναμε ακριβώς αυτό…».