Οι συναντήσεις μεταξύ ηγετών σε προσωπικό επίπεδο δεν έχουν πάντα σημασία. Όχι πάντα και όχι πάντα την ίδια. Και όταν έχουν, υπάρχουν διαβαθμίσεις. Μπορεί να καταλήξουν σε συμφωνία, αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως μετά από εντατική προετοιμασία σε διπλωματικό επίπεδο, οπότε οι δύο ηγέτες επικυρώνουν τα προσυμφωνηθέντα. Άλλες φορές δεν καταλήγουν πουθενά διότι η όποια διπλωματική προεργασία μπορεί να έχει φθάσει μέχρι ενός σημείου, να έχει εναποτεθεί στους ηγέτες η ολοκλήρωση δύσκολων τελικών σημείων και εντέλει η τελική απόσταση να μην διανυθεί εκατέρωθεν. Ακόμα χειρότερα αν δεν έχει υπάρξει επαρκής διασφάλιση του πλαισίου, μπορεί η συνάντηση να οδηγηθεί σε ναυάγιο και οι σχέσεις σε χειρότερη κατάσταση, απ’ ότι πριν από τη συνάντηση. Υπάρχουν και περιπτώσεις που η συνάντηση καταλήγει σε Βατερλό για μία από τις δύο πλευρές.
Οι συναντήσεις κορυφής Ελλάδας – Τουρκίας είναι μια ιδιότυπη κατηγορία. Ιδίως επί Ερντογάν στην εξουσία της γείτονος, τα τελευταία 17 χρόνια, έχουν αποκτήσει μία ψυχαναγκαστική χροιά. Οι Έλληνες πρωθυπουργοί αισθάνονται για κάποιο περίεργο λόγο ως υποχρέωσή τους να συναντηθούν με τον Ερντογάν, να τον καλέσουν ή να καλεστούν, ακόμα και όταν η συνάντηση μυρίζει τουρκική αρπαχτή από μακριά. Για κάποιον εξίσου περίεργο λόγο, πηγαίνουν άλλοι με βεβαιότητα, άλλοι με ελπίδα, ότι η δική τους συνάντηση με τον ηγέτη του αρχιπειρατικού κράτους θα είναι αυτή που θα σηματοδοτήσει μία θετική καμπή στις διμερείς σχέσεις.
Βέβαια δεν υπάρχει ούτε βάση για μία τέτοια βεβαιότητα, ούτε λόγος για τέτοια ελπίδα. Η πολιτική της Τουρκίας δεν καθορίζεται από διμερείς συναντήσεις, ούτε από προσωπικές συμπάθειες και διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι μακροπρόθεσμη, σταθερά προσανατολισμένη ακόμα και αν κάποιες πτυχές της δεν φαίνονται εξ αρχής, διότι η Άγκυρα επιλέγει πότε θα τις ξεδιπλώσει και θα τις προσθέσει στο αναθεωρητικό της σετ. Η γενική ροπή δεν μεταβάλλεται ανεξαρτήτως αλλαγών στη διακυβέρνηση, ακόμα και αν αυτές δεν αφορούν μόνο τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αλλά τη συνολική αλλαγή συστήματος και κοσμοθεωρητικού προσήμου, όπως η μετάβαση από τους κεμαλιστές στον νεοθωμανισμό του Ερντογάν. Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, έχει βγάλει τους κεμαλιστές από τη φυλακή, τους έχει τοποθετήσει σε κρίσιμες θέσεις ασφαλείας και πορεύονται όλοι μαζί, και με τους «Γκρίζους Λύκους», στην προσπάθεια υλοποίησης της μεγάλης Ιδέας τους για την Τουρκία.
Οι δικοί μας, λοιπόν, πηγαίνουν κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά. Το αποτέλεσμα είναι στην καλύτερη περίπτωση να «ξεπλένουν» επικοινωνιακά την Τουρκία στο διεθνές ακροατήριο. Όταν τρίτοι βλέπουν μετά από τις συναντήσεις να υπάρχουν δηλώσεις αβροφροσύνης και αποφάσεις για ενίσχυση του εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, πόσο πειστικές μπορούν να είναι οι ελληνικές καταγγελίες για την τουρκική επιθετικότητα και την έργω αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας;
Είναι γκροτέσκο να συναντάσαι και να μιλάς για πιθανά πεδία συνεργασίας, με 90-100 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου κάθε μέρα, χάρτες με το μισό Αιγαίο τουρκικό, «Αττίλα 3» σε εξέλιξη στην κυπριακή ΑΟΖ και «πακέτα» 500 -700 παράνομων μεταναστών στα ελληνικά νησιά ανά 24ωρο. Η ακόμα πιο επιζήμια κατάληξη τέτοιων συναντήσεων είναι η αποδοχή μέρους των τουρκικών διεκδικήσεων ως θεμάτων της ελληνοτουρκικής ατζέντας. Είναι οι περιπτώσεις που η Άγκυρα χρησιμοποιεί τις διμερείς επαφές σε ανώτατο επίπεδο για να δαγκώσει ακόμα ένα κομμάτι. Η καλή τη πίστει, από ελληνικής πλευράς, προσέλευση στις διμερείς συναντήσεις είναι σαν να πιστεύεις ότι θα χαιρετήσεις φιλικά έναν κροκόδειλο και θα φύγεις ολόκληρος. Ή ότι αν του δώσεις ένα κομμάτι κρέας από κοντά δεν θα φάει και το χέρι σου μαζί.