Natural History of Song: Τραγούδια και χοροί της αγάπης, φτιαγμένα από την Μπιγιόνσε ή την κοινότητα Γκουαρανί της Παραγουάης. Η μουσική τους απευθύνεται στα μέλη της κοινωνικής ομάδας τα οποία κατανοούν το νόημα. Δηλαδή η μουσική είναι μία παγκόσμια γλώσσα, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα από την επιστημονική κοινότητα του Χάρβαρντ που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό«Science»
Το πρόγραμμα, με το όνομα Natural History of Song (Φυσική Ιστορία του Τραγουδιού), έτρεξαν ψυχολόγοι ερευνητές του Χάρβαρντ και δημιούργησαν ένα είδος παγκόσμιας μουσικής γραμματικής, από τα λεγόμενα «δομικά υλικά» τα οποία χρησιμοποιούνται σε όλες τις μουσικές συνθέσεις στον κόσμο. «Είναι εύκολο να πούμε ότι η μουσική εμφανίζει διαπολιτισμικές ομοιότητες όμως δεν είναι εξίσου εύκολο να κατανοήσουμε ποια είναι αυτά τα δομικά στοιχεία» δηλώνει ο Μανβίρ Σινγκ ένας από τους βασικούς ερευνητές του προγράμματος.
Σχεδόν κάθε κοινωνία την οποία μελέτησαν οι ερευνητές είχε τραγούδια μέσα στο πλαίσιο είκοσι τύπων συμπεριφοράς. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τραγούδια του χορού, της φροντίδας των παιδιών, της επούλωσης, της θρησκευτικής δραστηριότητας, της ψυχαγωγίας και του πένθους. Για να δείξουν την καθολικότητα αυτών των συμπεριφορών, οι ερευνητές ανέλυσαν στατιστικά τις τραγουδιστικές ερμηνείες, τις οποίες είχαν συλλέξει εθνομουσικολόγοι από εξήντα κοινωνικές ομάδες μικρής κλίμακας σε όλον τον κόσμο.
Η μελέτη σχεδιάστηκε από τον Samuel Mehr, έναν συνάδελφο του Harvard Data Science Initiative και ερευνητικό συνεργάτη στην ψυχολογία, Manvir Singh, ο οποίος είναι πτυχιούχος φοιτητής στο Τμήμα Ανθρωπίνων Εξελικτικών Βιολογικών Επιστημών, και τον Luke Glowacki, πρώην μεταπτυχιακό φοιτητή του Χάρβαρντ και καθηγητή ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβανίας.
Έθεσαν ως στόχο να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα ερωτήματα:
- Είναι η μουσική μια παγκόσμια γλώσσα;
- Εάν αυτό είναι δεδομένο, ποιες μουσικές ιδιότητες αλληλεπικαλύπτονται σε διαφορετικές κοινωνίες;
- Αν όχι, γιατί φαίνεται τόσο πανταχού παρούσα;
Χρειαζόταν όμως ένα σύνολο δεδομένων και γι’αυτό το λόγο η ομάδα έκανε έρευνες για πέντε ολόκληρα χρόνια. “Είμαστε τόσο συνηθισμένοι να μπορούμε να βρούμε οποιοδήποτε μουσικό κομμάτι που μας αρέσει στο διαδίκτυο”, δήλωσε ο Mehr, ο οποίος είναι πλέον κύριος ερευνητής στο εργαστήριο μουσικής του Χάρβαρντ. “Αλλά υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες καταγραφές που έχουν ”θαφτεί” στα αρχεία». Τα ερωτήματά τους ήταν τόσο επιτακτικά, ώστε το έργο γρήγορα μεγάλωσε σε μια σημαντική διεθνή συνεργασία με μουσικούς, επιστήμονες, ψυχολόγους, γλωσσολόγους και πολιτικούς επιστήμονες.