Κώστας Τασούλας: «Εντελώς λάθος» θεωρεί ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, την νομική άποψη που εκθέτει ο Αλέξης Τσίπρας στην επιστολή που του απέστειλε, προ ολίγου, σχετικώς με την εξαίρεση του Παύλου Πολάκη και του Δημήτρη Τζανακόπουλου, εκτιμώντας ότι δεν μπορεί η πλειοψηφία της Προανακριτικής Επιτροπής να αποφασίζει ποιοι θα είναι οι βουλευτές-μέλη που ορίζουν τα κόμματα. Ο πρόεδρος της Βουλής, μιλώντας στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, ανέφερε ότι από την στιγμή που ο κ. Τσίπρας «του αναγνωρίζει» την ευθύνη και ο ίδιος «δεν θέλει να δώσει λύση», τότε «την αναλαμβάνει εκείνος» και θα ενημερώσει, την Πέμπτη, την Επιτροπή, προκειμένου να προχωρήσει τις εργασίες της.
Ο κ. Τασούλας, αιτιολόγησε την θέση του, λέγοντας ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην δεύτερη επιστολή που του απέστειλε, αναφέρει ότι δεν είναι θέμα της πλειοψηφίας η εξαίρεση μελών που ορίζουν τα κόμματα, στη βάση ότι αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 156 του Κανονισμού. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό ο κ. Τσίπρας -ανέφερε ο κ. Τασούλας- οικοδομεί όλη του την επιχειρηματολογία, ότι επειδή στο άρθρο 156 του ΚτΒ δεν αναφέρεται ρητά η ύπαρξη του θεσμού της εξαίρεσης, η Επιτροπή πρέπει να προχωρήσει με βάση τις υποδείξεις των κομμάτων, ακόμη κι αν οι βουλευτές-μέλη είχαν καταθέσει και ως μάρτυρες.
Ο πρόεδρος της Βουλής, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Εγώ διαφωνώ με αυτή την άποψη. Θεωρώ ότι η διαδικασία της εξαίρεσης υπάρχει από τη στιγμή που η Επιτροπή έχει αρμοδιότητες εισαγγελέως πρωτοδικών, κάτι το οποίο παραδέχεται και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας. Δεν υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση ένας εισαγγελέας πρωτοδικών να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση και εισαγγελεύς και μάρτυρας. Άρα, η διαδικασία της εξαίρεσης είναι στοιχειώδης θεσμός σε οποιαδήποτε διαδικασία νομικής φύσεως, οπότε κατά τη γνώμη μου υφίσταται».
Και πρόσθεσε: «Δεν είναι δυνατόν, μια διαδικασία προδικασίας να μην έχει μέσα την διαδικασία της εξαίρεσης. Είναι στοιχειώδης κανόνας η εξαίρεση, καθώς διασφαλίζει την αμεροληψία όσων έχουν καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου». Εξήγησε ότι μεν το άρθρο 156 δεν παραπέμπει Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά στα νομικά υπάρχει «η αρχή της αναλογίας», που είναι στοιχειώδης θεσμός και καλύπτει τυχόν κενά. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό εδώ βασίζεται και στην αρχή της αμεροληψίας, το οποίο προκύπτει από το Σύνταγμα. Σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας, δεν μπορεί κάποιος να είναι μάρτυρας και εισαγγελέας ταυτόχρονα» συμπλήρωσε ο πρόεδρος της Βουλής.
«Η διαφωνία του κ. Τσίπρα είναι ριζική. Δεν έχει να κάνει με το αν κατέθεσαν ή θα καταθέσουν ως μάρτυρες. Υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει η εξαίρεση, άρα και να καταθέσουν πρέπει να συνεχίσουν να είναι μέλη. Άρα, θεωρεί ότι μπορεί ταυτοχρόνως να είναι κάποιος και μάρτυρας και εισαγγελέας και μάρτυρας και ανακριτής στην ίδια υπόθεση. Αυτό εμένα μου φαίνεται εντελώς λάθος», υπογράμμισε ο κ. Τασούλας.
Ο κ. Τασούλας ενημέρωσε ότι την ερχόμενη Πέμπτη θα διεξαχθεί η συνεδρίαση της Προανακριτικής και θα την ενημερώσει για την επιστολή του κ. Τσίπρα. Απαντώντας στο ερώτημα, τί θα συμβεί εφόσον επιμείνουν οι δύο βουλευτές, που εξαιρούνται, να μην αποχωρούν, ο κ. Τασούλας είπε πως αυτό θα το χειριστεί καταρχήν το προεδρείο και κατόπιν, εάν χρειάζεται, θα υπάρξει συνεννόηση. Τόνισε ταυτοχρόνως, ότι η Επιτροπή θα συνεχίσει, διότι «το κύριο ζήτημα σε αυτή την υπόθεση δεν είναι το διαδικαστικό, αλλά να βρεθεί η αλήθεια κι αυτά τα τυχόν διαπραχθέντα αδικήματα».
«Αυτό είναι το μείζον. Δεν θα σπαταλήσουμε τη ζωή μας με τα διαδικαστικά. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια νομική διαφωνία. Οι νομικές διαφωνίες λύνονται. Έτσι και θα λυθεί και το ζήτημα αυτό, κάποια στιγμή αργότερα από το δικαστικό συμβούλιο. Προς το παρών θα προχωρήσουμε» είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Βουλής.
Ερωτηθείς ο πρόεδρος της Βουλής, για το αν την Πέμπτη, σε περίπτωση άρνησης των δύο βουλευτών να αποχωρήσουν από την συνεδρίαση, υπάρχει ενδεχόμενο να ζητηθεί η απομάκρυνσή τους από την Φρουρά της Βουλής, απάντησε: «Το ενδεχόμενο αυτό, μου φαντάζει μακρινό…». Τέλος, σχολίασε ότι η επιστολή του κ. Τσίπρα είναι πολύ πιο ήπια από την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, «δεν έχει καμία σχέση, είναι διαφορετικό το ύφος. Έχει πάλι μια νομική και πολιτική επιχειρηματολογία, όπως και η προηγούμενη επιστολή, με την οποία διαφωνώ».