Αυτοί που ταξιδεύουν διεθνώς, δοκιμάζονται από τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, καθώς οι πόλεις με αυξημένα επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων, ιδίως στην Ασία, μπορούν να τους δημιουργήσουν πρόσκαιρα αναπνευστικά προβλήματα. Οι ταξιδιώτες, ακόμα και όσοι είναι νεαρής ηλικίας και μένουν σε μια πόλη για μια σχετικά σύντομη περίοδο, επηρεάζονται δυσμενώς και χρειάζονται μετά έως μια εβδομάδα για να επανέλθουν οι πνεύμονες τους στην αρχική φυσιολογική λειτουργία, όπως αποκαλύπτουν νέα ερευνητικά δεδομένα.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ταξιδιωτικής ιατρικής «Journal of Travel Medicine», είναι η πρώτη που ανέλυσε το βήχα και τα αναπνευστικά προβλήματα που σχετίζονται με τη ρύπανση, καθώς και τους χρόνους ανάρρωσης σε νεαρής ηλικίας ταξιδιώτες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού ο αριθμός των νέων που ταξιδεύουν στον κόσμο, αναμένεται να φτάσει τα 1,8 δισεκατομμύρια το 2030.
O ερευνητής Τέρι Γκόρντον, καθηγητής του τμήματος Περιβαλλοντικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, τόνισε ότι «η ανάγκη διερεύνησης των επιπτώσεων της ρύπανσης στην υγεία προέκυψε από τις επανειλημμένες αναφορές των τουριστών ότι νιώθουν άρρωστοι, όταν επισκέπτονται ‘μολυσμένες’ πόλεις».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διεθνή δεδομένα για να κατηγοριοποιήσουν τις πόλεις σε πόλεις υψηλών ή χαμηλών ρύπων. Η μέτρια ρύπανση θεωρείται μεταξύ 35 και 100 μικρογραμμαρίων σωματιδίων ή σκόνης ανά κυβικό μέτρο, η μεγάλη είναι άνω των 100 μικρογραμμαρίων, ενώ τα χαμηλά επίπεδα ρύπων είναι αυτά κάτω από τα 35 μικρογραμμάρια.
Έτσι κατηγοριοποιήθηκαν οι πόλεις σε αυτές με πολλούς ρύπους (π.χ. Νέο Δελχί Ινδίας, Ραβαλπίντι Πακιστάν, Σιάν Κίνας κ.α.), σε άλλες που μερικούς μήνες του χρόνου έχουν υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση και άλλους μικρότερη (π.χ. Μιλάνο, Πεκίνο, Σαγκάη κ.α.) και στις πόλεις με μόνιμα σχετικά χαμηλούς ρύπους (Πράγα, Στοκχόλμη, Λονδίνο, Κοπεγχάγη, Γενεύη, Όσλο κ.α).
Οι ερευνητές ανέλυσαν έξι μετρήσεις στους πνεύμονες 34 συμμετεχόντων, οι οποίοι ταξίδεψαν στο εξωτερικό -κυρίως σε πόλεις με πολλούς ρύπους- από τη Νέα Υόρκη, για τουλάχιστον μια εβδομάδα. Παράλληλα, όσοι έλαβαν μέρος, εκπαιδεύτηκαν να μετράνε σε καθημερινή βάση την αναπνευστική και την καρδιακή λειτουργία τους. Στο τέλος, οι ερευνητές συνέκριναν αυτά τα δεδομένα με το επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κάθε πόλης. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ (Δείκτη Μάζας Σώματος) και δεν είχαν προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις πόλεις με υψηλά επίπεδα ρύπων οι πνεύμονες των ταξιδιωτών επηρεάστηκαν λειτουργικά σε βαθμό από 6% έως 20%. Τα συμπτώματα του αναπνευστικού αξιολογήθηκαν σε μια κλίμακα από το ένα ως το πέντε, ανάλογα με την ένταση τους. Όσοι είχαν ταξιδέψει σε πιο ‘βρόμικες’ πόλεις, ανέφεραν έως πέντε συμπτώματα, ενώ αντίθετα οι ταξιδιώτες σε πόλεις με χαμηλή ρύπανση ανέφεραν από ένα έως κανένα.
Δυο ασθενείς μάλιστα κατέφυγαν στην αναζήτηση ιατρικής φροντίδας λογω των συμπτωμάτων αυτών. Δεν βρέθηκε πάντως συσχέτιση των ρύπων με την πίεση του αίματος.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι, δυνητικά, οι επιπτώσεις αυτών των ρύπων στην υγεία είναι επιβλαβείς. Έτσι, προτείνουν την τήρηση των απαραίτητων μέτρων πρόληψης από τους ταξιδιώτες (π.χ. να φοράνε μάσκα ή να συμβουλεύονται το γιατρό τους πριν ταξιδέψουν), ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις με προϋπάρχοντα αναπνευστικά ή καρδιολογικά προβλήματα υγείας. Ανέφεραν επίσης ότι αν και οι περισσότεροι ταξιδιώτες επανέρχονται στο προηγούμενο στάδιο της υγείας τους εντός μιας εβδομάδας από την επιστροφή τους, είναι ανάγκη να γίνει διερεύνηση των πιθανών μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.