Τουρκία: Η διεθνής γνώμη συνταράχθηκε όταν κατέφθασαν τα πρώτα νέα από τη γειτονική χώρα. Υπό άλλες συνθήκες, η νύχτα της 15ης Ιουλίου του 2016 θα ήταν μία όπως οι υπόλοιπες, ωστόσο στην Κωνσταντινούπολη αλλά και την Άγκυρα, τα πράγματα ήταν τεταμένα και η κατάσταση βρισκόταν σε οριακό σημείο. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με τα όσα είχαν διαρρεύσει, βρισκόταν σε διακοπές στη Μαρμαρίδα, την ώρα που στο αεροδρόμιο Ατατούρκ κυκλοφορούσαν άρματα μάχης, τα social media είχαν πέσει και στρατιώτες βομβάρδιζαν κυβερνητικά κτήρια. Η κατάσταση ήταν έκρυθμη, αλλά μέσα σε λίγες ώρες, η τάξη αποκαταστάθηκε.
Πολύ γρήγορα είχαμε τις πρώτες αντιδράσεις από τον πρωθυπουργό, Μπιναλί Γιλντιρίμ, αλλά και από τον στρατό, που αρνήθηκε κάθε ανάμιξη με την απόπειρα πραξικοπήματος, τονίζοντας ότι οι ενέργειες αυτές έγιναν από μία μικρή ομάδα “αντιφρονούντων”, η οποία δεν ήταν δυνατό να… ελεγχθεί. Στις 16 Ιουλίου, με το πρώτο φως της ημέρας, τα πράγματα είχαν αρχίσει να εξομαλύνονται. Η απόπειρα παρέμεινε στα σκαριά, αλλά πλήγωσε την τουρκική δημοκρατία, όπως ανέφερε ο Γιλντιρίμ. Η τουρκική κυβέρνηση, είχε τη στήριξη της αντιπολίτευσης αλλά και των διεθνών δυνάμεων, όσον αφορά την παραμονή της νομιμότητας, προτού αρχίσει το… πογκρόμ των διώξεων.
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, πρώην σύμμαχος του Ερντογάν και πολέμιος από το 2013, κατηγορήθηκε ανοιχτά για υποκίνηση του πραξικοπήματος. Η πλευρά του αρνήθηκε κάθε ανάμιξη, ωστόσο από τη στιγμή που καταλάγιασε η ένταση, ο πρόεδρος της Τουρκίας αλλά και εκείνοι που παρέμειναν στο πλευρό του (όσον αφορά τα επιτελικά πόστα), άρχισαν τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης. Μια εκκαθάριση που περιελάμβανε την αποπομπή ανθρώπων από υψηλές και μη θέσεις σε στρατό και δημόσιο τομέα, ως μέρος της γενικής καχυποψίας που υπήρχε για τη “φύτρα” των οπαδών του Γκιουλέν.
Εξάλλου, ο Ερντογάν είχε δηλώσει πως επρόκειτο για προδοσία η οποία θα πληρωθεί πολύ ακριβά και πως με την βοήθεια του Θεού θα ξεκαθαριστούν οι ένοπλες δυνάμεις από τα στοιχεία αυτά. Έως την 19η Ιουλίου, συνελήφθησαν ή αποτάχθηκαν 20.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, και δικαστικοί υπάλληλοι από τις υπηρεσίες του κράτους, ενώ ο Ερντογάν άφησε το ενδεχόμενο ανοικτό για επαναφορά της θανατικής ποινής, παρά τις προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ πως κάτι τέτοιο θα απομόνωνε την Τουρκία.
Η αντίδραση της κυβέρνησης συνεχίστηκε, απαγορεύοντας την θρησκευτική τελετή στις κηδείες των πραξικοπηματιών, απαγορεύοντας την λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών που θεώρησε πως πρόσκεινται στους υπαίτιους του πραξικοπήματος, και παράλληλα απολύοντας και 15.000 υπαλλήλους του υπουργείου παιδείας, ανάμεσα τους και 1.577 πρυτάνεις πανεπιστημίων,και επιπλέον ακυρώνοντας τις άδειες 21.000 ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι διώξεις επεκτάθηκαν και σε διαιτητές του ποδοσφαίρου.
Ο απόηχος του αποτυχημένου πραξικοπήματος βρίσκεται ακόμη πάνω από το “κεφάλι” του Ερντογάν. Οι διώξεις και οι απομακρύνσεις συνεχίζονται, σε μικρότερο βαθμό φυσικά, με τους υποστηρικτές του Ερντογάν να επευφημούν το γεγονός πως διατήρησε εαυτόν ακμαίο, αλλά και πληγωμένο στα ηνία του κράτους, αλλά τους πολέμιούς του (που όσο πάει ο καιρός αυξάνονται, τόσο εντός, όσο και εκτός των τειχών της χώρας) να του προσάπτουν το γεγονός πως βρήκε την αφορμή για να διοικήσει ως “Σουλτάνος”. Απόψε το βράδυ, θα τιμηθεί για ακόμη μια χρονιά η 15η Ιουλίου, με την κυβέρνηση να ετοιμάζει μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις, τιμώντας τους 250 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στην πιο τεταμένη νύχτα των τελευταίων ετών, αλλά και όσους κατέβηκαν στους δρόμους για να διασφαλίσουν την υπάρχουσα κατάσταση.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρέμεινε -πολιτικά- ζωντανός εκείνη τη νύχτα, όμως για πολλούς, η μετέπειτα “συμπεριφορά” του ανέδειξε καταστάσεις που έδωσαν τροφή στους (πάμπολλους είναι η αλήθεια) πολέμιούς του, να τον αναδείξουν ως τον “Σουλτάνο” που κυβερνά μια πληγωμένη δημοκρατία, έχοντας στο νου τους μνήμες από γεγονότα όπως εκείνα της πλατείας Ταξίμ…