Προκόπης Παυλόπουλος: Στην προσωπικότητα του Γιάννη Τσαρούχη, και ιδίως στις πτυχές εκείνες που τον κατατάσσουν, στο Πάνθεον των αυθεντικών εκπροσώπων της Κλασικής Ελληνικής Παιδείας, αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εγκαινιάζοντας την έκθεση «Τσαρούχης, Επίκαιρος και Διαχρονικός» στο Ίδρυμα Πέτρου & Μαρίκας Κυδωνιέως, στο νησί της Άνδρου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε λόγο για μια εμβληματική έκθεση του μεγάλου Έλληνα Γιάννη Τσαρούχη, τονίζοντας παράλληλα ότι υπηρέτησε, με το έργο του αλλά και με τη ζωή του, το πρότυπο της Κλασικής Ελληνικής Παιδείας.
Ειδικότερα, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι πέραν της Τέχνης του, ο Γιάννης Τσαρούχης υπηρέτησε την Παιδεία με το πνεύμα του, και ειδικότερα με τον λόγο του, γραπτό και προφορικό. «Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό σύνθεσης των δύο αυτών συνιστωσών της δημιουργίας του, ώστε πολλές φορές είναι δύσκολο ν’ αποφανθούμε με ακρίβεια αν ήταν ένας μεγάλος ζωγράφος που κάθε έργο του απαθανάτιζε όψεις του Πνεύματος, ή αν ήταν ένας άνθρωπος του Πνεύματος που εκφραζόταν ιδίως μέσω της Τέχνης του, της ζωγραφικής» σημείωσε.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι το συνολικό έργο του Γιάννη Τσαρούχη είναι αμιγώς και αυθεντικώς ελληνικό, γεγονός, που αιτιολογεί την κατάταξή του στους μεγάλους εκπροσώπους της Ελληνικής Παιδείας.
«Την ελληνικότητα του έργου του Τσαρούχη αποδεικνύει μ’ ενάργεια το ότι αφενός πηγή έμπνευσής του υπήρξεν, αποκλειστικώς, η Ελλάδα. Και, αφετέρου, το έργο αυτό εξέφρασε και εκφράζει πάντα την Ελλάδα, στην διαχρονία της, και ως τέτοιο “ταξίδεψε” και “ταξιδεύει” την Ελλάδα εκτός συνόρων, κυρίως δε στην Ευρώπη, αποτελώντας έτσι πολύτιμο συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Παιδείας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» επισήμανε ο κ. Παυλόπουλος.
Υπενθύμισε, επίσης, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ότι ο Γιάννης Τσαρούχης ταξίδεψε συχνά -ιδίως κατά την διάρκεια της σκοτεινής και στυγνής εφτάχρονης δικτατορίας- εκτός Ελλάδας, με κύριο προορισμό την Ευρώπη, ήλθε σε επαφή με τα ρεύματα της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού, γνώρισε κορυφαίους ζωγράφους όπως ο Henri Matisse και ο Alberto Giacometti, πλην όμως ουδέποτε ενέδωσε στον «πειρασμό» της στείρας μίμησης.
«Κάθε άλλο. Αυτή του η εμπειρία τον ενέπνευσε από την μια πλευρά να εμπεδώσει την Ελληνικότητα της δημιουργίας του και, από την άλλη πλευρά, να εμπλουτίσει την δημιουργία του αυτή με τα στοιχεία εκείνα, τα οποία της επέτρεψαν να ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας, μπολιάζοντας γόνιμα τον Ευρωπαϊκό -κυρίως αυτόν- Πολιτισμό με πολύτιμους βλαστούς της Ελληνικής Παιδείας», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στο συνολικό έργο του Γιάννη Τσαρούχη υπογράμμισε ότι εκπροσωπεί, στον υψηλότερο βαθμό, τον κλασικισμό της Ελληνικής Παιδείας διότι στηρίζεται στις ρίζες αυτού του κλασικισμού. Και, συγκεκριμένα, στην Ελληνική Παράδοση, όπως αυτή δομείται αυθεντικώς στο διάβα της Ιστορίας μας και στο πλαίσιο της συλλογικής δημιουργίας του Λαού μας και του Έθνους μας.
Όπως παρατήρησε, ο Γιάννης Τσαρούχης αναζήτησε την έμπνευση ακόμη και στο Θέατρο Σκιών του Καραγκιόζη, ως αποδεικτικού στοιχείου της λαϊκής ζωής και της λαϊκής θυμοσοφίας, ενώ παράλληλα έκανε λόγο για τον «επαναστατικό κλασικισμό» του Τσαρούχη υποστηρίζοντας ότι «γίνεται “επαναστάτης” μέσ’ από την τόλμη και το θάρρος του πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος, εν τέλει, βάλθηκε ν’ αποκαλύψει και ν’ αναστηλώσει την Ελληνική Παράδοση, και όχι βεβαίως να την κατεδαφίσει για να την χτίσει από την αρχή, κάτι το οποίο, άλλωστε, θα ήταν και ουτοπικό και, κυρίως, καταστροφικό για τον ίδιο τον πνευματικό δημιουργό».
Τέλος, υπογράμμισε ότι ο Γιάννης Τσαρούχης δεν αρκέστηκε στην αποκάλυψη και στην αναστήλωση της Ελληνικής Παράδοσης αλλά επιδόθηκε, μέσα από κάθε πτυχή του έργου του, σε μια, σισύφεια σχεδόν, προσπάθεια ανάδειξης και αξιοποίησης των κορυφαίων διδαγμάτων της. «Είναι αδιαμφισβήτητα ένας κλασικός.
Και τούτο, πρωτίστως, διότι μέσ’ από αυτή την ανεκτίμητη πνευματική του συνεισφορά προσέθεσε πολλές και απαστράπτουσες ψηφίδες στον κλασικισμό του Ελληνικού Πνεύματος και του Ελληνικού Πολιτισμού, επέκεινα δε στον κλασικισμό του Ευρωπαϊκού Πνεύματος και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού», κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.