Κατερίνα Γώγου: “Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου, ε;”. Αυτή ήταν η Κατερίνα Γώγου και οι σκέψεις της. Μία ελεύθερη και ανυπότακτη ψυχή, που έβλεπε και κυρίως ένιωθε ότι οι καιροί δεν ήταν ποτέ τους ήσυχοι. Που ήξερε ότι ο αντίπαλος κάθε ελεύθερου ανθρώπου εξακολουθεί να είναι εκεί έξω και να στήνει καρτέρι. Γεννήθηκε λίγους μήνες πριν από την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς και από νεαρή ηλικία θεωρούταν ως ένα από τα παιδιά – θαύματα της μεταπολεμικής εποχής. Στη δίνη του εμφυλίου, η Κατερίνα έκανε τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, ενώ στα 12 της, συμμετείχε σε ταινία του Αλέκου Σακελλάριου.
Ως ενήλικη, είχε ήδη δύο “παραστατικά” για καριέρα στην υποκριτική, έχοντας σπουδάσει στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη αλλά και στη σχολή χορού της Κούλας Πράτσικα. Εντάχθηκε στον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου, αλλά απέκτησε ιδιαίτερη φήμη στην τρίτη δεκαετία της ζωής της, συμμετέχοντας σε δεύτερους ρόλους των “χρυσών” ταινιών της Finos Film, όπως ο “Νόμος 4000”, η “Δεσποινίς Διευθυντής” και “η Δε Γυνή να φοβήται τον Άνδρα”.
Ωστόσο, στην πορεία κατάλαβε ότι τα “φώτα” δεν εξυπηρετούν τις βαθύτερες ανάγκες της. Απαρνήθηκε τον εμπορικό κινηματογράφο μετά τα χρόνια της Χούντας, έχοντας γίνει μέλος σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Συμμετείχε στην ταινία “Βαρύ Πεπόνι”, η οποία έφερε την υπογραφή του συζύγου της, Παύλου Τάσιου, με τον οποίον απέκτησε τη Μυρτώ. Η μεγάλη της στιγμή έγινε στην “Παραγγελία”, όπου πήρε τον ρόλο της αφηγήτριας και απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της. Ποίηματα τα οποία έτυχαν μεγάλης απήχησης στην τότε νεολαία.
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Ο κινηματογράφος την έφερε μπροστά από τα “φώτα”, αλλά η ποίηση έδειξε την ανήσυχη και ιδιαίτερη φύση της. Βαθιά πολιτικοποιημένη, δεν άφηνε ασχολίαστες τις αντιθέσεις που επικρατούσαν και επικρατούν σε αυτόν τον κόσμο, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, εκμεταλλευτών και καταπιεσμένων. Στις 3 Οκτωβρίου του 1993, η Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στο ασθενοφόρο που θα την μετέφερε στο “Ιπποκράτειο”. Λύγισε από τους προσωπικούς της δαίμονες, τα ναρκωτικά και το αλκόολ. Όμως, άφησε πίσω της ένα σπουδαίο έργο, με ποιήματα τα οποία αγαπήθηκαν από τις περασμένες γενιές και μεταφέρθηκαν αυτούσια μέχρι σήμερα, στις καρδιές κάθε ανθρώπου που δεν βολεύεται με την υπάρχουσα κατάσταση.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα και θα βγω στους δρόμους όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά ένα κομμάτι από τον πατέρα κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα -αυτά που μ’ άφησαν- και την πόλη.
Την πόλη που τη σάπισαν. Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα ίσα ολόισα στη φωτιά και θα μπω όπως και χτες φωνάζοντας «φασίστες!!» στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες μ’ ένα κόκκινο λάβαρο ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα και είναι -όχι πως φοβάμαι- μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα και πως εσύ πρέπει να μάθεις να μην κατεβαίνεις στο δρόμο χωρίς όπλα όπως εγώ – γιατί εγώ δεν πρόλαβα- γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ «έτσι» «αόριστα» σπασμένη σε κομματάκια από θάλασσα, χρόνια παιδικά και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα και θα χαθώ με τ΄όνειρο της επανάστασης μες την απέραντη μοναξιά των δρόμων που θα καίγονται, μες την απέραντη μοναξιά των χάρτινων οδοφραγμάτων με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-