Ο Ζαχίρ Γιαβαρί και η ιστορία του ξεχώρισαν στην πορεία του φετινού MasterChef. Ο άνθρωπος που πέρασε τόσα στη ζωή του και έφυγε από την πατρίδα του για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον, βρέθηκε στον διαγωνισμό μαγειρικής και έλαμψε με την προσωπικότητά του και το ήθος του. Ο Ζαχίρ μίλησε για την εμπειρία του στο ριάλιτι μαγειρικής στον Μαρίνο Βυθούλκα για το περιοδικό People.
«Δεν είχα δηλώσει συμμετοχή, ούτε είχα σκοπό να πάω στο MasterChef. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο εργαζόμουν ως μάγειρας σε ένα ιταλικό εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας. Μια μέρα, την ώρα που ήμουν στο σπίτι και ξεκουραζόμουν, χτύπησε το τηλέφωνο, μου είπαν πως καλούσαν από την παραγωγή του MasterChef και ότι ήθελαν να κάνουμε μια συνέντευξη. Τους απάντησα θετικά, αν και ήμουν αρκετά σκεπτικός για τη συμμετοχή μου.
Κι αυτό διότι όταν με πήραν τηλέφωνο ήμουν στη χειρότερη φάση της ζωής μου. Δεν είχα χαρτιά για την παραμονή μου στην Ελλάδα και αντιμετώπιζα διάφορα προσωπικά θέματα. Λίγο πριν αποχωρήσω από τον διαγωνισμό έμαθα ότι τελικά με είχαν βρει από έναν φίλο μου ομοεθνή, που δουλεύει σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση.
Μετά την πρώτη μου συνέντευξη, μου ζήτησαν από την παραγωγή ταυτότητα ή διαβατήριο. Τους εξήγησα πως είχα μόνο άδεια παραμονής και ένα ταξιδιωτικό έγγραφο που έληγε στις 22 Φεβρουαρίου. Ακολούθησε η δοκιμασία με τα κρύα πιάτα, που δεν έδειξε η τηλεόραση, στην οποία παρουσίασα μια σαλάτα.
Η σαλάτα άρεσε πολύ στον Πάνο Ιωαννίδη, ο οποίος έδωσε το οκ για να περάσω από την οντισιόν. Από την πρώτη μου συνέντευξη μέχρι και την ημέρα που έγινε το γύρισμα για την οντισιόν έχασα τέσσερα κιλά από το άγχος και την αγωνία μου»
Όσο για την περιπέτειά που έζησε προσπαθώντας να έρθει στη χώρα μας, ο Ζαχίρ ανέφερε: «Όντως, είναι θαύμα που ζω ακόμα. Το 2005 πέρασα από το Αϊβαλί στην Ελλάδα ως παράνομος μετανάστης. Κάποια στιγμή μάς πέταξαν στη θάλασσα. Ξεφούσκωσαν το φουσκωτό μας και μας άφησαν μεσοπέλαγα στο έλεος του Θεού. Ύστερα από τέσσερις ώρες που κολυμπούσαμε, βγήκαμε στα παράλια της Τουρκίας. Από δώδεκα άτομα, είχαμε μείνει δέκα. Έλειπαν δύο άνθρωποι. Έκλαιγα και έλεγα στους υπόλοιπους πως πρέπει να μπούμε ξανά στη θάλασσα και να τους βρούμε. Τελικά, μαζί με ένα άλλο παιδί βρήκαμε ένα φουσκωτό και με τα κουπιά στα χέρια ξεκινήσαμε να ψάχνουμε. Οι ώρες περνούσαν και χάναμε την αντοχή μας. Είχα απογοητευτεί που δεν τους βρίσκαμε και ήμουν αποφασισμένος να τα παρατήσω.
Ξαφνικά, ακούσαμε μια φωνή από μακριά. Αυτή η φωνή μάς έδωσε τη δύναμη να συνεχίσουμε και τελικά να τους βρούμε μπλεγμένους σε ένα φουσκωτό που είχε ξεφουσκώσει και βούλιαζε. Βούτηξα στη θάλασσα και ήπια πολύ νερό μέχρι να καταφέρουμε να τους τραβήξουμε μέσα στο δικό μας φουσκωτό. Το ένα παιδί είχε τις αισθήσεις του. Ο πιο μικρούλης, όμως, ήταν κάτασπρος και αναίσθητος. Δεν κουνιόταν καθόλου. Δεν γνώριζα από διάσωση, απλά από αυτά που είχα δει στην τηλεόραση άρχισα να του πιέζω την κοιλιά στο ύψος του διαφράγματος. Ύστερα από δέκα λεπτά έβγαλε το νερό και συνήλθε. Όταν φτάσαμε στην Τουρκία, μου είπε “Σ’ ευχαριστώ, μου έδωσες δεύτερη ζωή”. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου»