Ήταν Μάϊος του 2001 και ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος είχε επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να περιορίσει τις αντιδράσεις όλων εκείνωνπου ήταν αντίθετοι με την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ στην Αθήνα. Θα ήταν η πρώτη επίσκεψη μετά το Σχίσμα του 1054.
Άλλωστε από τις πρώτες ημέρες στον παπικό θρόνο ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ προσπάθησε να χτίσει γέφυρες φιλίας και Αλληλοκατανόησης μεταξύ λαών και ανθρώπων. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η επίσκεψή του στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2001, η πρώτη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα μετά το Σχίσμα. Ήταν ένα παπικό ταξίδι στα βήματα του Αποστόλου Παύλου όπως έλεγε τότε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με προσωπικές επαφές και παρεμβάσεις όπως ανέφερε η εφημερίδα Τα Νέα εκείνη την εποχή επιχειρούσε να “αποκλείσει” από τα Μέσα Ενημέρωσης όσους διατηρούσαν επιφυλάξεις για την επίσκεψη του Πάπα, προκειμένου να μην «εκτεθεί η χώρα διεθνώς και να μην αδικηθεί η Ελλαδική Εκκλησία». Μάλιστα, σε συναντήσεις που είχε με δημοσιογράφους, φέρεται να ζήτησε να μη μεταδοθούν εικόνες από τυχόν αντιδράσεις και διαμαρτυρίες φανατικών. Αλλά και ο Ιταλικός Τύπος της εποχής ασχολιόταν εκτενώς με την επίσκεψη που θα γινόταν ημέρα Παρασκευή 4 Μαϊου του 2001 από τον Πάπα. H Corriere della Sera δημοσίευσε άρθρο του γνωστού καθολικού συγγραφέα Βιτόριο Μεσόρι με τίτλο «Αγιος Παύλος, αυτό το κενό στο δρόμο για τη Δαμασκό».
Το άρθρο αναφερόταν στο ταξίδι του Πάπα στη Συρία, τη Μάλτα και την Ελλάδα, για την οποία έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής: «Στην Αθήνα εμφανίστηκαν συνθήματα που εκφράζουν το μίσος απέναντι σε αυτόν τον ντυμένο στα άσπρα αντίχριστο. Ο Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος δήλωσε ανοιχτά ότι αναγκάστηκε να δεχτεί την επίσκεψη. Η πρόσκληση δεν έγινε από τον ίδιο, αλλά από τους ηγέτες του κράτους, με το οποίο η Εκκλησία συνδέεται με δεσμούς αμοιβαίας υποτέλειας. Οι 50.000 καθολικοί (0,5% του πληθυσμού) δεν έχουν πλήρη δικαιώματα, τα οποία απολαμβάνουν οι ορθόδοξοι που είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν τη θρησκεία τους στις ταυτότητες. Δεν είναι νόμιμο να είναι κανείς αληθινός Έλληνας εάν δεν είναι σαφές μέλος της εθνικής εκκλησίας συμμεριζόμενο την αποστροφή για τη Ρώμη».
Στην εφημερίδα Il Messaggero, ο υπεύθυνος για τα θέματα Βατικανού της εφημερίδας, Οράτσιο Πετροζίλο, σε άρθρο του με τίτλο «Ο Βοϊτίλα την Παρασκευή μεταξύ των Ορθοδόξων. Εχθρότητα από την Ελλάδα, αναμονή στη Συρία», επεσήμανε ότι σε αντίθεση με τη Δαμασκό, όπου οι δύο Ορθόδοξοι Πατριάρχες προσκάλεσαν τον Πάπα να επισκεφθεί τους καθεδρικούς τους ναούς, στην Ελλάδα «για τους φανατικούς ορθοδόξους, τους μοναχούς και τους παπάδες ο Πάπας είναι αιρετικός και αντίχριστος».
Η εφημερίδα Αvenire των Ιταλών καθολικών δημοσίευσε στο φύλλο της Τρίτης πριν την επίσκεψη, αφιέρωμα στην επίσκεψη του Πάπα με τίτλο «Αθήνα: ένα βήμα πέρα από το Βυζάντιο». Σε αυτό δημοσιευόταν δήλωση του διευθυντή του Γραφείου Τύπου της Αρχιεπισκοπής, Χάρη Κονιδιάρη, σύμφωνα με την οποία «η επίσκεψη του Πάπα ανοίγει μια νέα φάση στον οικουμενικό διάλογο μεταξύ των εκκλησιών». Οι Ορθόδοξοι, μάλιστα, ανέφερε το δημοσίευμα, πάντοτε προτιμούσαν «το οθωμανικό τουρμπάνι από την παπική τιάρα» και κατηγορούσαν τις δυτικές δυνάμεις και κυρίως τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την πτώση του Βυζαντίου.
Εκείνες τις ημέρες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν πάρα πολύ αγχωμένος για την επίσκεψη. Είχαν προηγηθεί ζυμώσεις που διήρκησαν πάρα πολλά χρόνια. Ο Πάπας σε κάθε ευκαιρία έλεγε ότι επιθυμούσε να έρθει στην Ελλάδα και να βαδίσει στα βήματα του Αποστόλου Παύλου ως προσκυνητής. Αλλά αυτή η επιθυμία του έβρισκε τοίχο που ύψωναν οι αλγεινές εντυπώσεις που είχαν προκαλέσει οι Σταυροφορίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και τα δογματικά προσκόμματα εκατοτάδων ετών.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έπρεπε να μετριάσει τις αντιδράσεις. Άλλωστε και ο ίδιος ήθελε αυτή την επίσκεψη. Εκκλησιαστικές οργανώσεις που τον στήριζαν συμμετείχαν τώρα απέναντι σε αυτή την ιστορική συνάντηση. Εκείνες τις ημέρες είχαν πραγματοποιήσει μέχρι και πορεία προς το Σύνταγμα μοναχοί από το Άγιο Όρος, καθώς και Παλαιοημερολογήτες.
Σχεδόν 170 ηγούμενοι Μοναστηριών είχαν στείλει επιστολή στον Αρχχιεπίσκοπο λέγοντας ότι ο Πάπας ήταν ανεπιθύμητος. Ενώ οι διαβουλεύσεις του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου με την Επιτροπή Διορθόδοξων και Διαχριστιανικών Θεμάτων της Ιεράς Συνόδου ήταν αλλεπάλληλες. Και όλα αυτά αρκετό καιρό πριν από την επίσκεψη της 4ης Μαϊου 2001. Οι αντιδράσεις που προκαλούσε η παρουσία του Ποντίφικα ήταν τεράστιες.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε επαφή και με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο ο οποίος προσκάλεσε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ να ερθει στην Αθήνα ως αρχηγός του κράτους του Βατικανό. Με την πρόσκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πήρε μεγάλη ανάσα και προετοίμαζε την επίσκεψη. Μάλιστα στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος τόνιζε ότι ο Πάπας έρχεται μετά από πρόσκληση της Ελληνικής Πολιτείας και μόνο ως προσκυνητής. Βέβαια η επίσκεψη ήταν τυπικά πολιτική γιατί ουσιαστικά ήταν αμιγώς εκκλησιαστικήκαι δεν μπορούσε κανείς να αμφιβάλει σε αυτό.
Και φθάνουμε σαν σήμερα στις 4 Μαϊου του 2001 όπου οι εικόνες του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ να κάθονται στο λόφο της Πύκνας σε δυο θρόνους να κάνουν τον γύρο του κόσμου. Είχε προηγηθεί η παπική συγνώμη για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, στέλνοντας ταυτόχρονα μήνυμα συνεργασίας μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.
«Η κρίση ανήκει στο Θεό και εμπιστευόμαστε το βαρύ φορτίο του παρελθόντος στην άπειρη ευσπλαχνία Του ικετεύοντάς Τον να θεραπεύσει τα τραύματα που κάνουν ακόμη να υποφέρει η καρδιά του Ελληνικού λαού», είχε πει ο Πάπας Ιωάννης Παύλος.
Ειδικότερα, αναφερόμενος στη Σταυροφορία του 1204, είπε χαρακτηριστικά πώς το γεγονός ότι συμμετείχαν Λατίνοι προκαλεί βαθιά θλίψη στους Καθολικούς. Για το Σχίσμα των Εκκλησιών τόνισε: «Η διαίρεση των Χριστιανών είναι αμάρτημα στα μάτια του Θεού, σκάνδαλο στα μάτια του κόσμου και τροχοπέδη στη διάδοση του Ευαγγελίου».
Τη συγγνώμη του Πάπα αποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με ένα θερμό χειροκρότημα. Ωστόσο, ο λόγος του λίγα λεπτά νωρίτερα προσφωνώντας τον Πάπα ήταν καυστικός, έχοντας προφανώς ως στόχο να κατευνάσει τους μαινόμενους εκκλησιαστικούς κύκλους.
Επίσης,ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, έκανε προσπάθεια να δικαιολογήσει τις έντονες αντιδράσεις που είχαν ξεσπάσει στην Ιεραρχία, λέγοντας ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε αυτή η επίσκεψη του Ποντίφικα, λειτουργεί ως «ανακάθαρση της εκκλησιαστικής μνήμης» και των τραυματικών εμπειριών που έχουν αποκομίσει οι Ορθόδοξοι από την Εκκλησία της Δύσης.
Το κοινό ανακοινωθέν του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου.
«Ημείς, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β, Επίσκοπος Ρώμης, και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, ιστάμενοι ενώπιον του Ιερού Βήματος του Αρείου Πάγου, από του οποίου ο Θείος και Μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος, κλητός απόστολος αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού, εκήρυξεν εις τους Αθηναίους τον ένα και αληθινόν Θεόν, Πατέρα, Υιόν και Αγιον Πνεύμα, καλέσας αυτούς εις πίστην και μετάνοιαν, δηλούμεν:
»1. Ευχαριστούμεν τον Κύριον διά το γεγονός της συναντήσεως ημών και της επικοινωνίας ην έχομεν εν τη Καθέδρα της Αποστολικής Ορδοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, τω κλεινώ άστει των Αθηνών.
»2. Επαναλαμβάνομεν εν ενί στόματι και μια καρδία τον λόγον του Αποστόλου των Εθνών: Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, διά του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη. Ευχόμεθα να ισχύση τούτο εις όλην την χριστιανοσύνην, ώστε να επέλθη ειρήνη πάσι τοις επικαλουμένοις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εν παντί τόπω. Καταδικάζομεν πάσαν καταφυγήν εις την βίαν, τον προσηλυτισμόν και τον φανατισμόν εν τω ονόματι των θρησκειών. Ιδιαιτέρως επιμένομεν να χαρακτηρίζονται αι σχέσεις μεταξύ χριστιανών, εις απάσας τας εκφάνσεις αυτών, από εντιμότητα, σύνεσιν και γνώσιν των σχετικών θεμάτων.
»3. Παρακολουθούμεν ότι η σημειούμενη επιστημονική και κοινωνική εξέλιξις του ανθρώπου δεν συνοδεύεται από εμβάθυνσιν εις το νόημα και την αξίαν της ζωής, η οποία εις πάσαν περίπτωσιν είναι δώρον Θεού, ούτε από ανάλογον εκτίμησιν της μοναδικής αξιοπρεπείας του ανθρώπου, ο οποίος επλάσθη κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν του Δημιουργού. Ωσαύτως, η οικονομική και τεχνική ανάπτυξις δεν είναι τω όντι κτήμα ολοκλήρου της ανθρωπότητος, αλλ ανήκει εις ιδιαιτέρως μικρόν τμήμα αυτής. Επιπλέον, η βελτίωσις των όρων διαβιώσεως δεν επέφερε άνοιγμα της καρδίας προς τον πάσχοντα, πεινώντα και γυμνητεύοντα συνάνθρωπον. Καλούμεθα να εργασθώμεν έργα δικαιοσύνης, έργα διακονίας του πάσχοντος, υπενθυμίζοντες τον λόγον του Αποστόλου, ου γαρ έστιν η Βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω.
»4. Διαπιστούμεν εναγωνίως ότι οι πόλεμοι, αι σφαγαί, τα βασανιστήρια και τα μαρτύρια αποτελούν την καθημερινήν εφιαλτικήν πραγματικότητα δι εκατομμύρια αδελφών μας. Δεσμευόμεθα να αγωνισθώμεν διά την ειρήνην του σύμπαντος κόσμου, διά τον σεβασμόν της ζωής και της αξιοπρεπείας του ανθρώπου και διά την αλληλεγγύην προς άπαντας τους έχοντας ανάγκην. Έχομεν την ευχαρίστησιν να προσθέσωμεν την φωνήν ημών εις τας πολλάς φωνάς εις άπαντα τον κόσμον, αι οποίαι έχουν εκφράσει την ελπίδα ότι με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι θα γίνουν εις την Ελλάδα κατά το έτος 2004, θα αναβιώση η αρχαία ελληνική παράδοσις της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, συμφώνως προς την οποίαν έπρεπε να διακοπούν όλοι οι πόλεμοι και να παύσουν η βιαιότης και η τρομοκρατία.
»5. Παρακολουθούμεν μετά προσοχής και ανησυχίας την διαδικασίαν της παγκοσμιοποιήσεως με την ελπίδα ότι θα φέρη αγαθούς καρπούς. Επιθυμούμεν, όμως, να επισημάνωμεν ότι θα έχη βλαβεράς συνεπείας εάν δεν γίνη ό,τι θα ηδύνατο να ονομασθή παγκοσμιοποίησις της αδελφοσύνης εν Χριστώ, ειλικρινής και αποτελεσματική.
»6. Είμεθα ευτυχείς διά την επιτυχίαν και την προκοπήν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η ένωσις του ευρωπαϊκού κόσμου εις μίαν πολιτειακήν οντότητα, χωρίς οι λαοί να χάσουν την αυτοσυνειδησίαν, την εθνικήν παράδοσιν και την θρησκευτικήν ταυτότητά των, υπήρξε το όραμα των πρωτεργατών της. Όμως η διαφαινόμενη τάσις μετατροπής ενίων ευρωπαϊκών κρατών εις κράτη λαϊκά χωρίς καμία αναφορά σε θρησκεία συνιστά αναίρεσιν και απάρνησιν της πνευματικής αυτών κληρονομίας. Καλούμεθα να εντείνωμεν τας προσπαθείας μας, ώστε να πραγματοποιηθή η ενοποίησις της Ευρώπης. Θα αφιερώσωμεν δε τας δυνάμεις μας ώστε αι χριστιανικαί ρίζαι της Ευρώπης και η χριστιανική της ψυχή να διατηρηθώσι αλώβητοι»
Με την κοινήν αυτήν δήλωσιν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β, Επίσκοπος Ρώμης, και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος ευχόμεθα ο Θεός και Πατήρ ημών και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός κατευθύναι την οδόν ημών προς το πλεονάσαι και περισσεύσαι τη αγάπη εις αλλήλους και εις πάντας, εις το στηρίξαι τας καρδίας πάντων αμέμπτους εν αγιοσύνη έμπροσθεν του Θεού και Πατρός ημών εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων των Αγίων Αυτού. Αμήν.»