Airbnb: Με μια σημαντική του απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε πως η υπηρεσία που παρέχει το Airbnb πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στη νομοθεσία για το ηλεκτρονικό εμπόριo. Η εν λόγω απόφαση αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη νομική μεταχείριση της υπηρεσίας στα κράτη μέλη της ΕΕ και τους περιορισμούς που μπορεί να τεθούν στη χρήση της.
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε πως η Γαλλία δεν μπορεί να απαιτήσει από την Airbnb να διαθέτει επαγγελματική ταυτότητα κτηματομεσίτη, δεδομένου ότι δεν κοινοποίησε την απαίτηση αυτή στην Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland (C-390/18), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου έκρινε, αφενός, ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης η οποία έχει ως αντικείμενο την έναντι αμοιβής διευκόλυνση της επικοινωνίας, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, μεταξύ, αφενός, δυνητικών μισθωτών και, αφετέρου, επαγγελματιών ή μη επαγγελματιών εκμισθωτών που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας, καθώς και την ταυτόχρονη παροχή ορισμένων άλλων υπηρεσιών παρεπόμενων της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» εμπίπτουσα στην οδηγία 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας ιδιώτης μπορεί να αντιταχθεί στην έναντι αυτού εφαρμογή, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με άσκηση πολιτικής αγωγής, μέτρων κράτους μέλους τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία τέτοιας υπηρεσίας την οποία ο εν λόγω ιδιώτης παρέχει από άλλο κράτος μέλος, εφόσον τα εν λόγω μέτρα δεν έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31.
Η διαφορά της κύριας δίκης εντάσσεται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας στη Γαλλία, κατόπιν έγκλησης με άσκηση πολιτικής αγωγής που κατέθεσε η Association pour un hébergement et un tourisme professionnel (ένωση για την επαγγελματική παροχή υπηρεσιών προσφοράς καταλυμάτων και τουρισμού, στο εξής: AHTOP) κατά της Airbnb Ireland.
Η Airbnb Ireland είναι ιρλανδική εταιρία η οποία διαχειρίζεται ηλεκτρονική πλατφόρμα που καθιστά δυνατή την έναντι καταβολής προμήθειας διευκόλυνση της επικοινωνίας, μεταξύ άλλων στη Γαλλία, μεταξύ, αφενός, οικοδεσποτών (επαγγελματιών ή ιδιωτών) που προσφέρουν υπηρεσίες παροχής καταλύματος βραχείας διάρκειας και, αφετέρου, ατόμων που αναζητούν καταλύματα του τύπου αυτού. Επιπλέον, η Airbnb Ireland προσφέρει στους εν λόγω εκμισθωτές ορισμένες παρεπόμενες παροχές, όπως υπόδειγμα για την οργανωμένη παρουσίαση του περιεχομένου της προσφοράς τους, ασφάλιση αστικής ευθύνης, εργαλείο υπολογισμού του μισθώματος ή ακόμη υπηρεσίες πληρωμών σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες.
Με την έγκληση που κατέθεσε κατά της Airbnb Ireland η AHTOP υποστήριξε ότι η εταιρία αυτή δεν περιορίζεται στη διευκόλυνση της επικοινωνίας δύο μερών χάρη στην ομώνυμη πλατφόρμα, αλλά ότι ασκεί δραστηριότητα κτηματομεσίτη χωρίς να διαθέτει επαγγελματική ταυτότητα, τούτο δε κατά παράβαση του αποκαλούμενου νόμου Hoguet που ισχύει στη Γαλλία για τις δραστηριότητες των επαγγελματιών του κτηματομεσιτικού τομέα. Από την πλευρά της, η Airbnb Ireland υποστήριξε ότι η ρύθμιση αυτή προσκρούει, εν πάση περιπτώσει, στην οδηγία 2000/31.
Καλούμενο να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η Airbnb Ireland, το Δικαστήριο υπενθύμισε, παραπέμποντας στην απόφαση Asociación Profesional Elite Taxi2, ότι, εφόσον μια υπηρεσία διαμεσολάβησης πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2015/15353, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/31, η υπηρεσία αυτή συνιστά, καταρχήν, «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» αυτοτελή έναντι της επακόλουθης υπηρεσίας με την οποία σχετίζεται. Εντούτοις, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν προκύπτει ότι η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας συνολικής υπηρεσίας της οποίας κύριο στοιχείο είναι μια υπηρεσία υπαγόμενη σε άλλο νομικό χαρακτηρισμό.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, χωρίς η φύση των δεσμών μεταξύ της υπηρεσίας διαμεσολάβησης και της παροχής καταλύματος να δικαιολογεί τον αποκλεισμό του χαρακτηρισμού της εν λόγω υπηρεσίας διαμεσολάβησης ως «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» και, ως εκ τούτου, τον αποκλεισμό της εφαρμογής της οδηγίας 2000/31 επί της υπηρεσίας αυτής.
Προς αιτιολόγηση του ότι η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης δύναται να διαχωριστεί από τις υπηρεσίες παροχής καταλύματος με τις οποίες σχετίζεται, το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι η υπηρεσία αυτή δεν αποσκοπεί απλώς και μόνο στην άμεση εκτέλεση μιας πράξης παροχής τέτοιων υπηρεσιών, αλλά συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παροχή ενός μέσου παρουσίασης και αναζήτησης των εκμισθούμενων καταλυμάτων για τη διευκόλυνση της σύναψης μελλοντικών συμβάσεων. Επομένως, η υπηρεσία αυτού του είδους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλώς παρεπόμενη μιας συνολικής υπηρεσίας παροχής καταλύματος.
Δεύτερον, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι μια υπηρεσία διαμεσολάβησης όπως η παρεχόμενη από την Airbnb Ireland ουδόλως είναι απαραίτητη για την παροχή υπηρεσιών καταλύματος, καθώς οι μισθωτές και οι εκμισθωτές διαθέτουν, ενίοτε μάλιστα προ πολλού, πολυάριθμους άλλους διαύλους επικοινωνίας για τον σκοπό αυτό. Τρίτον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Airbnb καθορίζει το ύψος των μισθωμάτων που ζητούν οι εκμισθωτές οι οποίοι χρησιμοποιούν την πλατφόρμα της ή θέτει ανώτατο όριο για τα μισθώματα αυτά.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ακόμη ότι οι λοιπές παροχές που προσφέρει η Airbnb Ireland δεν μπορούν να κλονίσουν τη διαπίστωση αυτή, δεδομένου ότι οι διάφορες αυτές παροχές είναι απλώς παρεπόμενες της υπηρεσίας διαμεσολάβησης που παρέχει η εταιρία.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε αντίθεση προς τις επίμαχες υπηρεσίες διαμεσολάβησης στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Asociación Profesional Elite Taxi και Uber France4, ούτε η εν λόγω υπηρεσία διαμεσολάβησης αλλά ούτε και οι παρεπόμενες παροχές που προσφέρει η Airbnb Ireland αποδεικνύουν ότι η εταιρία αυτή ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των υπηρεσιών παροχής καταλύματος με τις οποίες σχετίζεται η δραστηριότητά της, είτε όσον αφορά τον καθορισμό των ζητούμενων μισθωμάτων είτε όσον αφορά την επιλογή των εκμισθωτών ή των κατοικιών που εκμισθώνονται στην πλατφόρμα της.
Εκτός αυτού, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η Airbnb Ireland μπορεί, στη διαφορά της κύριας δίκης, να αντιταχθεί στην έναντι αυτής εφαρμογή νόμου –όπως ο νόμος Hoguet– ο οποίος περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει επιχειρηματίας από άλλο κράτος μέλος, επικαλούμενη ότι ο νόμος αυτός δεν κοινοποιήθηκε από τη Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι ο εν λόγω νόμος είναι προγενέστερος της έναρξης ισχύος της οδηγίας 2000/31 δεν είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της Γαλλίας από την υποχρέωσή της να τον κοινοποιήσει. Στη συνέχεια, με γνώμονα τη συλλογιστική που ακολούθησε στην απόφαση CIA Security International5, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω υποχρέωση, η οποία συνιστά ουσιώδη διαδικαστική υποχρέωση, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα. Συνήγαγε δε εξ αυτού ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση της υποχρέωσής του να κοινοποιήσει τέτοιο μέτρο μπορεί να προβληθεί από ιδιώτη όχι μόνο στο πλαίσιο ποινικής δίωξης κατά του ιδίου, αλλά και προς αντίκρουση του αιτήματος αποζημίωσης άλλου ιδιώτη που άσκησε πολιτική αγωγή.