“Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δύό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε.
Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες.”
Αυτά που διαβάσατε είναι η αυθεντική περιγραφή που κάνει ο κορυφαίος της σύγχρονης ελληνικής μουσικής Μάρκος Βαμβακάρης. Είναι περιγραφή της κατάστασης που αντιμετώπισαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922 όταν έφτασαν στον Πειραιά και την Αθήνα. Περιλαμβάνονται στην αυτοβιογραφία του Μάρκου που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1978 (εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 94) Ο Βαμβακάρης περιγράφει με λόγια απλά την αντιμετώπιση που είχαν οι “τουρκόσποροι” από τους ντόπιους και “αυθεντικούς” Έλληνες.
Ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να βρει αναλογίες με όσα συμβαίνουν στις μέρες μας και να βγάλει συμπεράσματα. Όπως και τότε έτσι και τώρα κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έτσι αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες η πλειοψηφία. Στο σύγχρονο τραγούδι του ο Δημήτρης Μητσοτάκης αναφερόμενος στην θρησκευόμενη κυρά-Κατίνα, ακτινογραφεί μια κατάσταση που είναι γνώριμη σε όλους μας , ξεσκεπάζοντας την υποκρισία της εποχής μας με τους παρακάτω στίχους.
Κυρά Κατίνα σπλαχνική που κάνεις το σταυρό σου
μόλις μπανίσεις εκκλησιά και λες στον διπλανό σου
γι’ αυτούς τους μαύρους κι άραχλους που βρόμισαν τη χώρα
και έχουν κλέψει τις δουλειές που να τους πνίξει μπόρα.
Κυρά Κατίνα σπλαχνική που βρίζεις κάθε ξένο
στη λαϊκή, στην αγορά, στο τρόλεϊ, στο τρένο
λησμόνησες τον μπάρμπα σου που σέρνονταν στις τρύπες
στου ορυχείου τις στοές, στων καραβιών τις πίπες.
Πού είναι τα καμάρια σου, ο Γιώργος κι η Μαρία;
Ο γιος σου πήγε Καναδά κι η κόρη Αυστραλία
και σου ‘ρχονται τα δάκρυα και σου χαλούν τη μάσκα
όταν σου λένε: “δεν θα ‘ρθω μανούλα μου, το Πάσχα”.
Κυρά Κατίνα σπλαχνική που ξέρεις κάθε άγιο
κάνε και μία προσευχή για ‘κείνο το ναυάγιο
που είχε μέσα το παιδί, τη μάνα, τον πατέρα
και μόλις έπιασαν στεριά τους έριξαν μια σφαίρα.
Κυρά Κατίνα μου πιστή που αγαπάς αλλήλους και περιτριγυρίζεσαι απ΄ του Αδόλφου φίλους το αίμα είν’ στα χέρια σου, τα λόγια σου πιστόλι κανένανε δεν σκότωσες μα έχουν πεθάνει όλοι.
Πού είναι τα καμάρια σου, ο Γιάννης κι η Ελένη;
Στα ξένα βρωμοέλληνες και στην Ελλάδα ξένοι
κι αφού μιλάς με τον Θεό, για ‘κείνα προσευχήσου
γιατί στην άλλη τη φουρνιά θα ‘ναι και το παιδί σου.