Ελλάδα

Με αφορμή τη συζήτηση για το πανεπιστημιακό άσυλο

Τριάντα επτά χρόνια πέρασαν από τότε που θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το Πανεπιστημιακό άσυλο και τώρα γίνεται αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των κομμάτων.

Πανεπιστημιακό άσυλο: Η πορεία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας μας, όπως είναι φυσικό, καθρεφτίζει τις εξελίξεις της πολύπαθης ιστορίας και της στρεβλής κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης του νεο-ελληνικού κράτους. Τριάντα επτά χρόνια πέρασαν από τότε που θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το Πανεπιστημιακό άσυλο και τώρα γίνεται αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των κομμάτων. Ας δούμε όμως σε ποιο πλαίσιο αυτό λειτούργησε και πώς το ζήτημα κατέληξε ως εδώ.

Το χρονικό

Όλα άρχισαν από τις παρενέργειες ενός ιδιότυπου αριστερισμού που διακατείχε το ΠΑΣΟΚ στην αρχή της ανόδου του και του νέου έθους ακραίας ελευθεριότητας που αυτό εισήγαγε στο χώρο της Εκπαίδευσης, παράλληλα με τις – αναμφισβήτητα – σημαντικές τομές που η διακυβέρνησή του έφερε για τον εκδημοκρατισμό της Παιδείας, για την αναβάθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων στα σχολεία και για το άνοιγμα των πανεπιστημίων στους επιστήμονες, ένα άνοιγμα που συνέβαλε στην ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής γνώσης.

Η ελευθεριότητα αυτή εκφράστηκε με πολλούς τρόπους, όπως για παράδειγμα με την κατάργηση του θεσμού των επιθεωρητών στα σχολεία, τη χωρίς φραγμούς ελευθερία στην ένδυση των μαθητών στο σχολικό χώρο, τη χωρίς συνέπειες καταστροφή από μέρους τους της δημόσιας περιουσίας, την άμεση συμμετοχή των εκπροσώπων των φοιτητών στην εκλογή της πανεπιστημιακής ηγεσίας, το άβατο της αστυνομίας στο χώρο του Πανεπιστημίου, τον πολιτικά κομματικό χαρακτήρα που, τελικά προσέλαβε ο μαθητικός «συνδικαλισμός», ανεξάρτητα ενδεχομένως από τις αγαθές προθέσεις των νομοθετούντων, που είχαν ακόμη νωπές τις αναμνήσεις από τα τραύματα της επταετούς χούντας και σαν υπεραντίδραση στις προηγούμενες προβληματικές καταστάσεις.

Πριν από αυτό, στο κοινωνικά κλειστό πανεπιστήμιο της χώρας μας η ανάπτυξη της επιστήμης ήταν υποτυπώδης (και, ως επί το πλείστον, εισαγόταν απλουστευμένη από το εξωτερικό), επικρατούσε ο αυταρχισμός της καθηγητικής έδρας και δεν υπήρχαν καθιερωμένα προγράμματα μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, ενώ η έρευνα ήταν σε εμβρυακό στάδιο. Έτσι, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και η επιθυμία να πνεύσει άνεμος ελευθερίας στα σχολεία και στο πανεπιστήμιο έγινε στη χώρα μας απότομα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Μερικές όμως από τις παρενέργειές της τότε μεταρρύθμισης ήταν οι συνεχείς αναστατώσεις και οι χωρίς αποτέλεσμα καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, η έντονη κομματικοποίηση του πανεπιστημίου και η χρήση βίας εκ μέρους ορισμένων φοιτητών κατά μελών ΔΕΠ και πανεπιστημιακών αρχών, η γενικότερη αντίδραση των πανεπιστημιακών ενάντια σε κάθε μορφής αξιολόγηση του έργου των ιδρυμάτων, η επικράτηση της αυταρχικής επιβολής μίας νεανικής μειοψηφίας και άλλες παρενέργειες, τις οποίες πρώτες υπέστησαν οι υπερασπιστές των κυβερνήσεων που τις θεσμοθέτησαν.

Με τον νόμο πλαίσιο του 1982 για τα πανεπιστήμια του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώθηκε η αρχή του εποικοδομισμού όσον αφορά την κοινωνική εξέλιξη, ότι δηλαδή με τις ξαφνικές αλλαγές σε ένα σύστημα το καινούργιο ενσωματώνεται πάντοτε στο παλιό: με τον παλιό νόμο οι πρυτανικές αρχές διορίζονταν από την Κυβέρνηση, ενώ μετέπειτα από τα κομματικά μαγειρεία. Έτσι το φέουδο της έδρας μετεξελίχτηκε σε κομματικό φέουδο του συσχετισμού δυνάμεων στις πρυτανικές αρχές και τα τμήματα.

Υπερβολή και υπερ-απλούστευση

Χαρακτηριστικό αυτών των μέτρων της μεταπολιτευτικής εποχής (με εξαίρεση κάποια απελευθερωτικά μέτρα όπως, π.χ., η κατάργηση της τήρησης φακέλου πολιτικών φρονημάτων, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης κ.ά.) ήταν αφενός μεν η υπερβολή, αφετέρου δε η απλοϊκή αντιμετώπιση προηγούμενων προβληματικών καταστάσεων.

Διότι σίγουρα όλα όσα θέλησαν να διορθώσουν οι τότε πολιτικοί σχεδιαστές ήταν προβληματικά, έλλειπε όμως η πρότερη εμπειρία στο στίβο της πραγματικής πολιτικής ζωής, αφού τα εμπόδια της εξαρτημένης (από τις μεγάλες δυνάμεις) χώρας μας για απρόσκοπτη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών δεν είχαν μέχρι τότε επιτρέψει την ομαλή διαδοχή των μεγάλων αστικών κομμάτων στην εξουσία, την υποβολή της αντιπολίτευσης στη βάσανο της έμπρακτης δοκιμασίας, τη ρεαλιστική επεξεργασία των ζητημάτων σε βάθος χρόνου και την ευθύνη των παράπλευρων προβλημάτων που πάντα παρουσιάζονται.

Όλοι συνέβαλαν

Η κατάσταση αυτή οδηγεί στη διαπίστωση ότι καμία παράταξη στη χώρα μας δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Όσα δίκαια ή ελαφρυντικά και αν φέρουν από ένα τέτοιο παρελθόν στο ενεργητικό τους οι πολιτικές παρατάξεις όλες έχουν συμβάλει με τον τρόπο τους στην εξιδανίκευση ακροτήτων προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και τροφοδοτούν με τα αγωνιστικά τους πρότυπα τη νεολαία.

Όλα τα κόμματα – και ιδιαίτερα τα αριστερίζοντα – έχουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κατάντια των Πανεπιστημίων και τωνσχολείων με το να ανέχονται αναρχικές νοοτροπίες που θεωρούν ότι οι αγώνες για μια καλή Παιδεία επιτυγχάνονται μέσα από τη βία, τα έκτροπα των καταλήψεων, που έγιναν μόδα και έθιμο, τη διάλυση των πανεπιστημίων, καθώς και την άκριτη υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου της ανομίας και της ασυδοσίας – και όχι του ασύλου της ελευθερίας της σκέψης, όπως κάποιοι ισχυρίζονται – Δεν αποδίδουμε ευθύνες αποκλειστικά στη νεολαία.

Γνωρίζουμε ότι τα νεαρά άτομα συνήθως επιδιώκουν την εκτόνωση της οργής τους για την πολύχρονη αδρανοποίηση της σκέψης τους και την περιθωριοποίησή τους στο εκπαιδευτικό περιβάλλον, για τις ατέλειωτες ώρες ανούσιας δουλειάς στο σχολείο και στο φροντιστήριο (που τούς κλέβουν άσκοπα τη ζωή και τη χαρά των διαφορετικών ηλικιακών τους σταδίων), για τις ελλείψεις υποδομών και διδασκόντων στα σχολεία και για την αποπροσωποποιημένη σχολική τους κουλτούρα, για τις αναχρονιστικές και βαρετές μεθόδους διδασκαλίας που τούς περιορίζουν στο επίπεδο της αναπαραγωγικής γνώσης.

Υπάρχει βέβαια ανάμεσα τους και μερίδα νεαρών – και όχι μόνο – ατόμων, που έχουν κάνει τη βίαιη «επαναστατικότητα» επίκεντρο της ζωής τους και βρίσκουν ευκαιρίες να δράσουν, λόγω της απέχθειας και του θυμού τους απέναντι στη αυταρχική γονεϊκή ανατροφή ή τη μονίμως κριτική αγωγή που ενδεχομένως έχουν βιώσει στην προσωπική τους ζωή στο σπίτι ή στο σχολείο, πράγμα που στη συνέχεια το μετατοπίζουν με μία υπερ-γενίκευση στην κοινωνία και τις δομές της.

Κάπως έτσι συμπεριφέρονται και οι ομάδες αναρχικών, που θεωρούν τους εαυτούς τους ήρωες και αγωνιστές κατά της εξουσίας και του κακού Κράτους, κερδίζοντας με αυτό τον τρόπο τη συμπάθεια όσων αισθάνονται μία ρομαντική έλξη απέναντι σε ό,τι κατατάσσεται στην αριστερά, αδιαφορώντας όμως για το αν οι γεμάτες μίσος και ανεξέλεγκτο θυμό πρακτικές της τυφλής βίας και των επιθετικών αντανακλαστικών τους δεν διαφέρουν από αυτές της άκρας δεξιάς, την οποία καταδικάζουν. Κανείς δεν λέει να εξοστρακισθούν οι πολιτικές αποχρώσεις που δεν μάς είναι αρεστές ή που δεν έχουν δοκιμαστεί να λειτουργούν σε κάποια πραγματική κοινωνία.

Όμως στις δημοκρατίες η τρομοκρατία που λειτουργεί με κοινωνικά στερεότυπα και ασκείται ποικιλοτρόπως από μία ελάχιστη μειοψηφία ατόμων, δεν μπορεί να είναι περισσότερο ανεκτή από κάθε άλλη τρομοκρατία και αυθαιρεσία, είτε αυτή προέρχεται από τα δεξιά, είτε από τα αριστερά. Το πανεπιστήμιο δεν μπορεί να επιτρέπει να γίνεται κρησφύγετο ανταρσίας και παρανομίας, αλλά πρέπει να παραμείνει χώρος πολιτισμού, διαλόγου και δημιουργίας.

Και όμως, η διαίσθησή τους δεν είναι λάθος!

Οι νέοι μας αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά και οφείλουν να αντιδράσουν, όμως στις αντιδράσεις τους μιμούνται τα πρότυπα που εμείς, οι προηγούμενες γενιές, τούς έχουμε δώσει. Τα πρότυπα δηλαδή του πολιτικού καφενείου και της «επαναστατικής γυμναστικής», που δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά, για να τα δει: τα βλέπουμε καθημερινά στους «διαλόγους» μεταξύ κωφευόντων και φανατισμένων πολιτικών, στα πάνελς «συζητήσεων» των ΜΜΕ, στο σχολείο, στην οικογένεια και στο βαρετό αναμάσημα του ιδεολογικού τροπαρίου που οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι το έχουν μάθει καλά και το επαναλαμβάνουν με απίστευτα βαρετό και προβλέψιμο τρόπο, οδηγώντας το δημόσιο λόγο από το κακό στο χειρότερο.

Θλιβερή κατάληξη αγαθών προθέσεων.

Και όλα αυτά ξεκίνησαν με αγαθές και επαναστατικές προθέσεις. Εν τούτοις, οι εκκολαπτόμενοι νέοι πολίτες στο πανεπιστήμιο, με ευθύνη και των κομμάτων της αριστεράς, αντί να γίνονται πρωτοπόροι ιδεών, ο ανθός της στοχαζόμενης νεολαίας, κατέληξαν να εμπλέκονται σε πρακτικές πατρωνίας των συναδέλφων τους φοιτητών, σε διαδικασίες συναλλαγής με τους καθηγητές, ακόμη και αυτοχειρίας, με τη δύναμη που τους εξασφάλιζαν οι «πολιτικές πλάτες» που διέθεταν.

Αυτό, σε συνδυασμό με την αποτυχία ουσιαστικής μεταρρύθμισης στον τομέα της οργάνωσης και της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσω της επαγγελματικής ενδυνάμωσης και της εμπειρικής παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία γενεών ηγεσίας στην κοινωνία μας, που δεν ασκήθηκαν στην κριτική σκέψη, που δεν αυτονομήθηκαν με διάβασμα για την ικανοποίηση εγγενών ενδιαφερόντων και νεανικών, φιλοσοφικών ανησυχιών και που στέρεψαν από δημιουργικότητα και φαντασία, μια που στην εκπαίδευση αυτά δεν είχαν πέραση μέχρι και σήμερα.

Γενιές ηγεσίας, που περιόρισαν τους αγώνες τους σε κραυγές και συνθήματα, σε πανό και σε αφισορρύπανση, σε πολιτικές συζητήσεις ποδοσφαιρικού χαρακτήρα, όπου δεν χωρά τίποτε άλλο πέρα από το ναι ή το όχι, το παπαγάλισμα της «διδακτέας ύλης» και της κομματικής γραμμής, τη στιγμή που τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ακόμη και γειτονικών μας χωρών, γίνονταν πρότυπα οργάνωσης και αξιοπρεπούς λειτουργίας με την αυτονόητη τήρηση και την ειρηνική διαπραγμάτευση των εσωτερικών τους κανονισμών.

Στους νέους αυτούς δεν παρασχέθηκε ένα κατάλληλο πολιτιστικό πλαίσιο στην εκπαίδευση, ώστε να μάθουν να αναπτύσσουν πολιτικές πρωτοβουλίες, να αναλαμβάνουν και να αξιολογούν οργανωμένες δράσεις με θετικό πρόσημο, να συνεργάζονται με άλλους για ένα κοινό σκοπό, να συνδιαλέγονται και να συναινούν, να αναθεωρούν και να εξελίσσονται μέσα από την εμπειρία. Έχουν δηλαδή στερηθεί την ουσία της μορφωτικής και της πολιτικής εμπειρίας. Από ποια δεξαμενή νεολαίων, λοιπόν, αναμένεται να προκύψουν οι νέοι πολιτικοί ηγέτες λοιπόν, είτε δεξιοί είναι αυτοί, είτε αριστεροί;

Το πρόσφατο παράδειγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ_ΑΝΕΛ μάς έδειξε πως το «παλιό» έχει ήδη παρεισφρήσει παντού! Ήταν όμως και ένα ακόμη χρήσιμο παράδειγμα για να απομυθοποιήσουμε πολλά πράγματα, να συνειδητοποιήσουμε ότι αντιφάσεις υπάρχουν παντού, ότι πολλοί από τους αντιπάλους δεν είναι οπωσδήποτε οι αιώνιοι εχθροί και να αρχίσουμε να ελπίζουμε για μια πολιτική που δεν θα εκμεταλλεύεται απλά, ούτε θα εξυπηρετεί την ταμπέλα που αυτή παραδοσιακά μάς επιδεικνύει.

Προτεραιότητα μίας ουσιαστικής μεταρρύθμισης

Ελπίζουμε ότι αργά ή γρήγορα τα πράγματα στην εκπαίδευση θα βρουν το δρόμο τους και ότι η συζήτηση για την ύπαρξη ή μη ασύλου σε καιρούς δημοκρατίας δεν θα έχει νόημα και θα αποτελεί παρελθόν.

Τα ουσιαστικά προβλήματα όμως της Εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής εξακολουθούν να βρίσκονται ενώπιόν μας. Και αυτά, όπως δεν κουραζόμαστε να λέμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν με παραδοσιακές αντιλήψεις που έχουν να κάνουν με επιφανειακά ή επί μέρους μέτρα, όπως η αυστηρότερη αξιολόγηση των επιδόσεων των μαθητών ή των εκπαιδευτικών, οι αλλαγές στο περιεχόμενο των βιβλίων, οι απλές οδηγίες ή τα ολιγοήμερα σεμινάρια για αλλαγή των μεθόδων διδασκαλίας, η προμήθεια των σχολείων με υπολογιστές, η επαγγελματική καθοδήγηση των νέων με βάση τις τάσεις της οικονομίας κτλ.

Όπως θα υποστηρίξουμε σε επόμενο άρθρο, η ανάπτυξη των κριτικών, οργανωτικών, κοινωνικών, παραγωγικών και δημιουργικών δεξιοτήτων είναι αυτό που έχουν ανάγκη οι εκπαιδευόμενοι σε όλες τις βαθμίδες για την Εκπαίδευση του 21ου αιώνα και αυτό δεν θα επιτευχθεί κάτω από το πρίσμα των αντιλήψεων που επικρατούσαν στο παρελθόν όσον αφορά στην αναβάθμιση του επιπέδου και της αποτελεσματικότητας της Εκπαίδευσης.

Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε και περισσότερο δραστήριους, κριτικούς, δημιουργικούς και έμπειρους στα παιδαγωγικά εκπαιδευτικούς.

Για τους λόγους αυτούς, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως Κοινωνία της Γνώσης και της αειφορίας και που οι εξελίξεις στον κόσμο ενέχουν μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας, μεταβλητότητας, ανοίγματος συνόρων και απροβλεψιμότητας, η πιο σημαντική μεταρρύθμιση που απομένει να γίνει στο χώρο της Παιδείας από εδώ και πέρα, δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από καλοσχεδιασμένες πολιτικές και από συνεχιζόμενα, πολυδιάστατα, προγράμματα εκπαιδευτικής και επαγγελματικής ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών, αλλά και μέσα από τη συνεχή υποστήριξη των καινοτόμων δράσεών τους, την εθελοντική μετατροπή όλων των σχολείων και των πανεπιστημίων σε πειραματικά (με την ευρεία έννοια της πρωτοβουλίας, της οργανωμένης καινοτομίας, των ποικίλων συνεργασιών και της επιστημονικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου τους) κ.ά.

Οι συνεργαζόμενοι με άλλους επιστημονικούς φορείς – αλλά και μεταξύ τους – εκπαιδευτικοί είναι οι μόνοι που θα καταφέρουν να μετατρέψουν τις άψυχες αίθουσες διδασκαλίας και τις α-πολίτικες τεχνολογίες σε εργαστήρια μόρφωσης, πολιτισμού και ολόπλευρης ανάπτυξης των εκπαιδευομένων και όχι οι αυστηρές εξετάσεις παλαιού τύπου, όπως εξάλλου έχουν δείξει και τα επιτυχημένα πρότυπα εκπαίδευσης άλλων χωρών.

Το εγχείρημα είναι δύσκολο και χρονοβόρο, αποτελεί εντούτοις μία εξαιρετικά ανταποδοτική επένδυση για τη χώρα, με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και κοινωνικής αειφορίας.

Αριστοτέλης Ράπτης Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο