Τα ελληνοτουρκικά εξελίσσονται στο μείζον θέμα που έχει μπροστά του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και που σκιάζουν τις προοπτικές για το 2020, ενώ σταδιακά αναδεικνύεται η έλλειψη στρατηγικής της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της ποιοτικά αναβαθμισμένης τουρκικής απειλής.
Το ζήτημα απασχολεί φυσικά την ελληνική κοινή γνώμη. Στα σπίτια και στις ταβέρνες που συναντιώνται με αφορμή τις γιορτές οι οικογένειες και οι φιλικές παρέες το ερώτημα τίθεται: “Λέτε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία;”. Η κοινή γνώμη διαμορφώνει άποψη από μόνη της, από τυχαίες συζητήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση από την αρθρογραφία στα Μέσα Ενημέρωσης και στην χειρότερη από τις αποσπασματικές κραυγές στα τηλεοπτικά παράθυρα (όχι γιατί εκεί δεν υπάρχουν αξιόλογοι αναλυτές, αλλά γιατί τα παράθυρα δεν προσφέρονται για σοβαρές αναλύσεις ενώ οι εκπομπάρχες επιδιώκουν εντυπωσιασμό και νούμερα τηλεθέασης ακόμη και για τα θέματα εθνικής επιβίωσης).
Πέρα από το ότι η συζήτηση προκαλεί εσωτερικούς τριγμούς στο πολιτικό σύστημα και περισσότερο στη ΝΔ -καθώς αγγίζει τον ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα της κεντροδεξιάς παράταξης-, όσο η κυβέρνηση αποφεύγει να καθορίσει την στρατηγική της, διακινδυνεύει η ελληνική κοινωνία να διχαστεί πριν κλιμακώσουν οι Τούρκοι.
Διχαστική η συζήτηση για την Χάγη
Η σπουδή Ελλήνων πολιτικών να ανοίξουν το θέμα της “παραπομπής στην Χάγη”, δείχνει απλώς την αμηχανία του πολιτικού συστήματος. Η Τουρκία όταν αναφέρεται στην Χάγη εννοεί δύο βασικά πράγματα από την δική της πλευρά: πρώτον θα παραπεμφθεί όχι μόνο η νομική διευθέτηση της υφαλοκριπίδας, που είναι η πάγια θέση της Ελλάδας, αλλά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων, τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκριπίδα των νησιών,οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο αλλά και κατοικημένα νησιά όπως οι Οινούσες που η Άγκυρα θεωρεί τουρκικά. Δεύτερον ότι ο Δικαστήριο δεν θα κρίνει αποκλειστικά με βάση το Διεθνές Δίκαιο, αλλά με βάση την αρχή της “ευθιδικίας”, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη και άλλες παραμέτρους που θα του υποδείξουν τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη. Φυσικά αυτό ευνοεί τις τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Και μόνο ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει μπει στην συζήτηση για την παραπομπή του συνολου των ζητημάτων στην Χάγη αποδεικνύει ότι διακατέχεται από το φοβικό σύνδρομο έναντι της Τουρκίας. Από μία ενδεχόμενη παραπομπή κατόπιν συνυποσχετικού, η Τουρκία έχει μόνο να κερδίσει και Ελλάδα μόνο να χάσει. Αν συνεχίσει έτσι θα είναι σαν να εξαγοράζει την ύφεση με εθνικές παραχωρήσεις. Το πώς θα βαπτίσει την όλη διαχείριση το ψοφοδεές πολιτικό σύστημα είναι δευτερεύον.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μέγαρο Μαξίμου είναι απέναντι στο βασικό δίλημμα: αν αρνηθεί τις διερευνητικές επαφές για μελλοντική παραπομπή στην Χάγη (όπως έχει προτείνει ήδη ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και με τον δικό της τρόπο η Ντόρα Μπακογιάννη), θα έχει να αντιμετωπίσει την απροκάλυπτη τουρκική προκλητικότητα που μπορεί να οδηγήσει και σε ένα θερμό επεισόδιο, εάν πχ ο Ερντογάν αποφασίσει να στείλει ερευνητικό σκάφος νοτίως της Κρήτης. Εάν αρχίσει τις διερευνητικές επαφές, τότε μπαίνει σε συζήτηση για εκχώρηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και οι δύο επιλογές έχουν εσωτερικό πολιτικό κόστος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σε δύσκολη θέση για τον επιπλέον λόγο ότι ασκούσε σκληρή αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ στα εθνικά θέματα. Όχι μόνο στο Μακεδονικό, αλλά και στα ελληνοτουρκικά, πχ με αφορμή την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα ή όταν είχαν συλληφθεί οι δύο Έλληνες αξιωματικοί στην Θράκη ή και με την απαίτηση του Ερντογάν να εκδώσει η χώρα μας τους Τούρκους αξιωματικούς που ενέχονταν στο πραξικόπημα. Τώρα υφίσταται τα επίχειρα της αντιπολιτευτικής του τακτικής όπως άλλωστε και στο μεταναστευτικό και το Μακεδονικό.
Υ.Γ. 1. Είναι ανησυχητικό ότι τα φιλικά στην κυβέρνηση ΜΜΕ και οι αρθρογράφοι που απηχούν τις διαθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου ή και το επηρεάζουν, προσεγγίζουν το ζήτημα από την οικονομική του πτυχή: από τις αρνητικές συνέπειες στην προσέλκυση επενδύσεων που επιφέρει η αυξομοίωση της έντασης στο Αιγαίο και το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου. Δείχνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την αναζήτηση ενός άλλοθι για περιορισμένα οικονομικά αποτελέσματα, παρά για τον κίνδυνο απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εκτός αν αναζητούν μία επιπλέον δικαιολογία για την κατευναστική συμπεριφορά έναντι της Τουρκίας.
Υ.Γ. 2. Σε παλαιότερη συζήτησή μου με Έλληνα πολιτικό που ανήκει στο κυβερνών κόμμα, του είχα θέσει ότι οι Τούρκοι με τις γκρίζες ζώνες διεκδικούν τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η απάντηση ήταν: “Έδαφος οι Τούρκοι να το ξεχάσουν, αυτό το αίτημα θα το καταπιούν”. Μοιάζει υπερήφανη η απάντηση, αλλά υποκρύπτει ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα χωρίζει τις τουρκικές διεκδικήσεις σε αυτές που συζητούνται και σε αυτές που είναι εκτός συζήτησης. Δηλαδή κάποια κυριαρχικά δικαιώματα τα παραχωρούμε και κάποια όχι. Και αυτή η αντίληψη δυστυχώς τέμνει οριζόντια το πολιτικό σύστημα και βρίσκει υποστηρικτές σε όλα τα κόμματα.