“Είναι ώρα μάχης και συστράτευσης, δεν είναι ώρα για κριτική και αντιπολίτευση”, ακούγεται έναν μήνα τώρα, απερίφραστα από κάποιους, ενώ πολύ περισσότερο υπονοείται από τους περισσότερους που αρθρώνουν δημόσιο λόγο και ακολουθούν πυρά εναντίον όσων δεν ευθυγραμμίζονται.
“Αυτό που προέχει είναι να αντιμετωπίσουμε την επιδημία και να σωθούν όσο περισσότερες ανθρώπινες ζωές”, είναι η συνέχεια της επιχειρηματολογίας. Άλλωστε, συνεχίζουν “η κυβέρνηση τα έχει πάει πολύ καλά μέχρι τώρα και το αποδεικνύει ο περιορισμένος αριθμός των θανάτων συγκριτικά με άλλες χώρες”. Και ακολουθεί το “καταλυτικό επιχείρημα”, όσων βεβαίως πίσω από την άρνηση της κριτικής ασκούν την δική τους πολιτική, ότι “όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αποδοχή των μέτρων που φθάνει το 85% και διεύρυνση της ψαλίδας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε δυσθεώρητα ύψη”.
Κατ αρχήν κανείς δεν αμφισβήτησε τα περιοριστικά μέτρα, αντίθετα όλοι, πολιτικά κόμματα, δημοσιογράφοι, ΜΜΕ, τάχθηκαν υπέρ των μέτρων απαγόρευσης και συμφώνησαν με την κυβέρνηση, καταγγέλοντας τους ανεύθυνους. Η κριτική που ακούστηκε ήταν γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις όπως πχ με τις εκκλησίες η κυβέρνηση καθυστέρησε. Δεν θα έπρεπε να ασκηθεί η κριτική αυτή; Μα το ότι στην συνέχεια η κυβέρνηση απαγόρευσε τις λειτουργίες επιβεβαιώνει την ορθότητα της κριτικής που ακούστηκε. Ακολούθως είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έχει ποντάρει στα μέτρα απαγόρευσης και επιχειρεί να πιστωθεί πολιτικά οφέλη από την επίδειξη πυγμής και αποφασιστικότητας. Ας το κάνει, θεμιτό είναι αφού η πολιτική ποτέ δεν σταματά.
Αλλά τα ερωτήματα παραμένουν: Τελικά βοηθάνε οι μάσκες ή δεν βοηθάνε; Εάν δεν βοηθάνε όπως αρχικά μας είπαν τότε γιατί ο πρωθυπουργός τώρα διαφημίζει τις ιδιωτικές δωρέες σε μάσκες; Ήταν λάθος η αρχική διάγνωση ή υπαγορευόταν από πολιτική σκοπιμότητα; Τα τεστ ανίχνευσης του ιού βοηθάνε ή είναι σπατάλη; Εάν είναι σπατάλη γιατί τα συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας; Μήπως σε καμιά δεκαριά μέρες ο πρωθυπουργός διαφημίζει ιδιωτικές δωρεές σε τεστ ανίχνευσης; Το γενικότερο ερώτημα: άν η εξάπλωση περιοριστεί λόγω των αυστηρών μέτρων για τους πολίτες, όταν αρθούν τι θα γίνει, δεν θα υπάρξει ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης της επιδημίας; Γιατί, μέχρι πότε θα είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι στα σπίτια τους και θα είναι παγωμένη η παραγωγική δραστηριότητα; Και καθώς κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξει ένα δεύτερο κύμα (η ΕΕ πχ παίρνει μέτρα για το προσωπικό της με ορίζοντα τον Σεπτέμβριο), γιατί δεν ενισχύεται αποφασιστικά σε βάθος χρόνου το δημόσιο σύστημα υγείας, όπως καταγγέλουν διάφοροι φορείς γιατρών και νοσηλευτών που λογοκρίνονται;
Σε κάθε περίπτωση αυτά τα ερωτήματα δεν είναι αντιπολιτευτικά, εκφράζουν την αγωνία πολλών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Επιπλέον η κυβέρνηση παίρνει αποφάσεις στο οικονομικό πεδίο, από την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μέχρι τα μέτρα ενίσχυσης φιλικών της επιχειρηματικών συμφερόντων. Κάνει πολιτική και επικοινωνία εν μέσω κρίσης, όπως όταν πρόβαλε το voucher των 600 ευρώ, που είναι ενίσχυση στους ιδιωκτήτες ΚΕΚ, ως μέτρο στήριξης των επιστημόνων. Οι δικοί της βουλευτές στο παρασκήνιο μιλούν για αδιαφάνεια και σπατάλη, άλλο αν δεν τολμούν να μιλήσουν δημοσίως. Το πιο χαρακτηριστικό είναι η ενίσχυση στους φιλικούς μιντιάρχες ( 32 εκατομμύρια ευρώ θυσιάζει σε περίοδο κρίση η κυβέρνηση για την διαφημιστική καμπάνια και για την μετάθεση των πληρωμών των τηλεοπτικών καναλιών), που ολημερίς κι οληνυχτίς την λιβανίζουν και επαναλαμβάνουν ότι “δεν είναι ώρα για κριτική” ή “κάτω τα χέρια από τον Τσιόδρα”.
Εν τέλει η απάντηση στην λογική ότι σε περίοδο κρίσης δεν πρέπει να ασκείται κριτική ή ακόμη και αντιπολίτευση, είναι ότι και ο Ορμπάν στην Ουγγαρία το ίδιο έπραξε με πιο αποφασιστικό και αυταρχικό τρόπο. Είναι πιο τίμιοι εκείνοι οι οποίοι το διατυπώνουν ευθέως, ότι σε περίοδο κρίσης ας περιοριστεί η δημοκρατία.