“Εάν ήμουν εγώ πρωθυπουργός δεν θα υπέγραφα την συμφωνία των Πρεσπών”, είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον Ζόραν Ζάεφ κατά την συνάντησή τους στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, προσθέτοντας ότι εφόσον όμως ισχύει θα την εφαρμόσει. Η δήλωση όπως και η εν γένει συμπεριφορά της κυβέρνησης έχει μία σειρά παράδοξα. Εάν κάποιος δεν είναι γνώστης της υπόθεσης και παρακολουθήσει τις ανακοινώσεις και τις διαρροές της κυβέρνησης, τότε σχηματίζει την εντύπωση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με κάποιον Ζόραν Ζάεφ. Αν είναι πιο προσεκτικός θα μάθει ότι ο Ζάεφ είναι “ομόλογός του”, ή “πρωθυπουργός” -σε κάποιες φράσεις δεν μπορούν να το αποφύγουν.
Εκείνο που όμως δεν θα μάθει είναι ποιας χώρας είναι πρωθυπουργός. Θα μάθει επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει την Συμφωνία της Ελλάδας με την “ακατονόμαστη”. Παρότι ο βασικός όρος της Συμφωνίας, για την οποία άλλαξε το Σύνταγμα της, είναι ότι αναγνωρίζεται πλέον και από την Ελλάδα με τη νέα συνταγματική της ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” ο Έλληνας πρωθυπουργός και το επιτελείο του αρνούνται να την κατονομάσουν παραβιάζοντάς την ενώ ομνύουν στην εφαρμογή της. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, στην Σύνοδο του οποίου μετέχει ο κ. Μητσοτάκης, στην ομιλία του αναφέρθηκε ειδικά στην Συμφωνία των Πρεσπών ως μία θετική συμφωνία για την περιοχή των Βαλκανίων. Όλως παραδόξως, την σχετική αναφορά μοιάζει να μην την αντιλήφθηκε η Ελληνική κυβέρνηση ενώ δεν έπαιξε και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Ένα ακόμη παράδοξο είναι ότι η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρωθυπουργό της “ακατονόμαστης” έγινε σε καλό κλίμα ενώ η ελληνική κυβέρνηση είναι θετική στην ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, δηλαδή της Αλβανίας και της “ακατονόμαστης”.
Ο πρωθυπουργός συμπεριφέρεται σαν όμηρος των “μακεδονομάχων” του κόμματός του και του Αντώνη Σαμαρά, ωστόσο η στάση αυτή που ενδεχομένως ικανοποιεί ένα κοινό δεν περνά απαρατήρητη ούτε από τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας ούτε φυσικά από τους διεθνείς παράγοντες. Μάλλον θολώνει το φιλελεύθερο προφίλ που φιλοτεχνεί με μεγάλη επιμέλεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Εν τέλει μπορεί στο εσωτερικό να μοιάζει ηρωική στάση αλλά δεν δείχνει προς τα έξω εικόνα σοβαρότητας.
Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία για την Ελλάδα. Τα αρνητικά είναι ότι μέσω της εθνικότητας -που είναι μακεδονική και όχι βορειομακεδονική κατά παγκόσμια πρωτοτυπία- και της επίσης μακεδονικής γλώσσας διατηρείται έστω και απισχνασμένος ο πυρήνας του σκοπιανού αλυτρωτισμού.
Υπάρχουν λοιπόν οι υποθήκες για μία αρνητική μελλοντική εξέλιξη εάν επιστρέψει στα πράγματα κάποιος σαν τον Γκρουέφσκι. Στο στάδιο της εφαρμογής θα φανεί εάν οδηγήσει στην πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών ή εάν μέσω των αρνητικών σημείων προκαλέσει ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης των δύο χώρων.
Σε κάθε περίπτωση όμως η ελληνική κυβέρνηση ή πρέπει να την εφαρμόσει ή να αναζητήσει τρόπους να την καταγγείλει. Το να λέει όμως ότι δεσμεύεται στην υλοποίηση της συμφωνίας με την ακατονόμαστη δεν είναι σοβαρή στάση. Στα θετικά της Συμφωνίας πέραν των άλλων -πχ την εγκατάλειψη της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας– η Συμφωνία και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της μπορεί να κάνει την Ελλάδα ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια απέναντι στην Τουρκία. Η νυν ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας αντιλαμβάνεται σαν κίνδυνο την επεκτατική συμπεριφορά της Τουρκίας και δέχθηκε ασμένως την συνεργασία με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να χάσει την ευκαιρία να κάνει την Βόρειο Μακεδονία δορυφόρο της χώρας και να την σπρώξει μετά από μία ενδεχόμενη μεταβολή στους εκεί συσχετισμούς στην αγκαλιά της Τουρκίας και να ξαναρχίσουν όλες εκείνες οι συζητήσεις και αναλύσεις για το φιλοτουρκικό τόξο στα Βαλκάνια κλπ.
Υ.Γ: Ενώ όμως η ελληνική κυβέρνηση δείχνει περιφρόνηση προς την ακατονόμαστη, κάνει ότι δεν βλέπει τις προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και ακολουθεί πολιτική κατευνασμού έναντι του σουλτάνου. Ίσως αυτά τα δύο η στάση προς την ακατονόμαστη και προς την Τουρκία να πηγαίνουν μαζί.