Video

Zantac: Συναγερμός για τις γενόσημες εκδόσεις του φαρμάκου – Σταματάει η διανομή του

Zantac: H διακοπή της διανομής διαφέρει από την ανάκληση. Αυτό σημαίνει ότι το υπάρχον απόθεμα του Zantac στα φαρμακεία μπορεί να πωληθεί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το πρακτορείο Reuters.

Zantac: Παγκόσμια ανησυχία έχει προκαλέσει η είδηση πως στο γνωστό φάρμακο για το στομάχι ίσως περιέχεται ένα καρκινογόνο συστατικό. Όπως μεταδίδουν τα ΜΜΕ ανά τον κόσμο, η εταιρεία Sandoz (θυγατρική της Novartis) ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη ότι σταματά «προληπτικά» τη διανομή των γενόσημων εκδόσεων του Zantac μέχρι να διερευνηθεί από τις αρμόδιες Αρχές αν ένα συστατικό του (ρανιτιδίνη) είναι δυνητικώς καρκινογόνο.

Αξίζει, όμως, να τονιστεί πως η διακοπή της διανομής διαφέρει από την ανάκληση. Αυτό σημαίνει ότι το υπάρχον απόθεμα του Zantac στα φαρμακεία μπορεί να πωληθεί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το πρακτορείο Reuters.

Την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019, ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) είχε ανακοινώσει ότι βρέθηκαν δείγματα ρανιτιδίνης (ranitidine) που περιείχαν μια μολυντική ουσία, η οποία ονομάζεται Ν-νιτροζοδιμεθυλαμίνη (N-nitrosodimethylamine, ή αλλιώς NDMA). Αυτή είναι η ίδια χημική ουσία που βρέθηκε σε φάρμακα για την αρτηριακή πίεση πέρυσι, προκαλώντας πολυάριθμες ανακλήσεις αυτών των φαρμάκων.

Η NDMA ταξινομείται ως ουσία «πιθανώς καρκινογόνα για τον άνθρωπο», επειδή έρευνες έχουν δείξει ότι προκαλεί καρκίνο σε ζώα. Οι χημικές αυτές συνθέσεις αποτελούν υποπροϊόν ορισμένων βιομηχανικών διεργασιών και χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν στην παραγωγή καυσίμου πυραύλων, σύμφωνα με την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ. Γενικά, εντοπίζεται σε χαμηλά επίπεδα στο πόσιμο νερό και σε ορισμένες τροφές, όπως κάποιοι τύπου κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Η ρανιτιδίνη και το Zantac

Η ρανιτιδίνη αποτελεί τη δραστική ουσία ενός εκ των παλαιότερων και «δημοφιλέστερων» σκευασμάτων για τη μείωση της παραγωγής του γαστρικού οξέος σε ασθενείς με καταστάσεις, όπως αίσθημα καύσου στο στομάχι και έλκη στομάχου. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977 με την εμπορική ονομασία Zantac και την άδεια κυκλοφορίας να έχει τότε κατοχυρωθεί στην βρετανική φαρμακοβιομηχανία GlaxoSmithKline.

Μετά τη λήξη της πατέντας, η ρανιτιδίνη συνέχισε να παράγεται ως γενόσημο φάρμακο από πολλές φαρμακευτικές εταιρείες και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα εμπορικότερα σκευάσματα για το πεπτικό σύστημα που χορηγείται, είτε με είτε χωρίς ιατρική συνταγή.