Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλούσε καλύτερα αγγλικά από τον Ντόναλντ Τραμπ, μετέδωσαν ένιοι εκ των φιλοκυβερνητικών δημοσιογράφων, αναπαράγοντας σχετικό σχόλιο αμερικανού συναδέλφου τους. Καταρχήν δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ένας ξένος πολιτικός, που έχει σπουδάσει στην Αμερική, να μιλά καλύτερα αγγλικά από τους κατά καιρούς αμερικανούς προέδρους, όταν από το αξίωμα έχει περάσει ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Τζόρτζ Μπους Τζούνιορ. Σημαίνει όμως κάτι αυτό;
Ο Τάγιπ Ερντογάν όταν ανέλαβε την Τουρκία μιλούσε μερικές λέξεις μόνο αγγλικά και είχε παντού μαζί του τον διερμηνέα του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να εξελιχθεί σε ηγέτη και να κάνει την Τουρκία μέσα σε 15 χρόνια μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Αλλά και στα καθ ημάς, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην πρώτη του περίοδο, μάλλον κανείς δεν τον καταλάβαινε όταν μιλούσε αγγλικά με το σερραϊκό του αξάν.
Η προβολή των καλών αγγλικών (που έχουν την σημασία τους) όπως και της σωστής στάσης της συζύγου του πρωθυπουργού (αναμφίβολα), δείχνουν την αμηχανία ενός επικοινωνιακού συστήματος που δεν βρήκε πολλά θετικά να επιδαψιλεύσει στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.
“Η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος και προβλέψιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή”, δήλωσε ο πρωθυπουργός για να προσθέσει ότι “οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι στο καλύτερο σημείο τους. Είμαι πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ θα σταθούν στο στο πλευρό της Ελλάδας καθώς υπερασπίζεται τα δικαιώματά της με το βλέμμα στο μέλλον και εστιάζοντας στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία όλων των Ελλήνων”.
Κάτι που αναγνώρισαν οι αμερικανοί αξιωματούχοι, Πενς και Πομπέο, λέγοντας ότι “οι σχέσεις με την Ελλάδα ήταν καλές και τώρα έχουν γίνει εξαιρετικές”. Έπρεπε βέβαια να μεσολαβήσει η πρώτη φορά Αριστρερά(;) κυβέρνηση για να σταματήσει να ακούγεται στους δρόμους το “φονιάδες των λαών αμερικάνοι”. Ο αντιπρόεδρος Πενς από την πλευρά του ανέφερε “…Διαπίστωσα πολύ θετική ενέργεια ανάμεσα σε εσάς και τον πρόεδρο Τραμπ, είδα την φιλία μεταξύ σας…”. Ίσως η καλύτερη αναφορά ήταν του υπουργού Εξωτερικών Πομπέο ο οποίος ανέφερε ότι “υποστηρίζουμε την Ελλάδα ως πυλώνα ασφάλειας…θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την ευημερία, την ασφάλεια και την δημοκρατία σας”.
Σε όλες τις αναφορές του Έλληνα πρωθυπουργού ή των αμερικανών αξιωματούχων το όνομα Τουρκία δεν ακούστηκε. Ούτε έστω κάποια γενική αναφορά ότι οι ΗΠΑ θα εγγυηθούν ή θα στηρίξουν την Ελλάδα στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων έναντι οιασδήποτε απειλής. Αντίθετα οι αμερικανοί αξιωματούχοι απέφυγαν κάθε δήλωση που θα μπορούσε να εκκληφθεί ως αποδοκιμασία προς την Τουρκία. Επιβέβαιωσαν έτσι δια της σιωπής την στάση τους: “βρείτε τα με την Τουρκία”.
Εάν η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος και προβλέψιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, δηλαδή εάν η Ελλάδα είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, γιατί οι αμερικανοί αξιωματούχοι να διακινδυνεύσουν μία επιπλέον προστριβή με την Τουρκία, μία σύμμαχο που η συμπεριφορά της δεν είναι καθόλου προβλέψιμη και δεδομένη; Το αντίθετο είναι κάτι περισσότερο από πιθανό, θα ασκήσουν πιέσεις για εκχωρήσεις της δεδομένης δύναμης, προκειμένου να κατευνάσουν την απρόβλεπτη, αναξιόπιστη, και μη δεδομένη.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι τι αποκομίζει η χώρα μας από την καλή -επί ΣΥΡΙΖΑ– και εξαιρετική -επί τωρινής ΝΔ– σχέσης με τις ΗΠΑ; Είτε το ερώτημα τεθεί στα ελληνικά είτε στα εξαιρετικά αγγλικά…