Πολιτισμός

Ουμπέρτο Έκο: Το “θεϊκό δώρο” επί γης

Σαν σήμερα στις 19 Φεβρουαρίου ο "μεγάλος δάσκαλος" έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο. Ο κόσμος της διανόησης έγινε πιο φτωχός.

Λέγεται ότι το επίθετο Έκο είναι αρκτικόλεξο των λατινικών λέξεων Ex Caelis Oblatus που σημαίνει “θεικό δώρο”. Και στην περίπτωση του Ουμπέρτο Έκο το “θεικό δώρο” ήταν η ύπαρξή του και μόνο. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους φιλοσόφους και συγγραφείς, ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής του τον χαρακτήρισαν “μεγάλο δάσκαλο” και “ιδανικό συνομιλητή” λόγο της ηρεμίας του προφορικού του λόγου και της γαλήνης που εξέπεμπαν τα μάτια του. Το πρώτο του μυθιστόρημα “το όνομα του Ρόδου” δημοσιεύτηκε το 1980.

Πούλησε περισσότερα από 50 εκατομμύρια αντίτυπα ενώ μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες. Το 1986 το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο υπό την σκηνοθεσία του Ζαν-Ζακ Ανό και πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι (Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ) και Κρίστιαν Σλέιτερ (Άντσο). Σαν σήμερα στις 19 Φεβρουαρίου ο “μεγάλος δάσκαλος” έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, νικημένος από την επάρατη νόσο. Ο κόσμος της διανόησης έγινε πιο φτωχός.

Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μαζί με τη μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα – συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αλλά και εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο πολύ μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στην μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».

Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έγινε διδάκτορας Φιλοσοφίας το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του με θέμα τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη. Στη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο έπαψε να πιστεύει στον Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία.

Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και παράλληλα δέχθηκε τη θέση του Διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση. Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με την συγγραφή και τις διαλέξεις.

Με το δεύτερο βιβλίο του (Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα) απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή και τη δουλειά που του ταίριαζε μέσα από τη λογοτεχνία.Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα Il Verri. Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για τη γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη σημειολογία.

Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Έγραψε δεκάδες δοκίμια (Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας, Κήνσορες και θεράποντες (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), Ο υπεράνθρωπος των μαζών, Θεωρία της σημειωτικής, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Πέντε ηθικά κείμενα, Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο, Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις, Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.

Ό,τι δεν είναι ατομικό και παίρνει πολιτικό χαρακτήρα (πολιτικό, με την έννοια της ενασχόλησης με τα κοινά, όχι κομματικό) ήταν αντικείμενο που τον ενδιέφερε και το μελετούσε. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών ήταν που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ευρύτητα των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε του χάρισαν το προσωνύμιο “tuttografo” (παντογράφος).

Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας. Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.

Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου – 1980, Το εκκρεμές του Φουκώ – 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας – 1994, Μπαουντολίνο – 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα – 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας – 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα Το όνομα του Ρόδου, οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα.

Κι όμως, το όνομα του Ρόδου (Il nome della rosa), μυθιστόρημα  τιμήθηκε με το «Prix Médicis Étranger» το 1982. Το έργο που πούλησε πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες, τοποθετείται την περίοδο του Μεσαίωνα, σε ένα μοναστήρι όπου μια σειρά δολοφονίες περιμένουν να διαλευκανθούν, ενώ ταυτόχρονα ο Έκο μας παρουσιάζει όλη σχεδόν την μεσαιωνική θρησκευτική γραμματεία και φιλοσοφία.

Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι, ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών.

Ο Έκο ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και αριστερός, με φανερή συμπάθεια στα αριστερά κόμματα. Παρόλα αυτά ποτέ δεν είχε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, δείγμα της αδογμάτιστης και αδούλωτης προσωπικότητάς του.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο