Η εμβληματική ιδιοφυΐα της μουσικής Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, που σταμάτησε να ακούει τι γράφει, έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών. Από την ηλικία των 26 ετών είχε αρχίσει σταδιακά να χάνει την ακοή του. Ένας από τους κορυφαίους μουσουργούς όλων των μουσικών εποχών, ο δαιμόνιος Μπετόβεν ήρθε στον κόσμο για να αλλάξει για πάντα την έννοια της μελωδίας. Καινοτόμος μουσικός, βάλθηκε να διευρύνει μουσικά τη σονάτα, τη συμφωνία, το κονσέρτο και το κουαρτέτο, συνδυάζοντας όργανα και φωνητικά με έναν εντελώς καινοφανή τρόπο. Η ζωή του σπουδαίου συνθέτη και βιρτουόζου πιανίστα σημαδεύτηκε βέβαια από τη μάχη με την κώφωση, με μια σειρά από τα σημαντικότερα έργα του να συνθέτονται πράγματι κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όταν πλέον το πρόβλημα ακοής του τον εμπόδιζε να προσλάβει τους ήχους που σκάρωνε. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας της κλασικής μουσικής.
Πρόκειται για την κυριότερη φιγούρα της μετάβασης της κλασικής εποχής στον ρομαντισμό, και μέχρι σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών.
Μερικές από τις γνωστότερες συνθέσεις του περιέχουν 9 συμφωνίες, 5 κονσέρτα για πιάνο, 1 κονσέρτο για βιολί, 32 σονάτες για πιάνο, 16 κουαρτέτα εγχόρδων, μία λειτουργία, τη Missa solemnis καθώς και μία όπερα, τη Φιντέλιο.
Η καριέρα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ως συνθέτης χωρίζεται διακριτά σε τρεις περιόδους, την πρώιμη, τη μέση και την τελευταία. Η πρώτη τελειώνει περίπου το 1802, η μέση διαρκεί από το 1802 έως και το 1812, ενώ η τελευταία αρχίζει το 1812 και τελειώνει το 1827, όπου και πέθανε.
Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόνη, την τότε πρωτεύουσα του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, το οποίο ήταν μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήδη από μικρή ηλικία επέδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική, με τον πατέρα του, Γίοχαν βαν Μπετόβεν να είναι ο πρώτος του δάσκαλος μαζί με τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε.
Σε ηλικία 21 ετών μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να μαθητεύει στο πλευρό του Γιόζεφ Χάυντν, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη και το ρεπερτόριο του βιρτουόζου πιανίστα. Στη Βιέννη έζησε μέχρι και τον θάνατό του. Κατά τα το τέλος της δεύτερης δεκαετίας της ζωής του άρχισε να ασθενεί η ακοή του, ώσπου αργότερα έγινε ολοκληρωτικά κωφός.
Έτσι, το 1811, σταμάτησε να διευθύνει και να εκτελεί μπροστά σε κοινό, και καταπιάστηκε αποκλειστικά με τη σύνθεση.
Το πατρικό σπίτι του Μπετόβεν, στη Βόνη, που σήμερα είναι μουσείο προς τιμήν του.Ο Μπετόβεν ήταν εγγονός του Λούντβικ φον Μπετόβεν (1721-1773), ο οποίος ήταν μουσικός, με καταγωγή από την πόλη Μέχελεν του Δουκάτου της Βραβάντης (σημερινή περιοχή της Φλαμανδικής περιοχής στο Βέλγιο). Ο παππούς του είχε μετακομίσει στη Βόνη, σε ηλικία 21 ετών.
Εκεί εργάστηκε ως βαρύτονος σe αυλή του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, όμως κατόπιν, έγινε Kapellmeister και αργότερα επιφανής μουσικός στη Βόνη. Ένα πορτρέτο που είχε ο ίδιος παραγγείλει, διακοσμούσε τον τοίχο του εγγονού του μέχρι και τον θάνατό του, θυμίζοντάς του τη μουσική καταγωγή του.
Ο Λούντβικ, είχε έναν γιο, τον Γιόχαν (1740-1792), ο οποίος εργαζόταν ως τενόρος, ενώ έδινε και μαθήματα πληκτροφόρου και βιολιού, ώστε να ενισχύσει το εισόδημά του. Ο Γιόχαν νυμφεύθηκε τη Μαρία Μαγκνταλένα Κέβεριτς, το 1767, η οποία ήταν κόρη του Γιόχαν Χάινριχ Κέβεριτς (1701-1751), ο οποίος ήταν αρχισέφ, στην αυλή του Αρχιεπισκοπής του Τρίερ.
Παιδί του Γιόχαν και της Μαρία ήταν ο Μπετόβεν, ο οποίος γεννήθηκε στη Βόνη. Δεν υπάρχει επίσημο έγγραφο για τη γέννησή του, ωστόσο, υπάρχει έγγραφο για τη βάπτισή του, σε καθολική εκκλησία, στην ενορία του Αγίου Ρέγκιου, στις 17 Δεκεμβρίου του 1770.
Όπως όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής στην περιοχή, παραδοσιακά, βαπτίζονταν ακριβώς την επομένη της βάφτισής τους, ενώ επίσης είναι γνωστό ότι η οικογένειά του Μπετόβεν, καθώς και ο δάσκαλός του, Γιόχαν Αλμπρεχτσμπεργκ, γιόρταζαν τις 16 Δεκεμβρίου ως γενέθλια, η οποία ημερομηνία είναι και αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα, ως η ημερομηνία γέννησης του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (ήτοι 16 Δεκεμβρίου 1770).
Από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειας Μπετόβεν, μόνο ο Λούντβιχ, ο δευτερότοκος και άλλα δύο νεαρότερα αδέλφια επέζησαν.
Ο ένας εξ αυτών ήταν ο Κάσπερ Άντον Καρλ, ο οποίος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1774 και ο άλλος ο Νικολάους Γιόχαν, ο νεότερος, ο οποίος γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1776.[8]
Ο πρώτος δάσκαλος μουσικής για τον Λούντβιχ, ήταν ο πατέρας του. Αργότερα, είχε και άλλους τοπικούς δάσκαλος, όπως τον οργανίστα, Γκίλες φον ντεν Έεντεν, τον Τομπίας Φρίντριχ Πφάιφερ (οικογενειακός φίλος) και τον Φραντς Ροβαντίνι (ο οποίος τον έμαθε να παίζει βιολί και βιόλα).
Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε όταν ήταν σε ηλικία 5 ετών και η οποία ήταν σκληρή και βάναυση, πολλές φορές κάνοντάς τον μικρό Λούντβιχ να ξεσπά σε δάκρυα.
Ειδικότερα κι από τη συμμετοχή του Πφάιφερ σε όλο αυτό, ο οποίος είχε πρόβλημα αϋπνίας, και πολλές φορές τον ανάγκαζαν βράδυ να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να μελετήσει στο πληκτροφόρο.
Το μουσικό του ταλέντο είναι οφθαλμοφανές ήδη από πολύ νεαρή ηλικία.
Ο Γιόχαν, που γνώριζε την επιτυχία που είχε κάνει ο Λέοπολντ Μότσαρτ, με τον γιο του (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, καθώς και την κόρη του Νάννερλ), προσπάθησε να προωθήσει και τον γιο του ως ένα παιδί θαύμα, όπως ήταν ο Μότσαρτ, λέγοντας κιόλας ότι ήταν έξι ετών, ενώ ήταν εφτά προς οχτώ, στις αφίσες της πρώτης δημόσιας εμφάνισης του, η οποία έγινε τον Μάρτιο του 1778.
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν: Το τραγικό παιχνίδι της μοίρας
Κοντά στα 29 του χρόνια, ο Μπετόβεν χτυπήθηκε από τη μοίρα με τον πιο τραγικό τρόπο. Αυτός, ο γεννημένος για τους ήχους, για τις μελωδίες, άρχισε να χάνει ό,τι του ήταν πολυτιμότερο στη ζωή: την ακοή του. Αναγκάστηκε ν’ αποσυρθεί από τη διεύθυνση της ορχήστρας και επιδόθηκε στη σύνθεση.
Στα 30 του χρόνια γράφει την πρώτη του συμφωνία για ορχήστρα και εκδίδει τα 32 πρώτα του κουαρτέτα. Η βαρηκοΐα του, όμως, προχωρά και η ζωή του γίνεται δραματική. Μέσα στον πόνο και την απογοήτευση εξακολουθεί να γράφει. Ως το 1812 έχει τελειώσει 8 συμφωνίες, ένα ορατόριο και πλήθος άλλα έργα.
Προσπαθεί να διευθύνει μία συναυλία με έργα του, αλλά δεν το κατορθώνει. Χρειάζεται τη βοήθεια κι ενός άλλου αρχιμουσικού, που στέκεται πίσω του και δίνει τα συνθήματα στους μουσικούς και τους αοιδούς. Σε λίγο είναι πια τελείως κουφός. Χρησιμοποιεί ακουστικό κέρας ή ένα τετράδιο, όπου γράφουν οι άλλοι τις ερωτήσεις τους.
Μα πάντα εργάζεται με ακατάβλητη θέληση. Κι όσο επεξεργάζεται μία σύνθεση, απορροφάται απ’ αυτή και λησμονάει ακόμα και τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Τ’ αφτιά του αρχίζουν να πονούν και στο στομάχι του νιώθει διαταραχές.
Το 1826 παθαίνει υδρωπικία και τον επόμενο χρόνο, στις 26 Μαρτίου 1827, ο γίγαντας της μουσικής πεθαίνει μέσα στο σπίτι του στη Βιέννη, ενώ γύρω ξεσπά μία φοβερή καταιγίδα.
Η κηδεία του θα γίνει με ηγεμονική επισημότητα.
Το έργο του μεγάλου μουσουργού των αιώνων είναι ογκώδες. Συνέθεσε εννέα συμφωνίες (1η, 2η, 3η ή «Ηρωική», 4η, 5η, 6η ή «Ποιμενική», 7η, 8η και την περίφημη 9η με το χορωδιακό «Ύμνο της Χαράς» του Σίλερ), το μπαλέτο «Προμηθεύς», την όπερα «Φιντέλιο», εισαγωγές και δραματική μουσική («Κοριολανός», «Έγκμοντ», «Τα Ερείπια των Αθηνών»), την περίφημη «Μεγάλη Λειτουργία» («Μίσα Σολέμνις»), το ορατόριο «Ο Χριστός στο όρος των Ελαιών», ένα κοντσέρτο για βιολί, 5 κονσέρτα για πιάνο, το τριπλό κονσέρτο γιά βιολί, πιάνο και ορχήστρα, εμβατήρια, χορούς, σονάτες, κουαρτέτα και πλήθος άλλα μουσικά έργα.
Άφθαστος καλλιτέχνης και ξεχωριστή μεγαλοφυΐα, όπως ήταν, ο Μπετόβεν δεν ασχολήθηκε ποτέ με μικροσυνθέσεις. Όλα του τα έργα έχουν τη σφραγίδα της μεγάλης έμπνευσης και της υψηλής δημιουργίας.