Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος το τελευταίο δίμηνο είναι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει αντιπολίτευση και ιδιαίτερα τα πεδία που επιλέγει για να αντιπολιτευτεί την κυβέρνηση. Η οικονομία, ας πούμε, είναι εξαιρετικό case study διότι η μείωση των φόρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, κατά την Κουμουνδούρου δεν είναι αρκετή ή συνιστά και κοροϊδία, γιατί, όπως έλεγε κομματικό στέλεχος, θα εξανεμισθεί από τις… αυξήσεις στη ΔΕΗ.
Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε χρεοκοπημένη τη ΔΕΗ, τουλάχιστον όπως καταγγέλλει ο σημερινός αρμόδιος υπουργός, ο οποίος προανήγγειλε και εξεταστική για το φούντο της επιχείρησης. Ας μείνουμε στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, μεταξύ άλλων από το 22% στο 9% στις πρώτες δέκα χιλιάδες ευρώ εισόδημα και στις υπόλοιπες φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις που αποφασίστηκαν και είναι οι πρώτες που γίνονται μετά από μία πενταετία φορολογικής Χιροσίμα από αυτούς που θα «έσκιζαν» τα Μνημόνια.
Τελικά έσκισαν τη μεσαία τάξη. Έκαναν κανονικό «carpet bombing» στον ήδη εξουθενωμένο και κακοποιημένο κορμό της ελληνικής κοινωνίας ο οποίος είχε αρχίσει να βλέπει φως κατά την ολοκλήρωση της κυβερνητικής θητείας Σαμαρά και τελικά το φως που είδε ήταν από το τραίνο του ΣΥΡΙΖΑ που ερχόταν στο τούνελ από την αντίθετη κατεύθυνση.
Εξάλλου, όπως είχε παραδεχθεί ο τέως υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, η οικονομική πολιτική που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σκοπίμως ταξική, επιβάρυνε στοχευμένα τη μεσαία τάξη, για να ανακουφίσει υποτίθεται του οικονομικά ασθενέστερους.
Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, μεγάλα τμήματα της εναπομείνασας μεσαίας τάξης να συμπιεσθούν προς τα κάτω και να γίνουν τα ίδια οικονομικά ασθενή. Στόχος αυτής της ρουτίνας επιβάρυνσης ήταν να προλεταριοποιηθούν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ώστε οι άνθρωποι να καταστούν επιδοματικά εξαρτώμενοι και εκλογικά εκβιαζόμενοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε καν αναδιανομή της φτώχειας που του καταλογίζουν.
Έκανε διεύρυνση της φτώχειας υλοποιώντας μία ατζέντα εξαθλίωσης για να ηγεμονεύσει επί ερειπίων και ταυτόχρονα αιτιολογούσε εσωτερικά/ψυχολογικά την πολιτική του – αν υποθέσουμε ότι είχε ανάγκη κάτι τέτοιο- ως εφαρμογή της ιδεολογικής αποστολής της Αριστεράς. Διότι η Αριστερά, περισσότερο από το «μεγάλο κεφάλαιο» με το οποίο μια χαρά τα βρίσκει ιδίως αν έχει εύκαιρο κάνα κότερο, εχθρεύετα τη μεσαία τάξη επειδή είναι ο βασικός φορέας της εθνικής και δημοκρατικής συνείδησης. Δύο έννοιες με τις οποίες δεν τα πάει καλά. Η μεσαία τάξη είναι αυτοί που η Αριστερά αποκαλεί περιφρονητικά «νοικοκυραίους» και «μικροαστούς».
Είναι ειλικρινείς
Οπότε, όταν ο Τσακαλώτος έλεγε ότι άσκησαν μεροληπτική πολιτική εις βάρος της μεσαίας τάξη την αλήθεια έλεγε και τώρα που κατηγορούν την κυβέρνηση για τη μείωση των φόρων στα φυσικά πρόσωπα και στις επιχειρήσεις ειλικρινείς είναι. Επειδή οι περισσότερες επιχειρήσεις, είτε ανήκουν σε «μεσαιοταξίτες» είτε απασχολούν ανθρώπους από κάποια διαβάθμιση της μεσαίας τάξης, βρέθηκαν στο στόχαστρο με το ίδιο σκεπτικό.
Είναι λάθος να υποτιμάται η ιδεολογική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ επειδή αυτό που αναπόφευκτα κυριάρχησε ως εικόνα είναι ο οπορτουνισμός του προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος που έγινε το αγαπημένο παιδί των δανειστών. Κανένας άλλος, καμία από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει με τόση ζέση και τέτοιο ωμό κυνισμό αυτά που εφαρμόστηκαν την τελευταία πενταετία. Εκτελούσαν τις εντολές και είχαν μέσα τους την εσωτερική δικαιολογία ότι παίρνουν εκδίκηση από τους «νοικοκυραίους».
Οι ξένοι είναι έμπειροι, έχουν αιώνες αποικιοκρατικής τεχνογνωσίας, καταλαβαίνουν ποιος μπορεί να φτάσει μέχρι ποιου σημείο. Και όπως φέρεται να είπε και η Μέρκελ για τον Αλέξη Τσίπρα, «ο μικρός μαθαίνει γρήγορα». Ποιος δεν θα ήθελε έναν τέτοιο μαθητή;