«Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαραστάσιν ολόκληρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι πρόγονοι μας ως ιεράν παρακαταθήκην: «Ή ταν ή επί τας». Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής, Αρχηγός της ΕΟΚΑ.
Την 1 η Απριλίου 1955 ξεκίνησε ένα από τα πιο επιτυχημένα αντάρτικα στην παγκόσμια ιστορία. Επί τέσσερα χρόνια οι Έλληνες αγωνιστές της Κύπρου διεξήγαγαν έναν άνευ προηγουμένου αγώνα για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού από τη Μεγαλόνησο. Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι μαχητές της ΕΟΚΑ βαρύς. Οι Άγγλοι με πρακτικές ανάλογες με αυτές των Ναζί, εξαπέλυσαν κτηνώδη αντίποινα, φυλάκισαν, βασάνισαν, απαγχόνισαν από 17χρονους, 18χρονους και 20χρονους αγωνιστές που καθήλωσαν την υφήλιο με την τόλμη, τη γενναιότητα, την αποφασιστικότητα και το απαρασάλευτο του σκοπού τους: Την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Όποιος έχει πάει στα Φυλακισμένα Μνήματα εκεί που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην αγγλική αγχόνη νεαροί Έλληνες, θα κουβαλάει για πάντα το ρίγος που τον διαπερνά ακαριαία μόλις βρεθεί εκεί.
- Στις 10 Μαΐου 1956: απαγχονίζονται μαζί οι Μιχαήλ Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου.
- Στις 9 Αυγούστου 1956 απαγχονίζονται μαζί οι Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος και Χαρίλαος Μιχαήλ.
- Στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 απαγχονίζονται μαζί οι Μιχαήλ Κουτσόφτας, Στέλιος Μαυρομάτης και Ανδρέας Παναγίδης.
- Στις 14 Μαρτίου 1957 απαγχονίζεται ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Θαμμένοι στον ίδιο χώρο βρίσκονται οι αγωνιστές Μάρκος Δράκος, Γρηγόρης Αυξεντίου, Στυλιανός Λένας και Κυριάκος Μάτσης οι οποίοι έπεσαν μαχόμενοι. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να δώσουν τις σωρούς τους στους συγγενείς τους για να μην εξελιχθούν οι κηδείες παλλαϊκά συλλαλητήρια, ενώ ο ήχος από τα όπλα της ΕΟΚΑ συνέχιζε να αντηχεί σε όλο το νησί.
Οι Άγγλοι μην μπορώντας να αντέξουν το συνέχιση του τετράχρονου αγώνα της ΕΟΚΑ αλλά και αποφασισμένοι να μην αφήσουν να ευοδωθεί ο αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου για Ένωση, ναρκοθέτησαν το μέλλον της Μεγαλονήσου εφαρμόζοντας το γνωστό διαίρει και βασίλευε. Βρίσκοντας ευήκοα ώτα σε Ελλάδα και Κύπρο, οδήγησαν στις προδοτικές συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες έστρωσαν τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και τη διαίρεση του νησιού. Ο
αγώνας προδόθηκε, οι θυσίες αγνοήθηκαν, ο εθνικός στόχος υπονομεύθηκε, η ύβρις διαπράχθηκε.
Υπό άλλες συνθήκες και εφόσον στην Ελλάδα επικρατούσε ένα πολιτικό σύστημα με εθνική συνείδηση – με όλο το βάθος και το βάρος της έννοιας και όχι τύποις – θα προκαλούσε απορία το ότι δεν διδάσκεται η εποποιία της ΕΟΚΑ στο σχολείο, όπως διδάσκεται ο αγώνας του ’40. Η απάντηση όμως στην περίπτωσή μας είναι προφανής. Δεν μπορεί από τη μια να διδάσκεται ο αγώνας της ΕΟΚΑ η οποία γονάτισε ολόκληρη αυτοκρατορία και από την άλλη, νωπό ακόμα, να στοιχειώνει το έθνος το «η Κύπρος είναι μακριά» ή να κάνει γεωτρήσεις η Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ και η Αθήνα να συζητά ΜΟΕ με την Άγκυρα. Δύσκολα βρίσκει κάποιος λόγια να περιγράψει το ιστορικό μέγεθος του κατορθώματος της ΕΟΚΑ, την εμβέλεια του επιτεύγματος, το εθνικό βάθος του εγχειρήματος, το εκτόπισμα του Στρατηγού Γρίβα.
Αντί επιλόγου, ένα μικρό απόσπασμα από κείμενο του φίλου, γιατρού, Σπύρου Δημητρίου, Αντιπροέδρου του «Ιδρύματος Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας – Διγενής».
«Πλησιάζοντας μεσάνυχτα, περίπου μια ώρα πριν αρχίσουν οι εκρήξεις ο Αρχηγός αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι – κρησφύγετο στην τουρκογειτονιά. Αυτό θα ήταν και το στρατηγείο του για την έναρξη του Αγώνα σε λίγη ώρα. Μαζί του όλο αυτό το διάστημα ήταν ο σωματοφύλακάς του
Γρηγόρης Γρηγοράς, όπως κι αυτή την τελευταία νύχτα που θα την περνούσαν δυο τους ζώντας την αγωνία του Αρχηγού πριν την ώρα μηδέν.
Οι θύμισες του Γρηγόρη Γρηγορά για εκείνη τη νύχτα είναι συγκλονιστικές: “Τον βλέπω τώρα που σας μιλώ να πηγαινοέρχεται μέσα στο σπίτι και να στρίβει το μουστάκι του, να στέκεται και να σκέφτεται, να συνεχίζει, να μιλά. Εγώ απλώς ήμουνα στο πόστο μου με το αυτόματο στο χέρι, μέσα στο σπίτι να παρακολουθώ τις κινήσεις έξω. Στεκόμουν σε τέτοια θέση που μπορούσα να βλέπω και το δρόμο που οδηγούσε προς το σπίτι και το διάδρομο του σπιτιού. Ερχόταν κοντά μου, με κοίταζε για λίγο και γύριζε πάλι πίσω. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ώρα. Ήρθε η καθορισμένη ώρα, μισή μετά τα μεσάνυκτα, που θα έπρεπε να γίνουν οι εκρήξεις και δεν ακούσαμε τίποτα. Τότε άρχισε να ανησυχεί και να εκνευρίζεται. Εγώ του έλεγα:
-Αρχηγέ, μην ανησυχείς, τα παιδιά είναι λεβέντες. Μην ανησυχείς. Εκείνος μου απαντούσε:
-Δεν ακούω τίποτα. Δεν ακούω τίποτα. Πέρασε η ώρα. Τι κάνουν αυτοί; Τι κάνουν αυτοί τόση ώρα;
Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα τόσο μεγάλωνε και η αγωνία του. Το λεπτό του φαινόταν ώρα ολόκληρη. Όταν άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες εκρήξεις, πέρασαν περίπου δυο λεπτά, είδα το πρόσωπό του να ηρεμίζει. Η πρώτη λέξη που είπε ήταν, “Επιτέλους!”. Βλέποντας τη χαρά στο πρόσωπό του τότε του λέω:
-Δεν με άφησες Αρχηγέ τζι εμένα να ρίξω καμιά κροτίδα; -Σιωπή εσύ, με διέκοψε απότομα. Έχεις καιρό ακόμα, έχεις καιρό.
Από εκείνη τη στιγμή ηρέμησε αλλά δεν πήγε για ύπνο παρά μονάχα στις 3:00 το πρωί, τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου.” Την ίδια αγωνία αποτυπώνει ο Διγενής και στο ημερολόγιό του: “Πλησιάζει η ώρα δράσεως. Περί 0:30 αντιλαμβάνομαι μικράν διακοπήν ρεύματος, αλλά άνευ τινός αποτελέσματος. Τι συμβαίνει; Απέτυχεν η προσπάθεια κατασβέσεως των φώτων; Μετά παρέλευσιν λεπτών τινών από καθορισθείσαν ώραν 0:30 ακούονται αι πρώται εκπυρσοκροτήσεις, και ακολουθούν και άλλαι και τέλος η τελευταία ήτις ήτο εις έντασιν και η μεγαλυτέρα. Κατεκλίθην περί 3ην πρωινήν. Αύριον θα δούμε”.»