Την ώρα που οι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συμμορφώνεται με τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και συμμετέχει συνειδητά και ευσυνείδητα στην προσπάθεια περιορισμού της μάστιγας, κάποιοι έχουν διαφορετική αντίληψη. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το ελληνικό κράτος έχει αποδεχθεί ότι αυτοί οι «κάποιοι» μπορούν όχι μόνο να έχουν διαφορετική αντίληψη – αυτό το δικαιούται ο καθένας – αλλά να μεταφράζουν τη διαφορετική αντίληψη σε συμπεριφορά υπεράνω του νόμου. Κάτι σαν εθιμικό δίκαιο που υπερέχει της νομοθεσίας.
Οι Ρομά, σε οικισμό των οποίων στη Λάρισα εντοπίστηκαν 20 κρούσματα και βλέπουμε, θεώρησαν φυσιολογικό να γλεντοκοπούν συγκεντρωμένοι αδιαφορώντας για τις κυβερνητικές αποφάσεις, την ώρα που οι υπόλοιποι πολίτες ήταν και παραμένουν σε καθεστώς περιορισμού.
Μετά τον εντοπισμό των κρουσμάτων αποφασίστηκε, λογικά, να τεθεί ο οικισμός σε καραντίνα, η συνέχεια όμως και πάλι δεν είχε καμία σχέση με ό,τι θα γινόταν στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ομάδας στη χώρα. Ζήτησαν τα ρέστα και εξηγήσεις για τους λόγους που μπαίνουν σε καραντίνα… Και αφού «ανέβασαν θερμοκρασία» μεταξύ τους, ετοιμάστηκαν να περάσουν στο επόμενο στάδιο αυτό των «ταραχών». Αφενός, δηλαδή, παραβιάζουν τον νόμο θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές άλλων, αφετέρου όταν παρεμβαίνει η Πολιτεία για να αποτρέψει τα χειρότερα απειλούν ότι θα αντιδράσουν βίαια. Το κάνουν διότι θεωρούν αυτονόητο και κεκτημένο τους ότι μπορούν να το κάνουν. Και εντέλει δίκιο έχουν.
Για να εκτονωθεί η κατάσταση μετέβησαν επιτόπου ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς και ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος του υπουργείου Υγείας Σωτήρης Τσιόδρας και μπήκαν στον οικισμό συνοδευόμενοι από τον υφυπουργό Εσωτερικών Θεόδωρο Λιβάνιο και τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κώστα Αγοραστό. Η πρώτη αντίδραση των Ρομά ήταν να εξαγριωθούν ακόμα περισσότερο και να υποδεχθούν τον κ. Τσίοδρα και τους υπολοίπους με ατάκες όπως «τί θέλετε εδώ, ρε;». Έχει ενδιαφέρον ότι αφού έχουν γράψει τον νόμο στις καρότσες των αγροτικών τους, όταν πηγαίνουν να τους εξηγήσουν από κοντά οι καθ’ ύλην αρμόδιοι (σε υπουργικό επίπεδο…) εμφανίζονται με άγριες διαθέσεις.
Αν ψάξει να βρει κάποιος ανάλογη μεταχείριση από πλευράς Πολιτείας σε άλλη κοινωνική κατηγορία, δεν θα βρει. Εξάλλου η «ιδιαιτερότητα» και η ειδική μεταχείριση της εν λόγω πληθυσμιακής ομάδας ισχύει πέραν και προ κορωνοϊού, σε πιο «απλές» καταστάσεις, όπως ο ΚΟΚ. Δεν έχει, ας πούμε, την ίδια προθυμία ο μέσος αστυνομικός να σταματήσει ένα αυτοκίνητο με Ρομά και ένα όχημα άλλου πολίτη, ακόμα και αν το πρώτο είναι υπερφορτωμένο με άτομα.
Τελικά ο γενναίος κ. Τσιόδρας (δεν το γράφω ειρωνικά, κάθε άλλο, το εννοώ) αποφάσισε να αξιοποιήσει το κύρος του και τη γενική αποδοχή που απολαμβάνει και πήρε το ρίσκο να αναλάβει τις εξηγήσεις και την συνεννόηση, ομού μετά του κ. Χαρδαλιά.
Συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, να συσταθεί μία επιτροπή από τους Ρομά η οποία θα βρίσκεται σε επικοινωνία με τους αρμοδίους των Αρχών για την τήρηση της καραντίνας, ενώ συνεχίστηκαν οι διαβουλεύσεις για την οργάνωση της τροφοδοσίας του οικισμού αλλά και της περιφρούρησης ώστε να μην υπάρχουν «διαρροές». Όσο για το αν επιβλήθηκαν πρόστιμα για την παραβίαση του περιορισμού, η απάντηση είναι προφανής. Τα πρόστιμα είναι για του πολίτες που τηρούν τον νόμο, στέλνουν μήνυμα πριν βγουν για το σούπερ μάρκετ, αν έχουν πλέον χρήματα, αλλά ξεχνούν να πάρουν την ταυτότητα μαζί τους.