Το 1997 η τηλεοπτική παραγωγή του MEGA “Είμαστε στον Αέρα” αφηγούνταν το στήσιμο του ραδιοφωνικού σταθμού Jukebox fm, από μια παρέα παλιών συμμαθητών, που είχαν επιχειρήσει να κάνουν το ίδιο όταν ήταν ακόμη στο σχολείο και είχαν έναν πειρατικό ραδιοσταθμό. Μέσα από αυτή την τηλεοπτική σειρά πολλοί ήταν εκείνοι που αγάπησαν ακόμη περισσότερο το ραδιόφωνο το οποίο εκτός από μέσο ενημέρωσης παραμένει μέσο διασκέδασης αλλά και μέσο συντροφιάς.
Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου η οποία καθιερώθηκε με απόφαση της UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, έπειτα από πρόταση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου. Αρχικά, η πρόταση των Ισπανών ήταν να τιμάται η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου στις 30 Οκτωβρίου, σε ανάμνηση της περίφημης εκπομπής του Όρσον Γουέλς το 1938, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Πόλεμος των Κόσμων». Η UNESCO, όμως, αποφάσισε διαφορετικά και πρόκρινε τη 13η Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία το 1946 πρωτολειτούργησε το ραδιόφωνο του ΟΗΕ.
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καταγράφονται σε δυτικές χώρες οι πρώτοι πειραματισμοί με ραδιοφωνικές εκπομπές, αρκετά χρόνια μετά τη χρήση ασυρμάτου για στρατιωτικούς σκοπούς. Σύντομα άρχισαν να λειτουργούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σταθμοί και σε άλλες χώρες με κανονικό πρόγραμμα και περιεχόμενο. Στην Ελλάδα τα πρώτα πειράματα ραδιοφωνίας έγιναν το 1922 από τον καθηγητή Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Πετρόπουλο, ο οποίος προσπάθησε να προπαγανδίσει το νέο μέσο στον τύπο,το 1923 από το Πολεμικό ναυτικό και το 1925 από ιδιωτική τεχνική σχολή. Οι ακροατές ήταν ελάχιστοι και όλοι οι δέκτες σφραγισμένοι από το κράτος,το οποίο είχε για χρόνια και την αποκλειστική δυνατότητα ασύρματων (όχι ραδιοφωνικών) εκπομπών.
Τo 1926, μέσα στον χώρο της ΔΕΘ, o Χρίστος Τσιγγιρίδης στήνει τον πομπό του.Τον λειτουργεί μόνον κατά την διάρκεια της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο. Ο Πρώτος Ραδιοφωνικός Σταθμός της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι πλέον γεγονός. Όπως μας πληροφορεί η wikipedia, τρία χρόνια αργότερα, το 1929, μετά από κάποιες δοκιμές, δημιούργησε δικό του σταθμό που μετέδιδε πρόγραμμα με ελληνική και ξένη μουσική στο πλαίσιο της ΔΕΘ και μόνο κατά τη διάρκειά της.
Ο Τσιγγιρίδης ήθελε να αυξήσει τις πωλήσεις ραδιοφώνων για αυτό το λόγο έφτιαξε τον σταθμό, ο οποίος μετέδιδε διαφημίσεις, αναγγελίες και ειδήσεις σε συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία. Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη, που ήταν ο πρώτος στα Βαλκάνια, λειτουργούσε σε μονιμότερη βάση από το 1936 και ως το 1947 οπότε και απαλλοτριώθηκε υπέρ του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Λίγο νωρίτερα τους πομπούς του είχε χρησιμοποιήσει και το ΕΑΜ. Στην μεταξική περίοδο αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το καθεστώς γιατί μετέδιδε μη αρεστές ειδήσεις, ενώ αργότερα, στην Κατοχή, μετέδιδε υποχρεωτικά την γερμανική προπαγάνδα, αν και ο Τσιγγιρίδης επινοούσε βλάβες για να μεταδίδει λιγότερο χρόνο το πρόγραμμα.
Οι κρατικές προσπάθειες για ίδρυση ραδιοφωνικού σταθμού, που άρχισαν εν τω μεταξύ το 1929, δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω δικαστικών διενέξεων και άλλων ζητημάτων. Το διάστημα 1932 ή 1935-1938 εξέπεμπε, για παράδειγμα, στην περιοχή του Πειραιά σταθμός από το υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων. Παράλληλα, όμως, από το 1930 είχε αρχίσει να τίθεται το νομικό πλαίσιο για τη λειτουργία της ραδιοφωνίας.
Το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου κινήθηκε ενεργά προς τη δημιουργία κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού με βοήθεια και έμπνευση από την Ναζιστική Γερμανία, η οποία είχε επενδύσει στο ραδιόφωνο σαν μέσο προπαγάνδας. Έτσι το 1936 ιδρύθηκε η Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών (ΡΣΑ) άρχισε να εκπέμπει από τις 25 Μαρτίου 1938 και σε κανονικό πρόγραμμα από τις 21 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Η έδρα του ήταν στα υπόγεια του Ζαππείου. Η πρώτη εκφωνήτρια ήταν η Αφροδίτη Λαουτάρη. ενώ θρυλικό έγινε το σήμα του σταθμού, η βουκολική μελωδία, ο Τσοπανάκος, που έμεινε γνωστό ως τις ημέρες μας.
Το μεταξικό καθεστώς έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην προπαγάνδιση της ιδεολογίας του και για το λόγο αυτό επιδίωκε να μοιράζει συσκευές ραδιοφώνου σε απομακρυσμένες περιοχές. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι ραδιοφωνικές συσκευές στην Ελλάδα αυξήθηκαν από 10.000 το 1936 σε 60.000 το 1940, ο υπολογισμός του κοινού όμως είναι δύσκολος γιατί πολλά ραδιόφωνα έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, υπήρχαν δε και λαθρακροατές.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το ραδιόφωνο μετέδιδε πληροφορίες για τις συγκρούσεις και χρησιμοποιήθηκε για την κινητοποίηση της ελληνικής πλευράς. Λίγο πριν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, σε μια δραματική έκκληση ο εκφωνητής κάλεσε τους ακροατές να μην πιστεύουν το σταθμό που σε λίγο θα μετέδιδε ψέματα.
Μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο ΡΣΑ μετέδιδε τη γερμανική προπαγάνδα, αν και το προσωπικό προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το διακόπτει, προσποιούμενο τεχνικές δυσκολίες. Οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να σφραγίσουν ραδιόφωνα για να ακούγεται μόνο ο ΡΣΑ και να επιβάλλουν μεγάλες ποινές για τα αδήλωτα ή ασφράγιστα ραδιόφωνα, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσοι είχαν ραδιόφωνο άκουγαν κρυφά την Ελληνική Υπηρεσία του BBC από το Λονδίνο.
Οι Γερμανοί, λίγο πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα τον Οκτώβριο του 1944, προσπάθησαν να ανατινάξουν τους πομπούς του σταθμού στα Λιόσια, ωστόσο κατέστρεψαν μόνο έναν στους τρεις. Μετά την απελευθέρωση το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), που ιδρύθηκε στις 16 Ιουλίου 1945, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το ραδιόφωνο. Το 1947 ίδρυσε ψυχαγωγικό σταθμό στην Θεσσαλονίκη, το 1952 το περισσότερο ψυχαγωγικό Δεύτερο Πρόγραμμα και το 1954 το Τρίτο Πρόγραμμα το οποίο εξαρχής μετέδιδε κλασική μουσική (το Πρώτο παρέμενε ενημερωτικό και επιμορφωτικό).
Από το 1948, μεσούντος του εμφυλίου άρχισε να λειτουργεί και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Ραδιοφωνικό σταθμό, την Φωνή της Αλήθειας, είχε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και ο Δημοκρατικός Στρατός που εξέπεμπε από τη Γιουγκοσλαβία και αργότερα τη Ρουμανία, το πρόγραμμά του όμως ακούγονταν από λίγους και είχε μικρή απήχηση. Η Φωνή της Αλήθειας εξέπεμπε ως το 1967.
Η Χούντα των Συνταγματαρχών έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση, που είχε αρχίσει από το 1966 πειραματικές εκπομπές με αυξανόμενη απήχηση στο κοινό. Το ραδιόφωνο παρέμενε στενά ελεγχόμενο και προπαγανδιστικό. Για αυτό το λόγο πολλοί άκουγαν τότε την ελληνική εκπομπή του BBC και αυτήν της Deutsche Welle που αμφότερες είχαν έντονα αντιστασιακό χαρακτήρα.
Τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε και το φαινόμενο των ραδιοπειρατών, οι οποίοι είχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σταθμούς μικρής εμβέλειας και ισχύος στα μεσαία κύματα και αργότερα στα FM. Οι σταθμοί έπαιζαν πολλή μουσική: λαϊκές επιτυχίες ή ροκ, αργότερα ντίσκο ή μέταλ, που δεν παίζονταν πάντα από τα κρατικά ραδιόφωνα και μετέδιδαν αφιερώσεις. Το ενημερωτικό ή ειδησεογραφικό περιεχόμενο των σταθμών ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, πολλοί ήταν δε απολίτικοι για να αποφύγουν τις διώξεις.
Υπολογίζεται ότι σε μια 20ετία υπήρξαν 5.000-7.000 ραδιοπειρατές, ίσως ακόμα και 10.000. Είχαν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διώξεις και τις βαριές ποινές των Αρχών, οι οποίες τους επέβαλαν πρόστιμα βάσει του χουντικού νόμου 1244/1972, γιατί δεν είχαν άδεια.
Τη δεκαετία του 1980 το φαινόμενο των ραδιοπειρατών επεκτάθηκε, παρά το ότι οι αρχές δεν σταμάτησαν τις διώξεις. Η απήχηση των πειρατικών ή (νόμιμων) αυτοοργανωμένων σταθμών στη Γαλλία και την Ιταλία κινητοποίησε μέρη της Αριστεράς στην Ελλάδα που πήραν σχετικές πρωτοβουλίες. Σε αυτή τη κατεύθυνση βοηθούσε και το άνοιγμα της ραδιοτηλεόρασης που είχε αρχίσει λίγο νωρίτερα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης υπό την αιγίδα της ΕΟΚ.
Στις αρχές της δεκαετίας άρχισαν, λοιπόν, να εμφανίζονται πειρατικοί σταθμοί με μονιμότερο πρόγραμμα, αλλά και φοιτητικοί. Ακόμη εμφανίστηκαν βραχύβιοι σταθμοί με πολιτικό περιεχόμενο, όπως ο Ράδιο Αντίλαλος του περιοδικού Αντί. Με την καθιέρωση της ελεύθερης ραδιοφωνίας, και καθώς ο νόμος προέκρινε τους ιδιωτικούς και τους δημοτικούς σταθμούς, το φαινόμενο ατόνησε και σταδιακά εξαφανίστηκε. Ενώ αρκετοί ραδιοπειρατές αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος στα ιδιωτικά ραδιόφωνα.
Η Φωνή της Ελλάδας
Το πρόγραμμα της Δημόσιας Ραδιοφωνίας ” Φωνή της Ελλάδας” είναι από τις μακροβιότερες παραγωγές. Η φωνή της Ελλάδας προορίζεται για τα εκατομμύρια των Ελλήνων που ζουν στις πέντε ηπείρους, για τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες φοιτητές κυρίως στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, για τις δεκάδες χιλιάδες Έλληνες ναυτικούς στη θάλασσα, καθώς και για τους πολυάριθμους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, που δεν μιλούν ελληνικά και για ξένους ακροατές.
Η Φωνή της Ελλάδας έχει επίσης ενταχθεί στην παγκόσμια κοινότητα του Διαδικτύου με ζωντανή μετάδοση του προγράμματος 24 ώρες την ημέρα. Με ένα ειδικό πρόγραμμα που προορίζεται για τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, και με ένα μοναδικό και ολοκληρωμένο δελτίο ειδήσεων που προορίζεται για αυτούς και με τη μετάδοσή του στο διαδίκτυο και στον παγκόσμιο ιστό, ο σταθμός φθάνει στους Έλληνες που ζουν σε όλα τα μέρη του κόσμου. Μεταδίδεται σε βραχύ μήκος κύματος (6210 kHz, 9420 kHz, 9935 kHz, 11645 kHz και 15650 kHz) από το Καλοχώρι-Παντείχι Εύβοιας συνεχώς για 23 ώρες και στα μεσαία κύματα για περίπου 10 ώρες.
Δεκαεννιά ελληνικά δελτία εκπέμπονται καθημερινά από τα στούντιο 5. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης ενημερωτικά προγράμματα πολιτικού, πολιτιστικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος, καθώς και μουσικά προγράμματα που προωθούν τα καλά ελληνικά τραγούδια. Αλλά η Φωνή της Ελλάδας χαρακτηρίζεται κυρίως από προγράμματα που την φέρνουν σε άμεση επαφή με τον Ελληνισμό μέσω τηλεφωνικών κλήσεων και επιστολών.