Το ερώτημα που προκύπτει από τις καταγγελίες περί αστυνομικής βίας μετά και τα χθεσινά επεισόδια στο Κουκάκι είναι πολύ απλό: Είναι τόσο δύσκολο στους άνδρες των σωμάτων καταστολής να κάνουν την δουλειά τους δίχως να παραβιάζουν κάθε φορά όλον τον κατάλογο των ατομικών ελευθεριών που προστατεύονται από την συνταγματική τάξη;
Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι η 22χρονη νεαρή στα Πατήσια ήταν ύποπτη για ναρκωτικά -η συνήθης δικαιολογία που επικαλούνται οι άνδρες της Αστυνομίας όταν κάνουν τυχαίους ελέγχους στον δρόμο-, έπρεπε να της ζητήσουν να βγάλει το παντελόνι σε δημόσια θέα; Το ίδιο και με τον νεαρό φοιτητή του ΙΕΚ πριν από έναν μήνα που ακόμη βλέπει εφιάλτες. Δεν έχει άλλο τρόπο η Αστυνομία για να κάνει τον απαραίτητο έλεγχο, δίχως τον δημόσιο εξευτελισμό και το ξεγύμνωμα νέων ανθρώπων;
Στην χθεσινή τους επέμβαση στην οδό Ματρόζου στο Κουκάκι, ήταν τόσο δύσκολο να σχεδιάσουν μία επιχείρηση για την εκκένωση του υπό κατάληψη κτηρίου, δίχως να κακοποιήσουν τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ και τους δυο γιους του, μπροστά στην έντρομη σύζυγο και μητέρα; Η απάντηση είναι τρομακτική, το κάθε ενδεχόμενο είναι χειρότερο για την λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας από το άλλο: Η μία πιθανή απάντηση είναι ότι οι άνδρες των δυνάμεων καταστολής έχουν ελλειπή εκπαίδευση και καμία γνώση του δημοκρατικού πλαισίου μέσα στο οποίο οφείλουν ως εντεταλμένα όργανα να λειτουργούν.
Η δεύτερη είναι χειρότερη: εάν θέλουν μπορούν να κάνουν την δουλειά τους, δηλαδή να αντιμετωπίζουν την παρανομία και την παραβατικότητα, δίχως να κουρελιάζουν το δημοκρατικό πλαίσιο, αλλά δεν θέλουν γιατί δεν έχουν σχετικές εντολές και γιατί κανείς δεν τους ελέγχει. “Τους έλυσαν τα χέρια” λένε με ικανοποίηση οι συνδικαλιστές τους, ωσάν η αποστολή τους είναι να κακοποιούν πολίτες.
Με την περίπτωση του Δημήτρη Ινδαρέ, η Αστυνομία πέρασε στο επόμενο στάδιο, διδάσκει σκηνοθεσία στον καταξιωμένο σκηνοθέτη κατασκευάζοντας μία ολόκληρη ιστορία για να ενοχοποιήσει μία φιλήσυχη μεσοαστική οικογένεια -σύμφωνα με τις καταγγελίες του δικηγόρου της οικογένειας, μαρτύρων και φίλων της οικογένειας. Αφού τα στοιχεία δεν δικαιολογούν την συμπεριφορά τους τα κατασκευάζουν. Μέχρι και ότι ο 55χρονος σκηνοθέτης αποπειράθηκε να αφαιρέσει το όπλο από αστυνομικό επικαλέστηκε. Όσο για τις σκηνές με την κουκούλα και την δεμένη πισθάγκωνα γυναίκα απλώς δεν υπήρξαν ποτέ. Όσο πιο μεγάλο είναι το ψέμα τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό, βασική αρχή της φασιστικής προπαγάνδας.
Το σκηνικό θυμίζει πραγματικά Όργουελ και το βιώνουν ο σκηνοθέτης και οι δύο γιοι του που εξακολουθούν να κρατούνται. Μέχρι και ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος αντέδρασε. Η τακτική βέβαια για τα ελληνικά δεδομένα δεν είναι και τόσο παλιά. Στα ωραία, για την δεξιά του κ. Βορίδη χρόνια του 1960 και 1970 η τότε Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεως συνήθιζε να τυλίγει όποιον ήθελε “σε μία κόλλα χαρτί”. Φυσικά ο κατηγορούμενος ποτέ δεν ξέμπλεκε από τις κατασκευασμένες κατηγορίες και τα “φυτευμένα στοιχεία”.
Εν τέλει ας το καταλήξουν οι κυβερνώντες: η φιλελεύθερη δημοκρατία που επικαλούνται -όχι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς του Πινοσέτ και του Φρήντμαν που ζηλεύουν- προβλέπει δικαιώματα για τους πολίτες και σύννομη δράση των δυνάμεων καταστολής. Το ότι ικανοποιούνται τα πιο ταπεινά ένστικτα της κομματικής τους αγέλης που αρέσκεται να βλέπει εξευτελισμό συνανθρώπων δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι δικαιολογία. Και φυσικά δεν στιγματίζεται μόνο ο Χρυσοχοίδης και η ηγεσία του επιτελικού κράτους, αλλά ολόκληρη η ΝΔ.
Υ.Γ: Ρωτάει ο ανόητος δήθεν φιλήσυχος πολίτης: Γιατί η οικογένεια δεν επέτρεψε την είσοδο στην οικία της στους άνδρες των ειδικών δυνάμεων; Η απάντηση είναι πολύ απλή ανάλογη του μεγέθους της ανοησίας των ερωτώντων: γιατί σε μία ευνομούμενη πραγματική δημοκρατία ο καθένας έχει απόλυτο δικαίωμα στο οικογενειακό άσυλο. Δεν χρειάζεται να έχει κανέναν λόγο για να αρνηθεί την παραβίασή του. Εξαιρέσεις προβλέπονται από το νόμο -απειλή της δημόσιας τάξης και ασφάλειας- και η παραβίαση γίνεται με σύννομο τρόπο και πάντα με παρουσία εισαγγελέα. Παρόμοιο είναι το ερώτημα: αφού δεν μετείχε σε επεισόδια τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια; Γιατί είναι απόλυτο δικαίωμα να κυκλοφορεί ελεύθερα παντού σε μία ελεύθερη πόλη, χωρίς να φοβάται την Αστυνομία. Εκτός εάν έπαψε να είναι ελεύθερη πόλη και είναι πόλη υπό κατοχή.