Ελλάδα

Τάκης Σπυριδάκης: Η συγκλονιστική εξομολόγηση ενός φίλου του για την μάχη του Τάκη με τον καρκίνο

O Tάκης Σπυριδάκης, που άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο σε ηλικία 61 ετών. Είχε συμμετάσχει σε κορυφαίες κινηματογραφικές και θεατρικές δουλειές.

Τα τελευταία χρόνια έδινε μάχη με τον καρκίνο. Σε μια από τις τελευταίες του τηλεοπτικές συνεντεύξεις είχε μιλήσει για τη μάχη που έδινε. Η συνέντευξή του Τάκη Σπυριδάκη προβλήθηκε τον Δεκέμβρη του 2017 και τότε έλεγε: «Ένα χρόνο πριν έμαθα ότι κάτι δεν πάει καλά. Είχα κάποια συμπτώματα με την έννοια του ότι δεν μπορούσα να φάω καλά. Πίστευα ότι ήταν ένα σύμπτωμα από τη δουλειά μας, το άγχος μας, αλλά τι άγχος. Έκανα μια δουλειά στο θέατρο που πήγαινε εξαιρετικά καλά και πάει ακόμα. Δεν πήγα στον γιατρό.

Με την επιμονή της πρώην συζύγου μου, που διατηρούμε μια εξαιρετική σχέση, πήγα σε ένα γιατρό που μου ανακοίνωσε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Του είπα ότι είμαι μεγάλος άνθρωπος και θα ήθελα να μην μιλάμε περιφραστικά, να μην μιλάμε με μισόλογα και να μου πει ότι είναι για να ξέρω κι εγώ τι να κάνω και να πάρω τις αποφάσεις μου.

Πήρα τη γυναίκα μου και πήγαμε σε ένα μπαράκι, χτύπησα τέσσερα ουίσκι απανωτά, κάπνισα κι ένα πακέτο τσιγάρα και είπα από μέσα μου μερικά πράγματα, δεν τα εξομολογήθηκα σε κανέναν. Όταν πήγα σπίτι, ζήτησα απλώς να δω τα παιδιά μου, να κάνουμε μια κουβέντα για να μην τους έρθει απότομα.52 μέρες έμεινα μέσα στο νοσοκομείο, τα είδα όλα.

Εκείνο που με έκανε πολλές φορές να δακρύσω ήταν οι συνάδελφοι που ήταν δίπλα μου. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος ήταν συνέχεια εκεί, καθόταν σε μια καρέκλα ο άνθρωπος και ξενυχτούσε, που μέχρι τότε είχαμε πει μόνο ένα γεια. Ήταν συγκινητικό, που μάλλον σημαίνει πως όλα αυτά τα χρόνια κάτι καλό έχω κάνει σε αυτό τον χώρο».

Ο φίλος του, δημοσιογράφος Γιάννης Παντελάκης με ανάρτησή του στο Facebook συγκλονίζει με την εξομολόγησή του για την μάχη που έδινε ο Τάκης Σπυριδάκης με τον καρκίνο. Λίγη ώρα μετά την είδηση του θανάτου ο κ. Παντελάκης έγραψε: ”

“Για τον Τάκη, μερικά λόγια σκόρπια…

‘’Την κάτσαμε σύντροφε’’. Ήταν ένα βράδυ περίπου τρία χρόνια πριν. Ο Τάκης μου έλεγε τηλεφωνικά το κακό νέο της αρρώστιας. Δεν πρόλαβα να πω κάτι, είχε προλάβει αυτός ‘’Άλλα δεν μασάμε, ε ;’’. Η μια αμήχανη σιωπή μου, διαδέχτηκε την επόμενη. Τις έσπασε αυτός ‘’Ρε σύντροφε μίλα, πες κάτι…’’. Και γέλαγε. Προσωποποιήθηκα οτι οδηγώ, ‘’θα σε δω από κοντά’’. Εκείνο το βράδυ ήπιε και κάπνισε τόσο λες και δεν υπήρχε αύριο. Δεν μάσησε. Για τρία χρόνια έφτασε τόσο κοντά στον θάνατο, όσο δεν έχει φτάσει κανένας. Κάθε φορά που του έλεγα πως θα τα καταφέρει, με κοίταζε στα μάτια και μετά στα χείλη. Ήθελε να του το ξαναπώ.

Πήγαμε σ ένα φίλο μου γιατρό τον Δημήτρη, όταν τέλειωσε η επίσκεψη έμεινα λίγα λεπτά παραπάνω. Ο Δημήτρης κούνησε το κεφάλι, σαν να έλεγε πως δεν θα τα καταφέρει για πολύ. ‘’Και τι σου είπε; ‘’,’ ρώτησε μετά. ΄Για μια παλιά γκόμενα ρε Τάκη’’. Στο μικρό δωμάτιο σ ένα ψηλό όροφο του Ιπποκράτειου, πέρασε κάτι λιγότερο από δυο μήνες, ήταν και ένα Πάσχα μέσα. Τσουρέκι Ασημακόπουλου, ‘’ελα ρε αυτό είναι γαμάτο, άλλα δεν μπορώ να φάω’’. Εκεί στον ψηλό όροφο μου είπε πως σκέφτηκε μια στιγμή να πηδήξει, άλλα το έδιωξε από το μυαλό του γρήγορα. ‘’Αφού θα τα καταφέρω’’, ξαναείπε, συνήθιζε να το λέει.

Και όλοι δίπλα του συμφωνούσαμε. Πάντα αναζητούσε μια επιβεβαίωση πως όλα αυτά θα περάσουν. Ήθελε ν ακούει και κάτι άλλο. Πως έναν ωραίο Αύγουστο θα ξαναπάμε στο πανηγύρι στο ΄΄Μαύρο χωριό’’, στη Σίφνο. Το λέγαμε κάθε καλοκαίρι, το είπαμε και το φετινό. Και μετά το πανηγύρι και τόση ώρα περπάτημα σ ένα κακοτράχηλο μονοπάτι, μια βόλτα στο Μπότζι για ένα ποτό. Ποτέ δεν ήταν ένα. Αγαπούσε πολύ την μουσική, τζαζ και πάλι τζαζ. Δυο τρεις τρομπέτες επάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης. Πλάι σε βιβλία και φωτογραφίες με τις δυο κόρες του που λάτρευε. Ο κινηματόγραφος ήταν κάτι περισσότερο από πάθος, σκαρφιζόταν συνέχεια ιδέες και έγραφε σενάρια ως τα τελευταία. Ένα από αυτά που είχε γράψει αρκετά χρόνια πριν, είχε μια ιστορία μ ενα πλοίο γεμάτο μετανάστες που έπλεε χωρίς σκοπό γιατί καμιά χώρα δεν τους ήθελε ‘’Με ξεπέρασε η πραγματικότητα’’, μου είπε αργότερα. Όσοι τον είδαν στον ‘’Άγριο σπόρο’’ κατάλαβαν πως ο Τάκης δεν ήταν ο ‘’αγαπούλας’’, δεν ήταν καν η ‘’γλυκιά συμμορία’’. Ήταν πολλά περισσότερα, σπουδαίος ηθοποιός στ’ αλήθεια. Όταν βρισκόταν στα δύσκολα, είχε μια αγαπημένη φράση με δυο λέξεις ‘’Το παλεύω’’. Το εννοούσε, το πάλεψε οσο και αν τα μηνύματα που έπαιρνε δεν συμφωνούσαν. ‘’Το παλεύω’’ μου ειπε και δυο ημέρες πριν κοιτάζοντας με στα μάτια. Λες και ήθελε να του ξαναπώ πως ‘’θα τα καταφέρει’’…

Αρχής γενομένης από τη θρυλική “Γλυκιά Συμμορία” του Νίκου Νικολαϊδη το 1983 και την εμβληματική “Λούφα και Παραλλαγή” του Νίκου Περάκη του 1984 ο Τάκης Σπυριδάκης έδωσε το στίγμα του με τρόπο παιξίματός του και τις ατάκες του.

Στο νεότερο και ευρύ κοινό ο εκλιπών έγινε γνωστός μέσα από τηλεοπτικές διαφημίσεις γνωστής εταιρίας κινητής τηλεφωνίας στην οποία υποδυόταν καρικατούρα ποδοσφαιρικού παράγοντα. Ο “Πίου” και ο “Αντωνίου” έγραψαν τη δική τους τηλεοπτική ιστορία και έδωσαν το καύσιμο στον Σπυριδάκη για να χρηματοδοτήσει άλλα σχέδιά του.

Τα τελευταία χρόνια ο Σπυριδάκης έδωσε ερμηνευτικό ρεσιτάλ στο θεατρικό “Αγριος Σπόρος” , μία παράσταση που ακροβατούσε μεταξύ κωμωδίας και δράματος και λατρεύτηκε από το θεατρικό κοινό της Αθήνας.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο