Υπάρχει κριτική στον καιρό της κρίσης του κορωνοϊού ή καταργήσαμε το δικαίωμα λόγου και βάλαμε στον γύψο την Δημοκρατία; Το ερώτημα δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση αλλά και το μέτωπο της (φασιστικής) λογικής που επιτίθεται σε κάθε άποψη που κινείται εκτός της επίπλαστης ομοθυμίας των ημερών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το θέμα της Εκκλησίας την πρώτη εβδομάδα της επιβολής των απαγορευτικών μέτρων.
Ένιοι εξ ημών (χωρίς να μπαίνουμε σε θέματα θεολογικής υφής περί την θεία κοινωνία), επισημάναμε το αυτονόητο: πως ότι ισχύει για τους χώρους μαζικών συναθροίσεων θα πρέπει να ισχύσει και για τις εκκλησίες διαφορετικά αφήνουμε να λειτουργούν μαζικές εστίες διάδοσης του κορωνοϊού.
Το μέτωπο της λογικής σιώπησε για να μην δυσαρεστήσει τους ακραίους της Ιεραρχίας, όπως άλλωστε με μικροκομματικούς χειρισμούς έπραξε και η κυβέρνηση. Επιπλέον εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον των “απίστων” που βρήκαν ευκαιρία να θέσουν τώρα θέμα Εκκλησίας και αναζητούν τρόπους να κάνουν αντιπολίτευσης και να διαρρήξουμε την απαραίτητη συναίνεση και ομοψυχία γύρω από την κυβέρνηση, που απαιτούν οι στιγμές”.
Το ότι καταθέσαμε μία πρόταση προς την σωστή κατεύθυνση δεν τους πέρασε από το μυαλό αφού διεκδικούν για τον εαυτό τους το αλάθητο. Λίγες ημέρες αργότερα έγινε το αυτονόητο, απαγορεύτηκαν οι λειτουργίες στις εκκλησίες, αφού όμως είχαν χαθεί πολύτιμες ημέρες.
Η κυβέρνηση έμεινε εκτεθειμένη γιατί χρεώνεται την καθυστέρηση, αλλά η επίπτωση των ανοικτών εκκλησιών μάλλον ξεφεύγει από το στατιστικό μοντέλο του κ. Τσιόδρα που όμως είναι άτεγκτος σε σχέση με τους εκδρομείς. Παρομοίως και χειρότερα με τα οικονομικά μέτρα που ανακοινώνει η κυβέρνηση με την τακτική “βλέποντας και κάνοντας” και υπολείπονται των απαιτήσεων, όπως προκύπτει και από την σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ομοψυχία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της Υγειονομικής κρίσης αλλά και για να βγει η χώρα από την οικονομική κρίση την επόμενη ημέρα. Τα μέτρα της κυβέρνησης αφήνουν εκτός προστασίας τους εργαζομένους και μάλιστα με την επίκληση της κρίσης οδηγούν στην πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Παράλληλα πολύ λίγο βοηθούν τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες υποχρεώσεις τους έναντι των τραπεζών. Όποιος το επισημαίνει γίνεται “μικρόψυχος, θέλει να κάνει μικροκομματική αντιπολίτευση ή να στραφεί κατά της κυβέρνησης”.
Το ενδεχόμενο, άνθρωποι που νιώθουν ότι καταστρέφεται το μέλλον τους, να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους και να διαρρήξουν το απαραίτητο κλίμα συναίνεσης, μάλλον δεν τους περνά από το μυαλό. Φυσικά σε τέτοιες μείζονες απειλές η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη, μόνο που η αλληλεγγύη δεν είναι χριστιανική έννοια βασίζεται στην εκτίμηση του αμοιβαίου, καλώς νοούμενου συμφέροντος, όλων. Σε καμία περίπτωση δεν είναι αλληλεγγύη, η σιωπή έναντι της αισχροκέρδιας και και των πολιτικών σκοπιμοτήτων.