Η είδηση πέρασε στα ψιλά, μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων, αλλά έχει νόημα να της δώσουμε λίγη περισσότερη σημασία. Ξεσηκώθηκε ο εμπορικός κόσμος στη Γερμανία για την απόφαση της κυβέρνησης να καταστήσει υποχρεωτική τη λήψη απόδειξης από τους καταναλωτές σε όλες τις αγορές τους. Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι, «καλά, δεν ήταν υποχρεωτική η έκδοση αποδείξεων στη Γερμανία;». Η απάντηση είναι «όχι, δεν ήταν, μόλις τώρα έγινε και θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου του 2020». Ο λόγος που οδήγησε την κυβέρνηση να λάβει αυτή την απόφαση είναι ότι η φοροδιαφυγή που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Η υποχρέωση των καταναλωτών να λαμβάνουν απόδειξη αφορά κάθε συναλλαγή, όχι μόνο τις υψηλής αξίας αλλά ακόμα και τα ψιλικατζίδια και τα παντοπωλεία και τις (αγαπημένες τους) μπυραρίες.
Σημειωτέον ότι οι Γερμανοί προτιμούν σε ποσοστό 75% να χρησιμοποιούν μετρητά στις συναλλαγές τους και απορρίπτουν τις πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες.
Η Ομοσπονδία Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Γερμανίας, προκειμένου να συνεχίσουν οι έμποροι απρόσκοπτα τη φοροδιαφυγή τους, επικαλέστηκε ένα επιχείρημα το οποίο είναι τόσο προσχηματικό που προκαλεί γέλιο. Οι δικοί μας έμποροι θα ήταν πιο ειλικρινείς, δεν θα καταδεχόντουσαν ποτέ να προτάξουν κάτι τέτοιο. Οι Γερμανοί έμποροι, λοιπόν, αντιτείνουν ότι θα επιβαρυνθούν με δαπάνες για το χαρτί των αποδείξεων αλλά και για την αναβάθμιση του λογισμικού των ταμειακών μηχανών ή την αντικατάστασή τους, καθώς ένας πολύ περιορισμένος αριθμός (από τα 1,8 εκατομμύρια ) μπορούν να αναβαθμιστούν, οι άλλες πρέπει να αλλαχθούν.
Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι σε μια χώρα 80 εκατομμυρίων υπάρχουν μόνο 1.8 εκατομμύρια ταμειακές. Αν αυτό γινόταν στην Ελλάδα οι πρώτοι που θα είχαν βγει και θα κουνούσαν το δάχτυλο θα ήταν οι Γερμανοί. Οι πρωτοστάτες της καμπάνιας περί «μπαταχτσήδων Ελλήνων», «φοροφυγάδων», «τεμπέληδων» κλπ. Για την ιστορία, να θυμίσουμε ότι οι Γερμανοί έχουν παράδοση σε σκοτεινές οικονομικο- εμπορικές ιστορίες. Γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες είναι αυτές που έδιναν ψευδή στοιχεία για τους ρύπους των αυτοκινήτων μέχρι που τους τσίμπησαν οι Αμερικανοί και έπεσαν καμπάνες.
Η Deutsche Bank είναι η τράπεζα με τα περισσότερα τοξικά παράγωγα στο χαρτοφυλάκιο της, Και όταν λέμε τα περισσότερα εννοούμε ότι κάποια στιγμή υπολογίζεται, όπως είχε γραφτεί, ότι έφθαναν τα οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ.
Λαμβανομένου υπόψιν ότι είναι και η πιο διασυνδεδεμένη τράπεζα στην παγκόσμια οικονομία, αν τα τοξικά έσκαγαν ή σκάσουν θα ανατιναχτούν μαζί της εκατοντάδες τράπεζες και πολυεθνικές. Εν τω μεταξύ, μόλις τον περασμένο Νοέμβριο 170 αξιωματούχοι, αστυνομικοί, εισαγγελείς και ελεγκτές της εφορίας πραγματοποίησαν έφοδο στην Deutsche Bank στο πλαίσιο έρευνας που διεξάγεται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για την «ηθική» της γερμανικής πολιτικής, οικονομίας και εν γένει του τρόπου πολιτεύεσθαι, κυρίως το ότι διέλυσε για μία ακόμα φορά την Ευρώπη, αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ενώ κάνουν αυτά που κάνουν εμφανίζονται ως τιμητές και επικρίνουν άλλους.
Πέραν του ότι αποδεικνύονται για μία ακόμη φορά γεωπολιτικοί ολετήρες της Γηραιάς Ηπείρου, έχουν και βαρύ ιστορικό διαφθοράς η οποία παρουσιάζεται ως ενδημικό φαινόμενο στη Γερμανία, αν κρίνει κάποιος από το εύρος των τομέων στους οποίους αποκαλύπτονται σκάνδαλα. Τώρα αναδεικνύεται και μία άλλη πτυχή που αφορά στην καθημερινότητα και στις απλές εμπορικές συναλλαγές, όπου και εκεί αυτά για τα οποία κατηγορούσαν άλλους υφίστανται στην ίδια τη χώρα τους και μάλιστα τα υπέθαλπαν.
Ο λόγος που προφανώς αναγκάζεται να κινηθεί τώρα το υπουργείο Οικονομικών είναι ότι η επιβράδυνση στην οποία έχει μπει η γερμανική οικονομία οδηγεί την κυβέρνηση στην αναζήτηση τρόπων να αναπληρώσει μέρος των απωλειών εσόδων. Αν και με τα θηριώδη πλεονάσματα που έχει συσσωρεύσει όλα αυτά τα χρόνια η Γερμανία έχει -όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών- τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει ακόμα και σε ύφεση. Οπότε την επόμενη φορά που θα απευθύνουν μομφή στην Ελλάδα για φοροδιαφυγή, να τους ρωτήσει κάποιος αν ξεκίνησαν να κόβουν αποδείξεις.