Καθώς οι βασικές της προεκλογικές δεσμεύσεις -αφού ο πρόεδρος της ΝΔ δεν “έδινε υποσχέσεις αλλά δεσμευόταν”-, καταρρέουν η μία μετά την άλλη, γίνεται φανερό ότι η κυβέρνηση χρειάζεται ένα νέο αφήγημα και κατασκευάζει τον εσωτερικό εχθρό, τους μπαχαλάκηδες.
Για 4% ανάπτυξη από τον πρώτο χρόνο μιλούσε καθαρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκειμένου η χώρα να ξεκολλήσει και να αφήσει οριστικά πίσω της την κρίση. Δεν μιλούσε για 2,8% ούτε για 4% σε βάθος χρόνου, όπως προσπάθησε να ανασκευάσει την “δέσμευση” ο Άδωνις Γεωργιάδης. Για αυξήσεις μισθών διπλάσιες από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ μιλούσε ο πρωθυπουργός. Κανείς δεν είχε διευκρινίσει ότι αυτές είχαν προεξοφληθεί από το 11% που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας. Μάλλον για εμπαιγμό των μισθωτών μοιάζει.
Για μπουλντόζες το αργότερο μέχρι το τέλος του χρόνου, μιλούσαν προεκλογικά όλα τα στελέχη της ΝΔ, ώστε η εμβληματική επένδυση στο Ελληνικό να δώσει το σήμα της προσέλκυσης διεθνών κεφαλαίων που έχει ανάγκη η χώρα. Σε 100 δις την τετραετία τις είχε υπολογίσει ο πρωθυπουργός, μιλώντας στην ετήσια συνέλευση του ΣΕΒ το 2018. Δεν θα καταργηθεί κανέναν επίδομα, έλεγε προεκλογικά και μετεκλογικά ο πρωθυπουργός, αλλά ήδη το κοινωνικό επίδομα καταργήθηκε για πολλούς και η 13η σύνταξη δεν θα δοθεί την επόμενη χρονιά. Για ελάφρυνση της μεσαίας τάξης μιλούσε όλη η ΝΔ, αλλά ένα τμήμα της τουλάχιστον, οι άνω των 20.000 ευρώ, δεν θα έχουν κανένα όφελος πέρα ίσως από τον ΕΝΦΙΑ, όσοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία.
Φυσικά η κυβέρνηση έχει ακόμη υψηλά ποσοστά αποδοχής. Οι προσδοκίες που καλλιέργησε αντέχουν και οι ψηφοφόροι δεν γίνονται “κοψοχέρηδες”, μέσα σε έξι μήνες. Η αισιοδοξία παραμένει αλλά βαίνει μειούμενη. Οι εκπρόσωποι του εμπορικού κόσμου λένε ότι η κίνηση στην αγορά τους τελευταίους δύο μήνες παρουσιάζει κάμψη. Οι συνταξιούχοι και άλλοι δικαιούχοι επιδομάτων, έσπασαν τα τηλεφωνικά κέντρα των πρωινάδικων με ερωτήσεις και διαμαρτυρίες το τελευταίο δεκαπενθήμερο, ενώ τα χρήματα αυτά λείπουν από την αγορά.
Είναι σαφές ότι η προσγείωση της κυβέρνησης στην πραγματικότητα της προκαλεί αμηχανία. Όλο και συχνότερα ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη καταφεύγουν στο επιχείρημα ότι στις 7 Ιουλίου ο λαός ψήφισε ΝΔ και καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιπαρέρχονται ως μη όφειλαν όμως, ότι πράγματι σε μία δημοκρατία με την ψήφο του λαού συντελείται η κυβερνητική αλλαγή, αλλά ο λαός δεν δίνει λευκή εντολή, δίνει εντολή για την υλοποίηση “των δεσμεύσεων” και πάντα εντός της δημοκρατικής και συνταγματικής νομιμότητας. Δεν ψήφισε ο λαός τον Μητσοτάκη για να διώξει τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως έγραψε φιλικός αρθρογράφος της κυβέρνησης.
Στα πέραν της οικονομίας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα: στο Μεταναστευτικό η κυβέρνηση έχει πελαγώσει, στο Μακεδονικό έκανε μία τεράστια κωλοτούμπα, ενώ στα ελληνοτουρκικά αναζητά στρατηγική. Ακόμη και στα θέματα ασφάλειας, έξι μήνες μετά, η κατάσταση μάλλον είναι χειρότερη από εκείνη που παρέλαβε. Τα Εξάρχεια παραμένουν “άβατο”, το εμπόριο ναρκωτικών και το παραεμπόριο συνεχίζεται -όχι έξω από την ΑΣΟΕΕ αλλά λίγο μακρύτερα-, ενώ οι μπαχαλάκηδες έχουν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους και σε άλλες συνοικίες.
Είναι όμως το μόνο που έχει απομείνει στην κυβέρνηση η οποία έχει στρατεύσει στο πεδίο των επιχειρήσεων μερικές χιλιάδες αστυνομικούς και στο πεδίο της προπαγάνδας το σύνολο των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης. Μέσω των μπαχαλάκηδων η κυβέρνηση κατασκευάζει τον εσωτερικό εχθρό, δημιουργώντας μία τεχνητή αντιπαράθεση και επιχειρώντας να τους προσδώσει ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις, και συγγένειες με πολιτικούς χώρους που δεν έχουν. Κανείς δεν στηρίζει τους μπαχαλάκηδες, είναι απλώς αντικοινωνικά στοιχεία. Ωστόσο από την μέχρι τώρα αντιπαράθεση του κράτους του νόμου και της τάξης με τους μπαχαλάκηδες, το μόνο θύμα είναι η δημοκρατική νομιμότητα και οι ατομικές ελευθερίες που καταπατώνται από τις δυνάμεις καταστολής. Η προσπάθεια της κυβερνητικής προπαγάνδας να ταυτίσει όσους υπερασπίζονται την δημοκρατία με τους μπαχαλάκηδες, δικαιώνει εκ του αντιθέτου εκείνους που την κατηγορούν ότι μέσα στην αμηχανία της καταφεύγει σε παρωχημένες μεθόδους αστυνομικού κράτους στις οποίες διέπρεψε στο παρελθόν η δεξιά παράταξη.
Και φυσικά αυτή η τακτική υπονομεύει την ευρύτερη κοινωνική συναίνεση που είναι απαραίτητη για άλλα πεδία όπως πχ τα ελληνοτουρκικά.