Ελλάδα

Αυτή είναι η ιστορία των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών

Η Υπηρεσία αυτή φέρεται να ιδρύθηκε το σαν σήμερα το 1953 με την ονομασία Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδος (ΚΥΠΕ), πιθανώς κατά το πρότυπο της CIA. Λίγο αργότερα ο τίτλος περιορίστηκε στο ΚΥΠ.

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης ΚΥΠ παλαιότερα ή ΕΥΠ  το μυαλό ασυναίσθητα προκαλεί διάφορους συνειρμούς. Ίσως σκοτεινούς, αφού αν κάποιος έχει παρακολουθήσει ταινίες δράσης και μυστηρίου στις οποίες πρωταγωνιστούν μυστικοί πράκτορες θα καταλάβει ότι η δουλειά αυτή είναι αρκετά σκοτεινή και θα παραμείνει έτσι. Άλλωστε δουλειά της κάθε μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών είναι να συγκεντρώνει πληροφορίες για το καλό της χώρας της.

Επίσης, ακούγοντας κανείς για μυστικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες πληροφοριών σίγουρα σκέφτεται και τον Τζέιμς Μποντ. Τον πλέον διάσημο Βρετανό μυστικό πράκτορα τον ρόλο του οποίου εκατομμύρια έχουν ζηλέψει. Ναι μόνο στην πραγματικότητα οι “Τζέιμς Μποντ” και ειδικά στην Ελλάδα, ούτε πανάκριβα σπορ αυτοκίνητα έχουν, ούτε υπερόπλα διαθέτουν και αποκλείεται να έχουν στο πλευρό τους πανέμορφα μοντέλα που να τα αλλάζουν σαν τα πουκάμισα.

Η ιστορία των Ελληνικών Μυστικών Υπηρεσιών αρχίζει από το έτος 1924 και τούτο επειδή, προγενέστερα, ο τομέας της συλλογής πληροφοριών εντασσόταν στο πλαίσιο λειτουργίας των αρμόδιων Γραφείων του Στρατού.

Έκτοτε πέρασε από διάφορα στάδια, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τους βασικούς κατευθυντήριους άξονες, τόσο της εσωτερικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όσο και με τις διεθνείς εξελίξεις που έλαβαν χώρα και επηρέασαν την πορεία της από τη σύστασή της έως σήμερα.

Έχοντας αυτό υπόψη, αλλά και γενικότερα τη σημασία που έχει αποδοθεί, από την αρχαιότητα ακόμη, στη “μυστική δράση” ως μέσο διασφάλισης και προώθησης των συμφερόντων κάθε κράτους, στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρηθεί, στο μέτρο που τα στοιχεία επιτρέπουν, η παρουσίαση της ιστορίας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, με έμφαση στην περίοδο από το 1974 έως τις μέρες μας.

Ειδικότερα, η εξέταση της ιστορίας της Ε.Υ.Π., ξεκινά σαν σήμερα στις 7 Μαϊου του 1953 όταν ιδρύεται με την ονομασία η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδος (ΚΥΠΕ),  κατά το πρότυπο της CIA. Λίγο αργότερα ο τίτλος περιορίστηκε στο ΚΥΠ. Πρώτος διοικητής της τότε ΚΥΠΕ ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Αντιστράτηγος) Αλέξανδρος Νάτσινας.

Καθ’όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, η ελληνική ΚΥΠ ήταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της αμερικανικής CIA: τόσο μεγάλος ήταν ο βαθμός υποτέλειας, ώστε οι μισθοί των πρακτόρων πληρώνονταν απευθείας από τους Αμερικανούς, χωρίς καμία ανάμειξη του ελληνικού κράτους, έως ότου αυτή την πρακτική σταμάτησε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964.

Οι ηγέτες της Χούντας των Συνταγματαρχών αναδείχθηκαν μέσω της ΚΥΠ. Ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Γεώργιος Παπαδόπουλος υπηρέτησε εκεί για πέντε χρόνια (1959-1964), αναμείχθηκε στην προετοιμασία του σχεδίου ΠΕΡΙΚΛΗΣ και διατέλεσε προσωπικός γραμματέας του Νάτσινα, επικεφαλής του Β’ Κλάδου, που είχε να κάνει με την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και σύνδεσμος ΚΥΠ-CIA.

Ο επίσης Συνταγματάρχης Πυροβολικού Νικόλαος Μακαρέζος διορίστηκε το 1966 επί κυβερνήσεων των αποστατών, επικεφαλής του επίλεκτου Α’ Κλάδου της ΚΥΠ, που ήταν υπεύθυνος για τους Έλληνες κατασκόπους σε ξένες χώρες. Επί Χούντας Παπαδόπουλου, την ΚΥΠ διοίκησαν διαδοχικά ο Ταξίαρχος Πυροβολικού Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, γόνος αρχοντικής στρατιωτικής οικογένειας, της οποίας γενάρχης ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, και ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού (αργότερα Υποστράτηγος) Μιχάλης Ρουφογάλης.Ο Ρουφογάλης ήταν γνωστός περισσότερο για την κοσμική ζωή του και την αδυναμία του στο ωραίο φύλο και λιγότερο για τις κατασκοπευτικές του ικανότητες.

Έτσι, το βάρος της καταστολής του αντιδικτατορικού κινήματος ανέλαβε η ΕΣΑ του Δημήτρη Ιωαννίδη, και όχι τόσο η ΚΥΠ. Μάλιστα, υπήρχε μεγάλη αντιζηλία μεταξύ της ΚΥΠ και της ΕΣΑ, γι`αυτό ο Ιωαννίδης αντικατέστησε το Ρουφογάλη το 1973 με τον Λάμπρο Σταθόπουλο.] Όλα αυτά τα χρόνια, στην ιεραρχία της ΚΥΠ δέσποζαν οι αξιωματικοί του Πυροβολικού. Οι λόγοι ήταν κυρίως δύο: ο ιδρυτής Νάτσινας προερχόταν από αυτό, ενώ σε γενικές γραμμές οι αξιωματικοί του Πυροβολικού είχαν την καλύτερη εκπαίδευση στον Στρατό.

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Υπηρεσίας είναι το 1981 και η νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αποφασισμένος να ελέγξει απόλυτα τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας. Στην ηγεσία της ΚΥΠ τοποθετείται ο απόστρατος Αντιστράτηγος Πεζικού Γεώργιος Πολίτης, στενός φίλος του Στρατηγού και Υπουργού του ΠΑΣΟΚ Αντώνη Δροσογιάννη.

Υπαρχηγός αναλαμβάνει ο Ταξίαρχος Βασίλης Τσαγκρής, που στη διάρκεια της Χούντας είχε δραπετεύσει στην Ιταλία και είχε αναλάβει το παραστρατιωτικό τμήμα του ΠΑΚ. Με Νόμο του 1986 η Κ.Υ.Π. μετονομάζεται σε Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, σημειολογική μεταβολή, η οποία ωστόσο χαρακτηρίζει τη νέα αντίληψη περί της εθνικής, πράγματι, αποστολής της, ενώ δεν αλλάζει η απευθείας υπαγωγή της στον Πρωθυπουργό της χώρας. Και έχουμε  τα εξής:

  • Καθορίζεται το νέο πλαίσιο λειτουργίας και συγκρότησής της.
  • Χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής δημόσια πολιτική υπηρεσία και τίθενται τα θεμέλια πολιτικοποίησής της, ως προς τον οργανωτικό και διοικητικό τομέα (έως τότε λειτουργούσε υπό στρατιωτική ηγεσία και οργάνωση), όπως και η πλειονότητα των ομόλογων Υπηρεσιών της Ευρώπης.
  • Θεσπίζεται ο θεσμός του “Ειδικού Πολιτικού Επιστημονικού Προσωπικού”.
  • Μειώνεται το ένστολο προσωπικό.
  • Συγκροτείται “Συμβούλιο Πληροφοριών”, στο οποίο μετέχουν και παράγοντες εκτός Ε.Υ.Π., ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδεται στο ρόλο της Υπηρεσίας επί θεμάτων πληροφοριών.
  • Συνιστάται θέση Διοικητού, ως προϊσταμένου της Υπηρεσίας και του προσωπικού της, καθώς επίσης και θέσεις Α’ και Β’ Υποδιοικητή με αρμοδιότητες επιχειρησιακές και διοικητικές αντίστοιχα, στις οποίες για πρώτη φορά καθίσταται δυνατό να διορισθούν και μη ένστολοι πολίτες.

Πολιτικοποίηση, ωστόσο, μιας Υπηρεσίας δεν νοείται όταν αυτή υλοποιείται μόνο στα ανώτερα διοικητικά όργανα, αλλά όταν εφαρμόζεται και στα κατώτερα, είτε πρόκειται για επιχειρησιακά είτε για διοικητικά. Υπό αυτό το πρίσμα συντελούνται μεταβολές, οι οποίες οδηγούν στην επιλογή για τις θέσεις Διευθυντών, Υποδιευθυντών και Τμηματαρχών, ατόμων από το εν ενεργεία πολιτικό προσωπικό.

Παράλληλα, συνεχίζεται η ενίσχυση της Υπηρεσίας, μέσω νέων προσλήψεων, με προσωπικό Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής εκπαίδευσης, ικανό να προσφέρει τις γνώσεις του και να εφαρμόσει έμπρακτα τις ικανότητές του, όσον αφορά στις προκλήσεις των καιρών και των νέων δεδομένων που αναφύονται διεθνώς.

Επιπρόσθετα, η Ε.Υ.Π., απαγκιστρωμένη από το προηγούμενο στενό στρατιωτικό πλαίσιο συνεργασιών με άλλες ομόλογες Υπηρεσίες, εγκαινιάζει νέα τακτική, κατόπιν έγκρισης, βεβαίως, του τότε Πρωθυπουργού στον οποίο, όπως αναφέρθηκε, υπαγόταν, και αναπτύσσει συνεργασίες με αντίστοιχες Υπηρεσίες του εξωτερικού, στα πλαίσια της αλληλοενημέρωσης και της πρόληψης επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.

Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στον τομέα αυτό μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και των αντίστοιχων στις όμορες χώρες, καθώς νέοι κίνδυνοι κάνουν την εμφάνισή τους και συνδέονται άμεσα τόσο με την περιφερειακή ασφάλεια, καθώς σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες αναγεννιούνται επιδιώξεις που εδράζονται σε αγκυλώσεις του παρελθόντος και προκαλούν ανησυχία, όσο και με τη διεθνή ασφάλεια, αφού τα πρώτα σημάδια αναζωπύρωσης του “θρησκευτικού φανατισμού” είναι πλέον ορατά.

Στο πλαίσιο, επίσης, των διεθνών συγκυριών σε θέματα ενέργειας, η Ε.Υ.Π. προσέφερε τις υπηρεσίες της επί τη βάσει των απαιτήσεων των καιρών και των αρμοδιοτήτων της, προς αντιμετώπιση κινδύνων που άπτονταν των δικαιωμάτων της χώρας στον εν λόγω τομέα.

Κατά το έτος 1992, με απόφαση της τότε Κυβέρνησης, η εποπτεία της Ε.Υ.Π. εκχωρείται από τον Πρωθυπουργό στον Υπουργό Προεδρίας και παράλληλα εκδίδεται νέο Προεδρικό Διάταγμα, μέσω του οποίου συντάχθηκε ο νέος Οργανισμός λειτουργίας της Υπηρεσίας, επί τη βάσει του οποίου λειτουργεί αυτή ως τις μέρες μας.

Η Ε.Υ.Π. σήμερα, μετά την πλήρη πολιτικοποίηση της Ιεραρχίας, απόρροια της ανάληψης των θέσεων του Α’ και Β’ Υποδιοικητή από στελέχη προερχόμενα από το δυναμικό της, έχει θέσει ως προτεραιότητες:

  • Να βελτιώσει ακόμη περισσότερο την απόδοσή της και με συστηματική εργασία να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο της.
  • Να ενδυναμώσει την ήδη υφιστάμενη συνεργασία της με άλλους φορείς, τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την ικανότητά της, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις σύγχρονες νομικές, πολιτικές, στρατηγικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που καλύπτουν όλα τα ζητήματα που πιθανώς συνιστούν απειλές ή προσβολές της εθνικής μας ασφάλειας.
  • Να συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό της τόσο σε νομικό επίπεδο όσο και σε υποδομές και έμψυχο δυναμικό.
  • Να ανοιχτεί, τέλος, όσο τούτο είναι εφικτό, στον πολίτη, ώστε να γίνει ακόμη περισσότερο αντιληπτή η αποστολή, το έργο και η συμβολή της στην ασφάλεια της χώρας, κύριος αποδέκτης της οποίας, εν τέλει, είναι η ελληνική κοινωνία.

Έτος ορόσημο για την Ε.Υ.Π. είναι το 1997  όταν τον Σεπτέμβριο  η χώρα αναλαμβάνει τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Οι αρμοδιότητες που της ανατίθενται αποτελούν πρόκληση για την ίδια και ειδικότερα για το προσωπικό της, εξαιτίας του μεγέθους του εγχειρήματος.

Καθίσταται βασικός πυλώνας και εκτιμητής των οιωνδήποτε απειλών, που είναι δυνατό να επηρεάσουν τόσο το περιβάλλον ασφάλειας προ και κατά τη διεξαγωγή των Αγώνων, όσο και την ασφάλεια των αθλητικών αποστολών που συμμετέχουν, των επισκεπτών, αλλά και των Ελλήνων πολιτών. Με άλλα λόγια καθίσταται η κινητήρια δύναμη ως προς τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος ασφάλειας της χώρας, μέσω της πρόληψης βεβαίως, από ενδεχόμενες απειλές από το εξωτερικό.

Στο πλαίσιο αυτό, και μετά από μια μικρή περίοδο εσωστρέφειας η οποία προκλήθηκε εξαιτίας της υπόθεσης Οτσαλάν το 1999 και αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς από την νέα της ηγεσία, η Ε.Υ.Π. άρχισε την προετοιμασία για την επίτευξη του μεγάλου στόχου. Προς τούτο κινήθηκε, καταρχάς, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του στελεχικού της δυναμικού με τη διοργάνωση δύο ανοικτών διαγωνισμών και της τεχνολογικής της υποδομής, η οποία αφορούσε στην καλύτερη εξυπηρέτηση του έργου των υπαλλήλων της, με στόχο τη βελτιστοποίηση της απόδοσής τους, καθώς και της Υπηρεσίας εν γένει.

Παράλληλα, υλοποιώντας το πάγιο μέλημα για διαρκή επιμόρφωση και εκπαίδευση του προσωπικού, διοργανώθηκαν κύκλοι εξειδικευμένων εκπαιδεύσεων σε διάφορους τομείς, τόσο εντός όσο και εκτός της Υπηρεσίας, αναγκαιότητα που συντελεί στην περαιτέρω “θωράκιση” του στελεχικού της δυναμικού.

Στην πορεία της χώρας μας προς την επίτευξη του μεγάλης σημασίας στόχου – της επιτυχούς, δηλαδή, διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων και του καλύτερου συντονισμού των εμπλεκόμενων φορέων, η εποπτεία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών εκχωρείται στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.

Σταδιακά και όσο ο χρόνος πλησίαζε προς το μεγάλο γεγονός, η Υπηρεσία συγκέντρωνε την προσοχή των ομόλογων Υπηρεσιών του εξωτερικού, ενώ, παράλληλα, βελτιωνόταν το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των συναρμόδιων φορέων του εσωτερικού. Αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον των ομόλογων Υπηρεσιών, οι οποίες συνεισέφεραν και αυτές στην ασφαλή διοργάνωση των αγώνων, εντάθηκε ακόμη περισσότερο μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και η Ε.Υ.Π. κατέστη κύριος φορέας επικοινωνίας και συνεργασίας στην ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια ασφάλισης και θωράκισης της χώρας από κινδύνους που σήμερα αποκαλούνται “ασύμμετρες απειλές”.

Η συμβολή της Ε.Υ.Π. σε συγκεκριμένους τομείς, μέσω της αναζήτησης και της παροχής πληροφοριών, στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης “17η Νοέμβρη”, η συμμετοχή της σε ασκήσεις ετοιμότητας που διοργανώθηκαν από τη Διεύθυνση Ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων και η οργάνωση του Κέντρου Πληροφοριών Ολυμπιακών Αγώνων, όπου παράγονταν σε καθημερινή βάση αναλύσεις και εκτιμήσεις για το ασφαλές του ελλαδικού χώρου από έξωθεν κινδύνους, με παράλληλη ενημέρωση των εκπροσώπων των ομόλογων Υπηρεσιών, αποτελούν στοιχεία που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του έργου και της συνδρομής της κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά και το γενικότερο προσανατολισμό της Υπηρεσίας ως Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο