Εθνική Λυρική Σκηνή κορωνοϊός: Οι εργαζόμενοι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής επιστρέφουν στην εργασία τους στις 25 Μαΐου, καθώς ένας εργαζόμενος της ΕΛΣ βρέθηκε στις 13 Μαΐου θετικός στον κορωνοϊό μετά τη διενέργεια σχετικού τεστ.Παράλληλα, όσοι εργαζόμενοι ήρθαν σε επαφή με το επιβεβαιωμένο κρούσμα ειδοποιήθηκαν από την Πολιτική Προστασία και θα παραμείνουν σε καραντίνα για 14 ημέρες, ενημερώνει σε ανακοίνωσή της η ΕΛΣ.
Κλειστές μέχρι τις 25 Μαΐου θα παραμείνουν και οι εγκατάστασεις της ΕΛΣ, η οποία ακολουθώντας τις οδηγίες του ΕΟΔΥ και της Πολιτικής Προστασίας, προχώρησε σε απολύμανση των εγκαταστάσεών της, σε συνεργασία με την ΚΠΙΣΝ ΑΕ. «Η Εθνική Λυρική Σκηνή παραμένει σε ανοιχτή επικοινωνία με τις Αρχές προκειμένου να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εξέλιξη προκύψει» καταλήγει η σχετική ανακοίνωση.
Λίγα λόγια για την Εθνική Λυρική Σκηνή
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (συντομογραφία ΕΛΣ) είναι πολιτισμικός φορέας με αντικείμενο το λυρικό θέατρο, που εδρεύει στην Αθήνα από το 1940. Από το 1994 και υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού τελεί σε καθεστώς Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, ενώ από το 2017 στεγάζεται μόνιμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ). Η ΕΛΣ παρουσιάζει σε ετήσια βάση έργα όπερας, μπαλέτου και μουσικού θεάτρου, αλλά και οπερέτες, συναυλίες συμφωνικού περιεχομένου καθώς και ειδικές εκπαιδευτικές παραστάσεις για παιδιά και μαθητές.
Η Λυρική Σκηνή ιδρύθηκε το 1940, αρχικά ως παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας παραστάσεις στο κτήριο Τσίλερ της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 5 Μαρτίου 1940 με την οπερέτα του Γιόχαν Στράους Η Νυχτερίδα. Η πρεμιέρα έγινε με τη Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι στις 25 Οκτωβρίου του 1940 (δύο μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς), παρουσία πολλών πρεσβευτών, αλλά και του γιου του Πουτσίνι, Αντόνιο. Στις 20 Ιουνίου του 1940 η Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας υπογράφει το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο με την ΕΛΣ.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι παραστάσεις μεταφέρθηκαν στο νεόδμητο τότε κινηματοθέατρο Παλλάς, διότι διέθετε καταφύγιο σε περίπτωση αεροπορικού συναγερμού. Το καλοκαίρι τα έργα ανέβαιναν στο θέατρο Παρκ (οδός Μαυροματαίων), καθώς επίσης και σε θερινή σκηνή που βρισκόταν στον κήπο της σημερινής πλατείας Κλαυθμώνος. Στις 9 Μαΐου του 1944 ο οργανισμός λαμβάνει τον χαρακτηρισμό Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και καθιερώνεται το επίσημο όνομά του ως Εθνική Λυρική Σκηνή. Οι παραστάσεις δίνονται πια στο πρώτο Θέατρο Ολύμπια, εκεί που μεταγενέστερα θα ανεγερθεί το σημερινό θέατρο, με εναρκτήριο έργο την όπερα Ρέα του Σπυρίδωνος Σαμάρα. Από το 1946 το ξεχωριστό τμήμα οπερέτας παρουσιάζει το θερινό του πρόγραμμα στο Θέατρο Μετροπόλιταν και το χειμερινό στο Θέατρο Κυβέλη.
Το 1958 εγκαινιάζεται το νεότερο Θέατρο Ολύμπια, σηματοδοτώντας μια άνθιση του οργανισμού, που περιλαμβάνει είκοσι παραγωγές τον χρόνο, πρώτες παρουσιάσεις (πρεμιέρες), καθώς και παραστάσεις στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και το Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Πρώτη παράσταση στο νέο αυτό κτίριο είναι η Αΐντα του Βέρντι. Η παρουσία της Μαρίας Κάλλας υπήρξε καθοριστική για το καλλιτεχνικό ανάστημα του οργανισμού, που ωστόσο μπαίνει σε τροχιά ύφεσης με την άνοδο της Χούντας το 1967.
Με τη μεταπολίτευση ο οργανισμός περιέρχεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ καταργείται το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», μέχρι πρότινος απαραίτητο για την πρόσληψη προσωπικού και καλλιτεχνών. Σταδιακά, ο φορέας πολιτισμού διαγράφει ανοδική πορεία, με εμπλουτισμό του ρεπερτορίου του, συνεργασίες με αλλοδαπά λυρικά θέατρα, αλλά και τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου της εποχής.
Το 1994 η ΕΛΣ γίνεται Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και συνεχίζει, παρά τις αντιξοότητες, να προσφέρει πολιτισμό στο φιλοθεάμων κοινό της Αθήνας και των επισκεπτών της. Από το 2017 η ΕΛΣ μεταφέρεται στις εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Στάυρου Νιάρχου (ΚΠΙΣΝ). Το πολλά υποσχόμενο Κέντρο Πολιτισμού στην ακτογραμμή του Φαληρικού όρμου φιλοδοξεί να καλύψει τις απαραίτητες κτιριακές υποδομές όχι μόνο της ΕΛΣ, αλλά και άλλων φορέων πολιτισμού, προσφέροντας ταυτόχρονα μία όαση πρασίνου με την υπογραφή του παγκοσμίως γνωστού αρχιτέκτονα Ρέντσο Πιάνο.