Ήταν βράδυ της 18ης Ιανουαρίου του 1984, όταν η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την άσχημη είδηση από το Λονδίνο: «Πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές…». Ο κόσμος πάγωσε και η ελληνική μουσική βιομηχανία γινόταν πιο φτωχή, έχοντας όμως παρακαταθήκη τα έργα του σπουδαίου Βασίλη Τσιτσάνη. Λίγα 24ωρα μετά την είδηση του θανάτου του εκατομμύρια κόσμου θα μαζεύονταν στο Α’ νεκροταφείο της Αθήνας και θα ένωνε τη φωνή του με όλων των μεγάλων τότε τραγουδιστών στη “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημερομηνία, στις 18 Ιανουαρίου.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας το 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Βασίλης Τσιτσάνης: Τα πρώτα του ακούσματα και το μαντολίνο
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926, γράφει το sansimera.gr. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Βασίλης Τσιτσάνης: Η Αθήνα, τα “Μπιζέλια” και η Οντεόν
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν.
Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες.
Βασίλης Τσιτσάνης: Η Θεσσαλονίκη και το ουζερί
Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Βασίλης Τσιτσάνης: Η επιστροφή στην Αθήνα και ο εμφύλιος
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…
Βασίλης Τσιτσάνης: Πέθανε ανήμερα των γενεθλίων του
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του.
Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.
Βασίλης Τσιτσάνης – «Σελίδες Κατοχής»: Δύο άγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη αναδεικνύονται στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου
Δύο άγνωστα στο ευρύ κοινό τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, που γράφτηκαν το 1944 για να υμνήσουν την Εθνική Αντίσταση, καταγράφονται στο βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου “Σελίδες Κατοχής”. Σύμφωνα με το μελετητή Ηλία Πετρόπουλο, ο οποίος θυμόταν καλά τη μελωδία τους, τα τραγούδια αυτά δεν κυκλοφόρησαν ποτέ σε δίσκο. Επιπλέον, ο Κώστας Βίρβος σημείωνε στην αυτοβιογραφία του ότι τα τραγούδια αυτά τα έπαιζε και τραγουδούσε ο Τσιτσάνης κρυφά στο μαγαζί του «Ουζερί Τσιτσάνης», που διατηρούσε στην οδό Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που τα είχε ακούσει, ανέφερε ότι «τραγουδήθηκαν τόσο πολύ εκείνα τα χρόνια».
Τα τραγούδια έγραψε ο Τσιτσάνης μαζί με τα άλλα του μεγάλα αριστουργήματα στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής 1941-1944. Όπως αναφέρει ο Σπύρος Κουζινόπουλος, οι δύο ύμνοι στην Εθνική Αντίσταση γράφτηκαν στην περιοχή της Επανομής, με την οποία ο δημιουργός ήταν στενά δεμένος, καθώς κατέφυγε εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου και αφού είδε το σπίτι του στα Τρίκαλα μισογκρεμισμένο.
«Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια/ σκελετωμένα κορμιά/ ζωή καινούρια, τραγούδια, χαρά/ δώσατε σεις λευτεριά», έλεγε μια στροφή του ενός από τα δύο τραγούδια. Ωστόσο, τα δύο τραγούδια «θάφτηκαν» μεταπολεμικά, λόγω του εμφυλιοπολεμικού κλίματος που επικράτησε στη χώρα.
Άγνωστα στοιχεία
Το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Σπύρου Κουζινόπουλου «Σελίδες Κατοχής», παρουσιάζει άγνωστα στο ευρύ κοινό στοιχεία για την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα, μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, μαρτυρίες και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό.
Όπως έχει σημειώσει ο κ. Κουζινόπουλος, «ατέλειωτες σκηνές πόνου, δακρύων, απελπισίας και θλίψης έζησε ο ελληνικός λαός στα τριάμισι χρόνια της ναζιστικής σκλαβιάς. Εκτελέσεις, βασανιστήρια, λιμός, ήταν τα “αγαθά” που γνώρισε η χώρα μας κάτω από την μπότα του εθνικοσοσιαλισμού. Μακρύς ο κατάλογος των εκτελεσμένων πατριωτών. Ποταμοί αίματος, εκατόμβες θυμάτων. Κοντεύουν τα 1.500 μόνο στη Θεσσαλονίκη».
Η είσοδος των ναζιστικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, τα επιταγμένα από τους Γερμανούς κτίρια, οι τόποι βασανιστηρίων και εκτελέσεων, οι αντιστασιακές εκδηλώσεις, τα ηρωικά σαμποτάζ στις εγκαταστάσεις κατοχικών δυνάμεων, τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια και οι διαδηλώσεις κατά της πολιτικής επιστράτευσης και κατά της καθόδου των Βούλγαρων φασιστών στη Μακεδονία, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που «φωτίζονται» από την πολυετή έρευνα του συγγραφέα.
Επίσης, είδαν για πρώτη φορά το «φως» της δημοσιότητας στοιχεία για ορισμένες μυθιστορηματικές αποδράσεις, δώδεκα φυματικών από το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου και τριών κορυφαίων στελεχών της Εθνικής Αντίστασης στη Βόρεια Ελλάδα από το κτίριο της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, λίγο πριν από την παράδοσή τους στην Γκεστάπο και την εκτέλεσή τους.