Γεννήθηκε στη Γερμανία το 1956 από Έλληνα πατέρα και Γερμανίδα μητέρα. Ο πατέρας της Σωκράτης καταγόταν από το χωριό Καστέλι Καλαβρύτων το οποίο κάηκε από τους Γερμανούς κατά το ολοκαύτωμα του 1943. Ο πατέρας της καθώς και άλλους αιχμαλώτους τους μετέφεραν οι Γερμανοί σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Από το στρατόπεδο που είχαν τον πατέρα της περνούσε η μητέρα της γιατί ο αδερφός της ήταν στρατιωτικός.
Η μητέρα της πήγαινε κρυφά φαγητό και νερό στους κρατούμενους μεταξύ των οποίων και στον πατέρα της Μαρίας Παναγιωτοπούλου. Μάλιστα η μητέρα της βοήθησε και στην απελευθέρωσή του. Τότε ήταν που ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στη Γερμανία. Από τον γάμο τους απέκτησαν δυο παιδιά την Μαρία Παναγιωτοπούλου, που την φώναζαν Ρόζμαρι και την μεγάλη της αδερφή Έρικα. Μέχρι την ηλικία των 5 ετών η Μαρία Παναγιωτοπούλου ζούσε στη Γερμανία. Κατόπιν όμως εγκαταστάθηκαν στην Γιουγκοσλαβία όπου μεταφέρθηκαν βιαίως με τρένο.
Στη Γιουγκοσλαβία γεννήθηκε η μικρότερη αδερφή της Μαρίας Παναγιωτοπούλου η Αθανασία η οποία είναι γιατρός. Ο πατέρας της αρκετά έξυπνος άνθρωπος αν και αγράμματος διατηρούσε μαγαζί που επισκεύαζε ραδιόφωνα. Την δουλειά αυτή συνέχισε και στη Γιουγκοσλαβία ενώ η μητέρα της εργαζόταν ως γυμνάστρια. Σχολείο πήγε στο Βελιγράδι και η οικογένειά της της παρείχε ένα πολύ καλό βιοτικό επίπεδο. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τέτοια που της παρείχε ιδιαίτερα μαθήματα γιουγκοσλαβικής, αγγλικής και γαλλικής γλώσσας, ενώ ήξερε και άπταιστα γερμανικά. Το σπίτι στο Βελιγράδι ήταν αρκετά μεγάλο για να μεγαλώσει η πενταμελής οικογένεια ενώ είχαν και αυτοκίνητο με οδηγό, αλλά και υπηρετικό προσωπικό.
Το ταξίδι στην Ελλάδα και ο “γύρος του θανάτου”
Το 1957 ο πατέρας της Σωκράτης πήρε την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα μιας και είχε πληροφορίες από συγγενείς του πως θα είχαν ακόμη καλύτερο επίπεδο διαβίωσης. Η μητέρα της φοβούμενη μήπως δεν γυρίσει στο Βελιγράδι έβγαλε σε όλους διαβατήρια για να πάνε όλοι στην Ελλάδα. Μέσα σε μια νύχτα πούλησαν όσο όσο την περιουσία τους και με τρεις βαλίτσες ήρθαν στην Ελλάδα. Φθάνοντας στο σταθμό Λαρίσης δεν τους περίμενε κανένας συγγενείς όπως πίστευαν και έτσι πέρασαν μια εβδομάδα σε ξενοδοχείο μέχρι να νοικιάσουν σπίτι στην πλατεία Αττικής.
Ο πατέρας της δούλεψε για λίγο ώς ραδιοτεχνίτης αλλά αρρώστησε βαριά και δεν ήταν σε θέση να εργαστεί ενώ και η μητέρα της δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά. Για λόγους βιοποριστικούς και τα τρια κορίτσια της οικογένειας μαζί με τη μητέρα τους αναζήτησαν δουλειά. Το 1958 και με τη βοήθεια του πατέρα τους τα μικρά κορίτσια έφτιαχναν κουκλάκια και φουστανάκια για κούκλες και τα πουλούσαν στα πανηγύρια. Παράλληλα η Μαρία Παναγιωτοπούλου και οι δυο αδερφές της έκαναν και φακιρικά νούμερα και ακροβατικά. Συγκεκριμένα η Αθανασία έκανε το κόλπο με την ασώματη κεφαλή, η Έρικα καθόταν στον τροχό με τα μαχαίρια και η Μαρία ήταν η εκφωνήτρια διαβάζοντας ένα κείμενο που της έδιναν.
Σε ένα πανηγύρι στον Άγιο Ιωάννη Ρώσο λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Χαλκίδα διαπληκτίστηκαν με κάποιους που είχαν έρθει με έναν γύρο του θανάτου και είχαν στρέψει τα φώτα κατά πάνω τους εμποδίζοντάς τες από το να δουλέψουν στα ακροβατικά και φακιρικά νούμερά. Πείσμωσαν και την επόμενη χρονιά πήγαν στο ίδιο πανηγύρι με το δικό τους γύρο του θανάτου. Γύρναγαν και οι τρεις αδερφές με μηχανές κάνοντας παράλληλα ακροβατικά νούμερα. Ήταν οι πρώτες Ελληνίδες που δόξασαν την ελληνική σημαία στο εξωτερικό γιατί δεν υπήρχαν γυναίκες που να κάνουν το γύρο του θανάτου στο εξωτερικό.
Αρχές της δεκαετίας του 1970 η Μαρία γνωρίζει τον σύντροφό της με τον οποίο δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Το 1971 έκανε ακροβατικά στο γύρο του θανάτου στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω αν και ήταν έγκυος στην κόρη της Αγνή την οποία γέννησε τον Φεβρουάριο του 1972. Τρια χρόνια αργότερα η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι στην Μαρία η οποία έχασε το σύντροφό της. Έμεινε με την τριών ετών κόρη της ενώ είχαν ξεκινήσει να δραστηριοποιούνται και στο χώρο του λούνα πάρκ. Έβγαλε επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης κατηγορίας 5, αγόρασε φορτηγό και μετέφερε μόνη της τις νταλίκες. Σκληρή δουλειά την οποία έκανε με αξιοπρέπεια και εντιμότητα. Η Μαρία Παναγιωτοπούλου πήγε με το περιφερόμενο λούνα πάρκ της σε όλη την Ελλάδα από τις μεγάλες πόλεις μέχρι τα πιο μικρά χωριά. Ήταν ο άνθρωπος που μεγάλωσε γενιές και γενιές με την μπαλαρίνα υπό τους ήχους του Samurai, του Maria Magdalena και των Bad Boys Blue.
Δυο υιοθεσίες και ένας θάνατος
Το 1992 στο πανηγύρι της Ελασσόνας κάποια γυναίκα γέννησε ένα κοριτσάκι και το παράτησε. Αυτό το κοριτσάκι το υιοθέτησε η Μαρία Παναγιωτοπούλου ύστερα και από την επιμονή της κόρης της Αγνής. Το 2004 η μοίρα ξαναχτυπά την “βασίλισσα των λούνα παρκ” ακόμη πιο σκληρά. Γυρνώντας στο σπίτι βρίσκει την κόρη της Αγνή νεκρή. Οι πληροφορίες θέλουν την Αγνή να έχει δολοφονηθεί. Μια ιστορία που ακόμη και σήμερα πονά πολύ την Μαρία Παναγιωτοπούλου. Όταν βρήκε την κόρη της πνιγμένη αισθάνθηκε να χάνει τη γη από τα πόδια της, αλλά βρήκε τη δύναμη να σταθεί για χάρη της υιοθετημένης της κόρης.
Τέσσερα χρόνια μετά την απώλεια της κόρης της Αγνή, της έγινε πρόταση να υιοθετήσει ένα αγοράκι 7 μηνών από μια κοπέλα που δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Στο χαμό της Αγνής η Μαρία Παναγιωτοπούλου δέχθηκε το αγοράκι σαν εντολή από το Θεό. Λόγω της προχωρημένης της ηλικίας η ελληνική νομοθεσία δεν την επέτρεπε να το υιοθετήσει αλλά η Μαρία Παναγιωτοπούλου δεν το έβαλε κάτω. Έφθασε μέχρι τα Ευρωπαικά δικαστήρια όπου και δικαιώθηκε. Η κόρης είναι σήμερα 27 ετών ενώ ο μικρός της γιος κοντεύει τα 12. Η ίδια σε ηλικία 73 ετών συνεχίζει να ζει για τα δυο της παιδιά και να παλεύει ώστε να τους προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί.
Στην είδηση του θανάτου της 14χρονης στο λούνα πάρκ της η Μαρία Παναγιωτοπούλου ανέφερε μιλώντας στο δελτίο ειδήσεων του STAR: “Είμαι μία μάνα που έχει χάσει μια κόρη 32 ετών. Συμπαραστέκομαι με όλη μου την ψυχή, με όλο το ήθος, δίπλα στους ανθρώπους που χάσανε το παιδί τους. Αν τώρα μπροστά σε μια ψυχή που χάθηκε, θα εξετάσουμε φταίει η Π. ή δεν φταίει; Μη σπιλώνουμε την ψυχή του παιδιού. Θα έρθει η ώρα η κατάλληλη, που θα πρέπει είτε θέλουμε είτε δεν θέλουμε να αποδείξουμε την ενοχή μας ή την αθώωσή μας. Ας σεβαστούμε το πένθος των ανθρώπων. Το πιστεύω από τα βάθη της ψυχής μου. Είμαι μάνα, μου σκότωσαν μία κόρη 32 ετών. Οι εγκληματίες είναι έξω… Είναι δυνατόν εγώ να γίνω εγκληματίας; Ποτέ… Βάλτε δέκα χέρια στο Ευαγγέλιο”.