Πολιτισμός

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Η Ευτυχία ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Η ηθοποιός που πρωταγωνιστεί στην ταινία του Άγγελου Φραντζή, εξηγεί γιατί την κέντρισε ο ρόλος της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: Το κινηματογραφικό είδωλο της ηθοποιού είναι αξεπέραστα συνδεδεμένο με την «Ελεύθερη κατάδυση» (1995) του Γιώργου Πανουσόπουλου, μια από τις πιο ερωτικές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Γοητευτική και ερωτεύσιμη, πρόσωπο απόλυτα κινηματογραφικό, έκανε το ντεμπούτο της στον «Έρωτα του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα το 1984.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, όμως, το σινεμά δεν την κέρδισε όπως κατάφερε να κάνει το θέατρο, αλλά και η μικρή οθόνη που της έδωσε αναγνωρισιμότητα και επιτυχίες κορυφής σαν τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» (1992). Από τον «Μελισσοκόμο» (1986) του Θόδωρου Αγγελόπουλου στα «120 ντεσιμπέλ» (1987) του Βασίλη Βαφέα κι από εκεί στη συνάντησή της με τους Γιώργο Πανουσόπουλο και Νίκο Παναγιωτόπουλο (με τον τελευταίο στον «Εργένη» το ’97) ως το «Black Out» (1998) του Μενέλαου Καραμαγγιώλη και την «Ηλέκτρα» (2014) του Πέτρου Σεβαστίκογλου, η «κινηματογραφική» Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι απελπιστικά «λίγη» ως παρουσία.

Την κέρδισε το θέατρο, όπου έχτισε μια θαυμαστή καριέρα. Η βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου με τον τίτλο «Ευτυχία», μεταφερμένη στη μεγάλη οθόνη σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη υπό τη σκηνοθεσία του Άγγελου Φραντζή, έφερε το ειδικό βάρος που χρειαζόταν ώστε να τη βάλει στο ρόλο της μεγάλης μας στιχουργού.  Έναν ρόλο αξιώσεων, που η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μοιράζεται με την Κάτια Γκουλιώνη – η οποία υποδύεται την Παπαγιαννοπούλου στα νεανικά της χρόνια -, σε μια φροντισμένη ελληνική παραγωγή όπου το καλλιτεχνικό φίλτρο συναντά το εμπορικό.

Στο Έθνος της Κυριακής η ηθοποιός μιλάει για την Ευτυχία που θαυμάζει και είναι διαχρονική και αιώνια. Απουσιάζετε αρκετά έως πολύ από τον κινηματογράφο. Η βιογραφία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σας έκανε να επιστρέψετε…

Δεν αποχώρησα ποτέ από το σινεμά. Είμαι ενεργή ηθοποιός και δουλεύω οπουδήποτε έχω μία εξαιρετική πρόταση. Είχα πολλές καλές προτάσεις στο σινεμά όλα αυτά τα χρόνια αλλά δυστυχώς ο προγραμματισμός του σινεμά στην Ελλάδα γίνεται την τελευταία στιγμή, ενώ το θέατρο από το οποίο οι ηθοποιοί εξασφαλίζουμε την επιβίωσή μας έχει προτεραιότητα. Ούτε για την «Ευτυχία» υπήρχε χρόνος. Είχα ήδη κλείσει το καλοκαίρι μου με τις «Νεφέλες» στην Επίδαυρο και θα ξεκινούσα τέλος Αυγούστου πρόβες για τη «Λούλου». Αλλά θυσίασα τις ελάχιστες διακοπές που είχα προγραμματίσει μέσα στον Αύγουστο και η ταινία προσαρμόστηκε στο δικό μου πρόγραμμα. Έγιναν πολλά μεταμεσονύκτια γυρίσματα..

Γιατί σας κέντρισε ο ρόλος της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου;

Είναι μία μεγάλη γυναικεία προσωπικότητα, ένας μύθος στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Οι στίχοι της και τα τραγούδια της έχουν δύναμη, μαστοριά και ανθρωπιά: εκφράζουν πολύ την ελληνική ψυχή με τους καημούς και τα προβλήματα της. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κατάφερε να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι μέσα σε τρία τετράστιχα. Τα τραγούδια της έχουν συνδεθεί με τις ζωές όλων μας κι έχουν γίνει πια κλασικά. Μπορεί οι νεότερες γενιές να μην γνωρίζουν καλά το όνομα και τη ζωή της, σίγουρα όμως έχουν ακούσει τα τραγούδια της: είναι πια διαχρονικά και θα υπάρχουν και θα τραγουδιούνται στους αιώνες.

Αυτό που περιγράφετε απαντά και στο ερώτημα γιατί είναι αναγκαία σήμερα η κινηματογραφική βιογραφία της…

Ακριβώς: η Ευτυχία ήταν ελεύθερο πνεύμα. Ήταν μια γυναίκα πολύ μπροστά για την εποχή της, η οποία βίωσε πολλές τραγωδίες – είτε ιστορικές, όπως η μικρασιατική καταστροφή που την ανάγκασε να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, είτε προσωπικές, όπως ήταν η απώλεια της μεγαλύτερής της κόρης σε ηλικία μόλις 42 χρονών από καρκίνο. Όλον όμως τον πόνο που αποκόμισε από τη ζωή της, τον διοχέτευσε στην τέχνη της και γι’ αυτό τα τραγούδια της είναι αριστουργηματικά. ‘Ηταν πολύ μορφωμένη. Διάβαζε ποίηση, όταν άλλοι αντίστοιχοι στιχουργοί δεν γνώριζαν καν τα ονόματα των ποιητών που διάβαζε εκείνη. Η ίδια είχε δηλώσει μεγάλο θαυμασμό για τον Νίκο Καββαδία και τον Κώστα Κρυστάλλη στον οποίο είχε αφιερώσει και ένα ποίημά της σαν ποιήτρια που ήταν.

Καθόλου τυχαία η Ευτυχία ενέπνευσε και μετέπειτα μεγάλους στιχουργούς – τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Θοδωρή Γκιώνη. Όταν ήταν νέα και παντρεμένη, μάλιστα, ερωτεύτηκε έναν ηθοποιό και βγήκε μαζί του στα μπουλούκια – μια κίνηση αδιανόητη για την εποχή εκείνη όταν οι προτεραιότητες στη ζωή μιας γυναίκας ήταν ο γάμος και η οικογένεια. Δημιούργησε, επίσης, σε έναν χώρο καθαρά ανδροκρατούμενο και κατάφερε με τους στίχους της να κερδίσει τον σεβασμό όλων. Επίσης, κάπνιζε αρειμανίως, είχε πάθος με την χαρτοπαιξία, που την κατέστρεψε κιόλας – μετά τον θάνατο της κόρης της βρήκε εκεί καταφύγιο. Xαρτόπαιζε σε σαλόνια και παράνομα υπόγεια γιατί εκεί έβρισκε η ψυχή της παρηγοριά. Για να έχει ρευστό σκότωνε τα τραγούδια της για δύο-τρία κατοστάρικα. Δεν την ενδιέφερε η υστεροφημία της – απαρνιόταν τα πνευματικά της παιδιά..

Ήταν ελεύθερο πνεύμα, όπως είπατε, με τρόπο σαρωτικό…

Ναι, φυσικά. Με μια ελαφράδα, βέβαια, και έξω καρδιά χιούμορ. Το φιλοσοφούσε έτσι το πράγμα. Ήταν ένα «έχει ο θεός»…Φρόντιζε τους φτωχούς, όσους θεωρούσε ότι είχαν μεγαλύτερη από εκείνη ανάγκη και ήταν στο πλευρό των κοινωνικά αποκλεισμένων, όπως ήταν τότε οι ομοφυλόφιλοι. Ακόμα και για την υστεροφημία της δεν φρόντισε η ίδια, αλλά φρόντισε το έργο της.

Πόσο ανάγκη έχουμε σήμερα τα δυναμικά γυναικεία πρότυπα;

Όλες οι εποχές τα χρειάζονται. Τότε η εποχή ήταν πιο δύσκολη για τη γυναίκα αλλά και τώρα ακόμα που έχουμε κάνει αρκετή πρόοδο σε αυτόν τον τομέα, το γυναικείο φύλο εξακολουθεί να βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το ανδρικό σε όλους τους τομείς. Και στον εργασιακό και στον πολιτικό τομέα είναι ελάχιστες οι γυναίκες ως ποσοστό που είναι σε υψηλά αξιώματα σε σχέση με τους άντρες ή αμείβονται πολύ χαμηλότερα ακόμα και σε χώρους που δεν το περίμενε κανένας, όπως στο Χόλιγουντ. Ακόμα και κοινωνικά, ο άντρας συνεχίζει να έχει περισσότερα δικαιώματα στη σεξουαλικότητα. Οι ισχυρές γυναικείες παρουσίες που βγαίνουν μπροστά και λειτουργούν ως κοινωνικά πρότυπα είναι απολύτως αναγκαίες.

Αποκλείεται η ίδια να είχε συνείδηση της αποστολής της καθώς κατέγραφε στους στίχους της όλα τα δεινά της ιστορίας της Ελλάδας;

Δυστυχώς, ό,τι μαρτυρίες έχουμε είναι είτε μέσα από κάποιες συνεντεύξεις της, που βεβαίως δεν απαντούσε σε αυτά τα ερωτήματα, είτε μέσα από το βιβλίο της εγγονής της Ρέας Μανέλη. Λειτουργούσε περισσότερο μέσα στον δικό της μικρόκοσμο, κατά την άποψη μου. Δεν νομίζω ότι είχε συνείδηση κάποιας μεγάλης κοινωνικής αποστολής. Δεν έδινε μεγάλη σημασία στο ταλέντο της. Έγραφε πρόχειρα όπου έβρισκε. Το γεγονός ότι δεν την ένοιαζε να βάζει το όνομα της δείχνει ότι ζούσε για το «τώρα». Το είχε δηλώσει άλλωστε και η ίδια σε μία συνέντευξή της: «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ και από εκεί και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω, υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως: απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα». Δεν θα το έλεγε αυτό μια γυναίκα που έχει τη συνείδηση μιας κοινωνικής αγωνίστριας.

Ποιος ήταν ο κοινός παρονομαστής που βρήκατε με τον Άγγελο Φραντζή και την Κάτια Γκουλιώνη για να την ερμηνεύσετε;

Αρχικά ήμασταν οι τρεις μας χωρίς να συμβουλευόμαστε το κείμενο αλλά τα υλικά που είχαμε συγκεντρώσει από οπουδήποτε αλλού. Συναντηθήκαμε και με τον εν ζωή εγγονό της, τον Αλέξη Πολυζωγόπουλο, τον γιο της μικρότερης κόρης της Καίτης, που μας διηγήθηκε μνήμες από την παιδική του ηλικία τα οποία ενσωματώθηκαν και στο σενάριο της Κατερίνας Μπέη εκ των υστέρων. Στις πρόβες μας έδινε ο Άγγελος θέματα για αυτοσχεδιασμούς και τα αναπτύσσαμε και η Κάτια κι εγώ εναλλάξ. Συμφωνήσαμε σε συγκεκριμένα πράγματα: από το πώς αρπάζει και καπνίζει το τσιγάρο η Ευτυχία και πιάνει το μολύβι για να γράψει, μέχρι στο πώς χάνεται το βλέμμα σε κάποιες σκέψεις της και την ευθυβολία της ατάκας (ένα δείγμα της ευστροφίας της).

Πριν από την πρόταση που σας έγινε για να την ενσαρκώσετε, οι στίχοι και τα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σας έδωσαν ποτέ έμπνευση και ενέργεια στη ζωή;

Βέβαια, από μικρό παιδί: στο καφενείο του πατέρα μου στη Δόξα Διδυμοτείχου στον Έβρο είχαμε ένα juke box – παλιότερα κι ένα μεγάλο ραδιόφωνο με μπαταρίες, πριν την εποχή του ηλεκτρισμού – όπου ακούγαμε τα τραγούδια της. Μπορεί να μην ήξερα ότι ήταν δικά της, αλλά για μένα, το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον θάνατο μέσω της τέχνης. Ένα σπουδαίο τραγούδι που μιλούσε μέσα μου και στην υπαρξιακή μου αγωνία. Έστηνα αυτί και άκουγα αυτούς τους απίστευτους στίχους: «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωρνάω»; Είναι πολύ βαθύ το νόημα που εισπράττεις σαν άνθρωπος.

Η ταινία «Ευτυχία» βγαίνει στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου σε παραγωγή και διανομή της Tanweer.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο