Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν ένα πολιτικό και στρατιωτικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελλάδα στα μέσα Μαΐου του 1965 και ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην αποστασία του 1965. Δύο εβδομάδες μετά τον ανασχηματισμό και την επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου ξέσπασε η “βόμβα” της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ . Παράγοντες της δεξιάς κατήγγειλαν ότι υπήρχε μέσα στο στρατό οργάνωση με τα αρχικά αυτά και με απόκλιση προς τα “αριστερά”, με πολιτικό αρχηγό το γιο του πρωθυπουργού.
Από τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν αργότερα προέκυψε ότι ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας και ο στρατηγός Γεννηματάς είχαν ενημερωθεί για κάποιες “κινήσεις” για οργάνωση και “μυήσεις” σε ορισμένες στρατιωτικές μονάδες στην Κύπρο και στην Αθήνα, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 1965. Κάποια στιγμή ενημέρωσαν το βασιλιά, όχι όμως και τον πρωθυπουργό.
Κεντρικό πρόσωπο στις κινήσεις αυτές παρουσιαζόταν ο λοχαγός Άρις Μπουλούκος, παλαιό μέλος της οργάνωσης Χ του Γρίβα, που είχε τοποθετηθεί στην ΚΥΠ, κατόπιν επιμονής του συμπατριώτη του υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου, και είχε μετατεθεί στην Κύπρο, κατόπιν παρακλήσεως του ίδιου του Γρίβα. Ο Μπουλούκος, μαζί με άλλους αξιωματικούς, είχαν επισκεφθεί επανειλημμένα τον Ανδρέα Παπανδρέου, με πρόσχημα κάποιο ρουσφέτι, στην πραγματικότητα όμως για να αποκτήσουν από τις επισκέψεις αυτές “ατού” και ακτινοβολία μεταξύ των συναδέλφων τους.
Μία δακτυλογραφημένη αναφορά του Γρίβα προς τον Γαρουφαλιά, που έφτασε στα χέρια του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, περιείχε και τον “όρκο” της οργάνωσης του ΑΣΠΙΔΑ, ενώ στην εισαγωγική αναφορά του ο Γρίβας μνημόνευε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου σημειώνει στις αναμνήσεις του: “Η ανησυχία του πατέρα μου ξεκινούσε από το γεγονός ότι η εισαγωγική παράγραφος της αναφοράς του Γρίβα αναφερόταν σε εμένα. Ο Γρίβας υποστήριζε πως η επίσκεψή μου στην Κύπρο υπονόμευσε το ηθικό του εκεί ελληνικού στρατού και υπογράμμιζε το γεγονός ότι ο λοχαγός Μπουλούκος μιλούσε με θαυμασμό για μένα στους συναδέλφους του. Ο Γρίβας υπαινισσόταν πως υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ εμού και της ομάδας του ΑΣΠΙΔΑ”.
Η πρώτη δημόσια νύξη για τον ΑΣΠΙΔΑ έγινε στις 18 Μαΐου του 1965 από την εφημερίδα της Λάρισας Ημερήσιος Κήρυξ, όργανο του πρώην προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου, τοποθετημένου στην ακραία δεξιά πτέρυγα της ΕΡΕ. Το ίδιο βράδυ, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ανέθεσε στον αντιστράτηγο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, Ι. Σίμο, να προχωρήσει σε ανακρίσεις σχετικά με τις πληροφορίες. Ο Σίμος πληροφορήθηκε για την έκθεση που έστειλε ο Γρίβας στον Γαρουφαλιά και στον Κωνσταντίνο, χωρίς να έχει ενημερωθεί μέχρι τη στιγμή εκείνη ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου.
Ταυτόχρονα, παραιτήθηκε ο αρχηγός της ΚΥΠ υποστράτηγος Αγόρος, ενώ ο υποδιευθυντής της ίδιας υπηρεσίας, αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, προήχθη σε συνταγματάρχη και τοποθετήθηκε διοικητής μονάδος πυροβολικού στην Καστοριά. Τη θέση του στην ΚΥΠ κατέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Ενώ λοιπόν ο αντιστράτηγος Σίμος άρχιζε το ανακριτικό του έργο, ταξιδεύοντας στην Κύπρο, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε επίθεση με στόχο τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις 19 Μαΐου, 13 βουλευτές της ΕΡΕ και των Προοδευτικών, κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή για το θέμα αυτό. Συγχρόνως, ο γνωστός ακροδεξιός και προσωπικός φίλος του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, βουλευτής τότε της ΕΡΕ, Νίκος Φαρμάκης, άρχισε δραστηριότητα στην Ελλάδα και την Κύπρο για το “φούντωμα” του ΑΣΠΙΔΑ, σε συνεργασία με τον Νίκο Σαμψών, κ.α. Την ίδια ώρα, οι κυβερνητικές εφημερίδες ζητούσαν επίμονα να αντικατασταθεί ο αρχηγός του ΓΕΣ Ι. Γεννηματάς που είχε ανάμιξη στο “εκλογικό πραξικόπημα” του 1961.
Την άμεση αντικατάσταση του Γεννηματά ζητούσε και η Ελευθερία του Πάνου Κόκκα, ο οποίος όμως επέκρινε και τον Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, τονίζοντας ότι “επεδίωξε να ιδρύση “μικρομάγαζον” εις τον στρατόν”. Ορισμένες εφημερίδες της ΕΡΕ υποστήριζαν ότι επίδοξος αρχηγός του ΑΣΠΙΔΑ ήταν και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που φέρεται να βρισκόταν πίσω από μίαν άλλη οργάνωση, την Φ.Α.Ε.
Την 1η Ιουνίου 1965, ο Ι. Σίμος υπέβαλε το πόρισμα των ανακρίσεων για τον ΑΣΠΙΔΑ στον υπουργό Αμύνης. Αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό των προσπαθειών του λοχαγού Μπουλούκου να μυήσει συναδέλφους του στην οργάνωση, σημείωνε: “Απεδείχθη πράγματι ότι εγένετο κίνησις ιδρύσεως οργανώσεως υπό την επωνυμίαν ΑΣΠΙΔΑ υπό ομάδος αξιωματικών, με τον ιδιοτελή σκοπόν την εξυπηρέτησιν ατομικών συμφερόντων αυτών και των μελών της οργανώσεως, δια της προωθήσεως μεμυημένων αξιωματικών εις επικαίρους και σημαινούσας θέσεις ή και τινα άλλον απώτερον, όστις όμως ούτε απεδείχθη εκ της εξετάσεως ούτε διεφάνη.
Δεν απεδείχθη ότι η κίνησις αύτη είχε πολιτικάς επιδιώξεις ή σύνδεσμόν τινα με πολιτικά πρόσωπα”. Και πρότεινε να παραπεμφθούν στο ανακριτικό συμβούλιο, με το ερώτημα της αποτάξεως, οι “πρωτοστασήσαντες δια την μύησιν” λοχαγοί πεζικού Μπουλούκος Αρ., Πανούτσος Ι., Παπαγιαννόπουλος Κ. και Θεοδοσίου Ι. Να ασκηθεί “αυστηρός πειθαρχικός έλεγχος” κατά 6 ακόμη λοχαγών και υπολοχαγών (Θ. Μακρίδη, Ε. Κουφαλιτάκη, Α. Βλάχου, Ι. Δαμηλάκου, Α. Κεπενού και Θ. Σταυρόπουλου) που δέχθηκαν να “μυηθούν” στην οργάνωση. Να επιβληθεί πειθαρχική ποινή στον συνταγματάρχη Αλ. Παπατέρπο και τον αντισυνταγματάρχη Α. Δαμβουνέλη για αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Να επιβληθεί επίσης ποινή πειθαρχική στον συνταγματάρχη Μιχ. Ασημακόπουλο και τον αντισυνταγματάρχη Δημ. Παραλίκα. Το πόρισμα του αντιστρατήγου Σίμου δεν ικανοποίησε τους “ακραίους” της Δεξιάς, που δεν δίστασαν να εξαπολύσουν επίθεση και κατά του ίδιου του αντιστράτηγου. Αργότερα, κατά τη δικτατορία, οι “Απριλιανοί” τους αποστράτευσαν.
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επηρεασμένος από τη μητέρα του και τους άλλους ανακτορικούς συμβούλους, που του παρουσίαζαν σαν φοβερή τη “συνωμοσία του ΑΣΠΙΔΑ” αξίωνε να σταλούν οι “συνωμότες” στο στρατοδικείο. Ο Π. Γαρουφαλιάς μετέβη την 5η Ιουνίου στην Κέρκυρα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, αναμένοντας “ευτυχές γεγονός” -να γεννήσει η Άννα-Μαρία το πρώτο τους παιδί- και τον ενημέρωσε για το πόρισμα Σίμου. Επιστρέφοντας, μετέφερε στον Γεώργιο Παπανδρέου τη βασιλική επιθυμία να παραπεμφθεί η υπόθεση στο στρατοδικείο.
Υποτιθέμενα μέλη
Υποτίθεται ότι ο ΑΣΠΙΔΑ είχε 40-50 μέλη, μεσαίων και χαμηλών βαθμών οι περισσότεροι. Αρχικά την προσοχή τράβηξε ο λοχαγός Άρις Μπουλούκος, που κατηγορήθηκε ότι στρατολογούσε νέα μέλη. Η υπόθεση έγινε πιο σοβαρή όταν δεξιές εφημερίδες (αλλά και η κεντρώα Ελευθερία του Πάνου Κόκκα) προσπάθησαν να εμπλέξουν στην υπόθεση τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπατέρπο, υπαρχηγό της ΚΥΠ και φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Παπατέρπος εκείνη την εποχή κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες να διαλύσει το παρακράτος
Η δίκη
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να παραπέμψει το φάκελο του ΑΣΠΙΔΑ, αλλά συγχρόνως και το φάκελο του σχεδίου Περικλής στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Ταυτοχρόνως σχεδόν, επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος δεν επιθυμούσε την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά και αρνήθηκε την πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου, να αναλάβει ο ίδιος ο Παπανδρέου το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου οδήγησε σε παραίτηση του πρωθυπουργού, κάτι που οδήγησε στα Ιουλιανά.
Η δημοσίευση του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, την 1η Οκτωβρίου του 1966, αποτέλεσε πραγματική πολιτική βόμβα: Παραπέμφθηκαν να δικαστούν 29 αξιωματικοί, οι περισσότεροι “επί ενώσει προς στάσιν” και “επί συνωμοσία προς εκτέλεσιν πράξεως εσχάτης προδοσίας”. Επιπροσθέτως, κατά το βούλευμα, οι κατηγορούμενοι “εν τη προσπαθεία τους να μυήσουν αξιωματικούς εις την οργάνωσιν ΑΣΠΙΔΑ… συνιστούν προς προστασία της κινδυνευούσης Δημοκρατίας την υπό τον αξιωματικών υποστήριξιν της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου ή διάδοχον ταύτης υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, προς επίτευξιν της οποίας οι αξιωματικοί οφείλουν να οργανωθούν πέριξ τούτου, καθ’ όσον ούτος είναι η πλέον ισχυρά ηγετική φυσιογνωμία της εποχής και ως υιός του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και ως οικονομολόγος και κάτοχος του κυπριακού προβλήματος, δι’ ο μάλιστα εις τούτον έχει ανατεθεί η αρχηγία της οργανώσεως…”.
Με το βούλευμα παραπέμφθηκαν να δικαστούν ως αρχηγοί της συνωμοσίας οι συνταγματάρχες: Αλέξανδρος Παπατέρπος, Δημήτριος Χονδροκούκης και Π. Αναγνωστόπουλος. Ως υποκινητές, ο συνταγματάρχης Σπ. Τσαμασιώτης, οι αντισυνταγματάρχες Α. Δαμβουνέλης, Τ. Κατσιμήτρος και Δημ. Παραλίκας, οι λοχαγοί Άρις Μπουλούκος, Ι. Θεοδοσίου, Θ. Κατσάρης, Αθ. Κεπενός, Π. Παπαγεωργόπουλος, Δημ. Παπαγιαννόπουλος, Ι. Πανούτσος, Α. Βλάχος, Ευ. Κουφαλιτάκης, Μ. Γεωργίου, Γ. Κωστόπουλος, Π. Μαχάς, Π. Κολλίγρης, Δημ. Οικονόμου, Θ. Τόμπρας, Χρ. Θεοδώρου, Γ. Μαρκέτης, Γ. Κλαδογένης, ο υπολοχαγός Θ. Σταυρόπουλος, ο υποσμηναγός Γ. Χαραλαμπόπουλος και ο ανθυπασπιστής Χωροφυλακής Ι. Ντελιδάκης. Από τους παραπεμπομένους, τρεις λοχαγοί, οι Ι. Θεοδοσίου, Π. Κολλίγρης και Γ. Κλαδογένης, ομολόγησαν ότι ανήκαν στον ΑΣΠΙΔΑ και διαχώρισαν τη θέση τους από τους άλλους.
Ο αντισυνταγματάρχης Παραλίκας κατηγορήθηκε ακόμη ότι αναμίχθηκε σε “ανάθεση δολοφονίας” του υπασπιστή του βασιλιά, Μ. Αρναούτη, στον ιδιώτη υπάλληλο της ΚΥΠ, Κανάκη. Αλλά το βούλευμα επεκτάθηκε, όπως προαναφέρθηκε, και στις “ευθύνες” πολιτικών προσώπων στη “συνωμοσία”. Απέδωσε στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου πρόθεση να θέσει υπό τον έλεγχό της το στρατό και ιδιαίτερα υπάρχει αναφορά για τις επαφές του Ανδρέα Παπανδρέου με στρατιωτικούς αλλά και με βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που “ανήκαν κατά την Κατοχή στο ΕΑΜ”.
Το βούλευμα κατηγόρησε τον Γεώργιο Παπανδρέου ότι ήθελε να πάρει το υπουργείο Άμυνας για να καλύψει τις ευθύνες του Ανδρέα και ότι προετοίμαζε ταραχές για να ασκήσει πίεση στον βασιλιά. “Διαπιστώθηκε” ακόμα ότι υπήρχαν ενδείξεις, για συμμετοχή στην πολιτική ηγεσία του ΑΣΠΙΔΑ, των πρώην υπουργών του Κέντρου, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, Παύλου Βαρδινογιάννη και Στυλιανού Χούτα, με αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου, μικρότερες “ενδείξεις” για τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, Κωνσταντίνο Στεφανάκη, τον εκδότη της Ελευθερίας Πάνο Κόκκα, τον δημοσιογράφο Γιώργο Μπέρτσο κ.α. Επειδή όμως το Στρατοδικείο δεν είχε αρμοδιότητα για ιδιώτες, η ανάκριση για τα πολιτικά πρόσωπα ανατέθηκε στον δικαστικό Σωκράτη Σωκρατείδη. Το βούλευμα στηρίχθηκε σε μαρτυρίες αξιωματικών, πολλοί από τους οποίους αποδείχθηκαν αργότερα ότι ήσαν στελέχη της χούντας του Παπαδόπουλου.
Ο Ηλίας Τσιριμώκος ζήτησε ανοιχτά την άμεση αμνήστευση του ΑΣΠΙΔΑ, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν παρασκηνιακά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ορισμένοι υπουργοί της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1966 άρχισε στη μεγάλη αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο Μέγαρο Αρσακείου, η δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Οι αρχές είχαν πάρει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Ολόκληρο το τετράγωνο είχε κυκλωθεί από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί μεταφέρθηκαν με κλούβες, ενώ πλήθη κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στα απέναντι πεζοδρόμια. Πρόεδρος του Στρατοδικείου είχε οριστεί ο αρεοπαγίτης Θ. Καμπέρης, βασιλικός επίτροπος ήταν ο Ηλ. Παπαπούλος, τακτικά μέλη οι Γ. Χατζής, Γ. Μπεληγιάννης, Α. Ζαλαχώρης, Ν. Μπιρμπίλης, και αναπληρωματικά οι Ε. Κεχαγιάς, Α. Πολίτης, Δ. Παπαδόπουλος, Π. Πανουργιάς, Κ. Βρυώνης και Ι. Κριστέλης.
Οι τρεις πρώτες μέρες της δίκης καταναλώθηκαν για την ανάγνωση από τον γραμματέα του Στρατοδικείου των 475 σελίδων του βουλεύματος, ενώ άλλες τρεις σε ενστάσεις της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Οι 21 από τους 24 συνηγόρους αγόρευσαν υποστηρίζοντας αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Από την πρώτη στιγμή άρχισαν αντεγκλήσεις ανάμεσα στον πρόεδρο και τον επίτροπο απο τη μια και από την άλλη τους συνηγόρους και 21 κατηγορουμένους που ακολούθησαν “σκληρή” γραμμή καταγγέλλοντας ολόκληρη την υπόθεση σαν σκευωρία, “που είχε σκοπό να συγκαλύψει την πραγματική συνωμοσία της χούντας στις ένοπλες δυνάμεις”.
Κατηγορούμενοι όπως ο Μπουλούκος, ο Παπαγεωργόπουλος κ.α. κατήγγειλαν ότι έγινε προσπάθεια να τους εξαγοράσουν ένας στρατηγός και παράγοντες της άκρας Δεξιάς ή να τους πείσουν να ομολογήσουν για τον ΑΣΠΙΔΑ με αντάλλαγμα την αθώωσή τους. Το στρατοδικείο έμοιαζε με βουλευτήριο σε στιγμές μεγάλης πολιτικής οξύτητας. Έτσι, με την άρνηση του βασιλιά και της κυβέρνησης να κλείσει το θέμα του ΑΣΠΙΔΑ με μερικά διοικητικά μέτρα ή πειθαρχικές ποινές -όπως είχε προτείνει ο αντιστράτηγος Σίμος με το πόρισμά του τον προηγούμενο χρόνο- ή να αμνηστευθεί η υπόθεση, συνέχισε η όξυνση των παθών.
Η εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας άρχισε στις 21 Νοεμβρίου. Την ίδια μέρα παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, και παρακολούθησε για λίγο τη δίκη από τις θέσεις των συνηγόρων, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στο διάλειμμα χαιρέτησε με χειραψία όλους τους κατηγορούμενους. Οι εφημερίδες της Δεξιάς έγραψαν ότι με την επίσκεψή του ο Ανδρέας Παπανδρέου επιδίωξε να ενθαρρύνει τους κατηγορούμενους για να μην κάνουν αποκαλύψεις. Όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μακρές δηλώσεις του ανέφερε μεταξύ άλλων: “Δια της παρουσίας μου επιθυμώ να επισημάνω την κατάφωρον παραβίασιν του Συντάγματος και των βασικών δικαιωμάτων του Έλληνος πολίτου, εις την οποίαν εστηρίχθη και συνεχίζει να στηρίζεται η μεγάλη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ”.
Την επομένη, 22 Νοεμβρίου, σε σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης Κέντρου, ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρθηκε στη δίκη και στην προσπάθεια του ανακριτή Λαγάνη, του ίδιου του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Τύπου της Δεξιάς να ταυτίσουν την Ένωση Κέντρου με τον ΑΣΠΙΔΑ και πρόσθεσε: “Η σκευωρία έχει αποκαλυφθεί. Έχει οργανωθεί από το παρακράτος της Δεξιάς. Και θα συμβεί εκείνο το οποίον έχομεν επαγγελθεί (…) Όσοι ηδικήθησαν θα εύρουν δικαιοσύνην και όσοι ηδίκησαν θα υποστούν κυρώσεις…”.
Έτσι η δίκη έγινε αντικείμενο έντονης πολιτικής αντιδικίας. Συνεχίστηκε με βασικούς μάρτυρες κατηγορίας τον Κύπριο δημοσιογράφο Νίκο Σαμψών και τον στρατηγό Γρίβα. Ο Άρις Μπουλούκος στις αναμνήσεις του για εκείνη την περίοδο έγραψε: “Από την κατάθεση του στρατηγού Γρίβα, από τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις της υπεράσπισης και από το πόρισμα του επιτελάρχη του, που υποβλήθηκε στις 10 Μαΐου 1965, προκύπτει το δραματικό δίλημμα για τον στρατηγό-μάρτυρα κατηγορίας.
Είτε υπήρξε ο ίδιος το ακούσιο όργανο των σκοτεινών δυνάμεων που χρησιμοποίησαν την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ για να πλήξουν την κυβέρνηση της Ε.Κ. και τη Δημοκρατία, είτε υπήρξε εκούσιος συνεργός της όλης υπονομευτικής μηχανορραφίας, ο Γρίβας αντιμετώπισε πράγματι ένα δραματικό δίλημμα γιατί, όταν “απεκάλυπτε” την ύπαρξη του ΑΣΠΙΔΑ, δεν φανταζόταν ποτέ ότι έτσι άνοιγε τον δρόμο σε συνωμότες επίδοξους δικτάτορες. Νόμιζε τότε ότι χτυπούσε πολιτικά τη “δοκό στηρίξεως” του Μακαρίου στην ελληνική κυβέρνηση, δηλ. τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και τώρα καταλάβαινε ότι τον χρησιμοποιούσαν οι συνωμότες για την ανατροπή της δημοκρατίας στην Ελλάδα…”.
Ο συνήγορος του Μπουλούκου, Νικηφόρος Μανδηλαράς, κατηγόρησε τον Γρίβα ότι ήταν “ένας εκ των σκευωρών της υποθέσεως ΑΣΠΙΔΑ”, ενώ οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν μηνύσεις εναντίον ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας (του μετέπειτα βασανιστή Θεόδωρου Θεοφιλογιαννάκου και άλλων) για ψευδορκία. Η δίκη συνεχίστηκε με σοβαρά επεισόδια ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας από τη μια πλευρά, τους κατηγορουμένους και συνηγόρους από την άλλη. Από τους συνηγόρους κυριότεροι ήταν οι Νικηφόρος Μανδηλαράς, Σταύρος Κανελλόπουλος, Νικόλαος Αλαβάνος, Αριστ. Οικονομίδης, Εμμ. Στεφανάκης, Αλεξ. Σακελλαρόπουλος, Τάλμποτ Κεφαλληνός, Ιωάννης Σεργάκης.
Ο πρόεδρος του στρατοδικείου και ο βασιλικός επίτροπος, Θ. Καμπέρης και Η. Παπαπούλος αντίστοιχα, επικρίθηκαν εντονότατα για σκανδαλώδη μεροληψία εναντίον των δικαζομένων αξιωματικών. Καταγγελίες και αποκαλύψεις εντυπωσίασαν, όπως π.χ. ότι ο σμήναρχος Σκαρμαλιωράκης, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε συνωμοσία οργάνωσης πραξικοπήματος, είχε διασυνδέσεις με αμερικανικές υπηρεσίες, ενώ ο ταγματάρχης Ι. Στειακάκης, μέλος της χούντας του Παπαδόπουλου, κατηγόρησε σαν “ύποπτο” για συμμετοχή στον ΑΣΠΙΔΑ τον αρχηγό του ΓΕΕΘΑ αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Τσολάκα. Όπως έγραψε ο Άρις Μπουλούκος, “οι συνωμότες αντελήφθησαν ότι η διαδικασία είχε εξελιχθεί σε “μπούμερανγκ” κι άρχισαν να σκέφτονται τη συνέχιση της δίκης “κεκλεισμένων των θυρών”.
Οι συνεχείς αποκαλύψεις από μέρους μας των συνωμοτικών μηχανισμών τους, αλλά και συγκεκριμένων προσώπων και στοιχείων που φώτιζαν τις προθέσεις και τις διασυνδέσεις των, τους ανησύχησε. Είχαμε αποκαλύψει μέσα σε δύο μήνες διαδικασίας πάνω από εκατό αξιωματικούς που ολοφάνερα ανήκαν στην ΙΔΕΑτική συνωμοτική ομάδα. Το όνομα του Γ. Παπαδόπουλου είχε επανειλημμένα αναφερθεί, όχι μόνο για το “διαβόητο” σαμποτάζ του Έβρου, αλλά και για τα καθήκοντά του ως “γραμματέως” στο σχέδιο “Περικλής”. Είχαν αποκαλυφθεί και πολλοί συνωμότες της παραΚΥΠ…].
Στις 26 Ιανουαρίου του 1967, με αφορμή επεισόδια κατά την κατάθεση του Στειακάκη, αποφασίστηκε να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και να απαγορευτεί η δημοσίευση πρακτικών. Την πρόταση έκανε ο επίτροπος Παπαπούλος, επικαλούμενος λόγους δημοσίας τάξεως. Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων των κομμάτων. Ο Γεώργιος Παπανδρέου δήλωσε ότι η απόφαση του στρατοδικείου προκαλεί κατάπληξη και αγανάκτηση. “Παύει πλέον να είναι δίκη. Γίνεται Ιερά Εξέτασις”, είπε.
Η Ε.Δ.Α. χαρακτήρισε την απόφαση “αίσχος” και “καταδίκη της ίδιας της δίκης” και της υπόθεσης του ΑΣΠΙΔΑ, που αποδείχθηκε “σκευωρία κατά της δημοκρατίας”. Και το ΦΙΔΗΚ (Στεφανόπουλος-Μητσοτάκης κ.α.) που ως κυβέρνηση κάλυψε με την πολιτική ευθύνη του την υπόθεση και τη δίκη, αυτή τη φορά χαρακτήρισε την απόφαση “απαράδεκτη” γιατί “παραβιάζει τας συνταγματικάς εγγυήσεις διά την απονομήν της δικαιοσύνης και την υπεράσπισιν των κατηγορουμένων”. Οξύτερος απ’ όλους, ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτήρισε την απόφαση “κατάφωρον παραβίασιν του άρθρου 92 του Συντάγματος” και “ομολογία ενοχής των σκευωρών”.
Αλλά και ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος διαχώρισε τη θέση του από την απόφαση του στρατοδικείου και δήλωσε ότι δεν θα υπερασπισθεί “τας κλειστάς θύρας, ακόμη δε ολιγώτερον την απαγόρευσιν της δημοσιότητος”. Αργότερα στις αναμνήσεις του έγραψε ο Άρις Μπουλούκος: “Ένας άλλος λόγος που υπαγόρεσε την ανάγκη να πέσει το σκοτάδι στη διαδικασία, ήταν ότι φθάναμε στους μάρτυρες για τον ΑΣΠΙΔΑ στη Βόρειο Ελλάδα. Αυτός, όμως, ήταν ένας τομέας όπου η ανάκριση είχε σημειώσει παταγώδη αποτυχία και θα αποκαλυπτόταν τώρα ο τρόπος με τον οποίο ο ανακριτής Λαγάνης είχε πάρει τις καταθέσεις. Επρόκειτο έτσι να αποκαλυφθεί και ο πλήρης μηχανισμός των συνωμοτών στο Γ’ Σώμα Στρατού. Ίσως αυτός ο τελευταίος να ήταν και ο λόγος που έπεισε τους συνωμότες να επιβάλλουν στον Καμπέρη να συνεχίσει τη δίκη κεκλεισμένων των θυρών…”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο 73ος μάρτυρας κατηγορίας, Στέφανος Ζέρβας, που εξετάστηκε κεκλεισμένων των θυρών, όταν άκουσε ένα απόσπασμα της κατάθεσής του, πετάχτηκε οργισμένος και φώναξε: “Διαμαρτύρομαι! Δεν υπάρχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Δεν είπα εγώ τέτοια πράγματα…”. Και σε ερωτήσεις του κατηγορουμένου Αναγνωστόπουλου, ο Ζέρβας αποκάλυψε: “Ο μοχλός της όλης υποθέσεως είναι ο Πετάνης, ο οποίος είχε τηλεφωνικάς επαφάς με τον αντισυνταγματάρχην Παπαδόπουλον του Έβρου, που του έδινε εντολές…”.
Στις 24 Φεβρουαρίου ο εισαγγελέας ζήτησε την άρση της βουλευτικής ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου και του Παύλου Βαρδινογιάννη για να παραπεμφθούν σε δίκη για τον ΑΣΠΙΔΑ. Το αίτημα απορρίφθηκε από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, αλλά τα πολιτικά πάθη οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο.
Στις 16 Μαρτίου 1967, το Στρατοδικείο έβγαλε την απόφασή του: Καταδικάζονται σε 18 χρόνια κάθειρξη και πεντάχρονη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων οι: συνταγματάρχης Αλέξανδρος Παπατέρπος, αντισυνταγματάρχης Α. Δαμβουνέλης, οι λοχαγοί Άρις Μπουλούκος, Τάκης Παπαγεωργόπουλος και Θεοφάνης Τόμπρας, σε κάθειρξη 13 χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων οι λοχαγοί Δ. Παπαγιαννόπουλος και Γιάννης Πανούτσος, σε κάθειρξη 8 χρόνων και πεντάχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ο αντισυνταγματάρχης Δ. Παραλίκας και οι λοχαγοί Α. Βλάχος και Α. Κεπενός, σε φυλάκιση 4 ετών ο λοχαγός Γ. Κωστόπουλος και δύο χρόνων οι λοχαγοί Χ. Θεοδώρου, Ι. Μαρκέτης και Μ. Γεωργίου. Αθώοι κηρύσσονται οι συνταγματάρχες Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, Δημήτριος Χονδροκούκης και Σπ. Τσαμασιώτης, ο αντισυνταγματάρχης Τ. Κατσημήτρος, κ.α. Απαλλάχθηκαν οι τρεις λοχαγοί που ομολόγησαν ότι υπήρχε η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ και βοήθησαν την ανάκριση.
Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ έκλεισε οριστικά στις 23 Δεκεμβρίου 1967, με την παροχή αμνηστίας από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, δέκα μέρες μετά το αποτυχημένο κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου.