Ας ξεκινήσουμε με το ότι όλοι, οι νουνεχείς και όχι ψυχοπαθείς, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, συμφωνούμε ότι οι άνθρωποι στη Μαρφίν χάθηκαν άδικα και ότι αν λειτουργούσε σωστά η Αστυνομία του Μιχάλη Χρυσοχοίδη που ήταν τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, οι δράστες που πέταξαν τις μολότοφ θα είχαν συλληφθεί και θα είχαν τιμωρηθεί.
Ωστόσο τιμητική πλακέτα αναρτάται για να αποδώσει μία ιδιαίτερη τιμή σε μέλη της κοινότητας για κάποια εξέχουσα πράξη τους ή για μία θυσία προς όφελος της κοινότητας. Τιμητικές πλακέτες υπάρχουν σε διάφορα σημεία των πόλεων με τα ονόματα των πεσόντων στα διάφορα μέτωπα ή με τους νεκρούς της ναζιστικής κατοχής ή της αντίστασης κλπ. Οι -επαναλαμβάνω με έμφαση για να μην υπάρξει παρεξήγηση- πράγματι αδικοχαμένοι της Μαρφίν τι ηρωικό έπραξαν για να τους αποδοθεί η τιμή με την ανάρτηση της πλακέτας με τα ονόματά τους;
Το ερώτημα έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται η Πολιτεία την Δικαιοσύνη σε σχέση με την απόδοση τιμών;
Αν δεν απαντηθεί αυτό τότε η Πολιτεία διαπράττει μία αδικία σε βάρος της μνήμης των άλλων που φερ΄ειπείν θυσιάστηκαν στο μέτωπο της Αλβανίας ή στην Κατοχή…Το να είναι κανείς αδικοχαμένος όπως τόσοι και τόσοι από διάφορες καταστάσεις δεν σημαίνει ότι η Πολιτεία τους αναρτά πλακέτα. Για να παρεμβάλλω μία προσωπική μαρτυρία έτυχε να είμαι παρόν στο τραγικό γεγονός (μαζί με τον συνάδελφο Βασίλη Κουφόπουλο ο οποίος μάλιστα προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα απέξω με κίνδυνο να καεί ο ίδιος αλλά δεν τα κατάφερε).
Υπήρχαν άνθρωποι που έμειναν μέσα στο κτήριο της Τράπεζας την ώρα της διαδήλωσης. Όταν ξέσπασε η φωτιά από τις μολότοφ κάποιοι τα κατάφεραν και πήδηξαν από το μπαλκόνι, οι τρεις μεταξύ των οποίων και η έγκυος έμειναν μέσα. Δεν πήδηξαν και δεν μπόρεσαν να βγουν από την πόρτα γιατί οι υπεύθυνοι τους είχαν κλειδώσει και γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου. Εάν αυτά υπήρχαν οι άνθρωποι δεν θα καίγονταν. Αυτά άλλωστε καταγράφηκαν και στο πόρισμα που είχε βγει εκείνη την εποχή και καταλόγισε ευθύνες στους διευθυντές του υποκαταστήματος της Μαρφίν.
Μία συμβολική ενέργεια όπως η ανάρτηση της τιμητικής πλακέτας έχει πάντα πολιτική στόχευση.
Και η στόχευση είναι να ενοχοποιηθεί αναδρομικά το αντιμνημονιακό, λαϊκό κίνημα κι ας δικαιώθηκε σε όλες τις εκτιμήσεις του εκτός από το ότι δεν κατάφερε να νικήσει την συσπειρωμένη γερμανική Ευρώπη. Δεν είναι δίχως σημασία ότι εκείνοι που κινούν την συμβολική ενέργεια της τιμητικής πλακέτα και εκμεταλλεύονται τα θύματα, είναι όσοι και τότε και τώρα θεωρούσαν και θεωρούν “ευλογία το μνημόνιο” και όταν ο ελληνικός λαός -συσπειρωμένος από συγκυρία γύρω από ένα μέχρι πριν από λίγα χρόνια μειοψηφικό κόμμα- έδινε μάχη με το Βερολίνο εκείνοι φώναζαν “Βάστα Σόιμπλε”, και περίμεναν να πέσει η εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση.
Άρα δεν σκοπεύει η ανάρτηση της πλακέτας στη υπέρβαση ενός διχασμού -που πλέον δεν υπάρχει- αλλά στην αναζωπύρωσή του από την αντίθετη, με την επικράτηση εκείνων που συμφωνούσαν με τον κ. Σόιμπλε. Παρόμοιο στόχο έχει και η αναψηλάφηση της υπόθεσης που ανακοίνωσε ο και τότε και τώρα υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Μιχάλης Χρυσοχοίδης. Από το Μάιο του 2010 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014 που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ήταν διαδοχικά στην κυβέρνηση, υπήρχε επαρκής χρόνος για να γίνουν οι συλλήψεις. Αλλά δεν έγιναν. Προφανώς γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία. Δεν μπορούμε να δεχθούμε επ ουδενί ότι υπήρχαν στοιχεία και τα έθαψε ο κ. Χρυσοχοίδης. Τώρα τι περισσότερο ή καινούργιο θα βρει ο υπουργός; Τίποτε, απλώς σπεκουλάρει πολιτικά στην υπόθεση;