Ο μισάνθρωπος συνιστoύσε ήδη από την εποχή της Νέας Κωμωδίας έναν χαρακτηριστικό τύπο που επανερχόταν προκειμένου να πυροδοτήσει την ίντριγκα και τις συγκρούσεις και να γεννήσει προβληματισμούς κοινωνικούς και ηθικούς. Από τον «Δύσκολο» του Μένανδρου και τον σαιξπηρικό «Τίμωνα τον Αθηναίο» μέχρι τον Alceste στον «Le Misanthrope» του Μολιέρου και, αργότερα, τον Chiffonet στο «Misanthrope et l’Auvergnat» του Labiche, αλλά και τον, επίσης Alceste, στο «La Conversion d’Alceste» του Courtline, ο τύπος του μισανθρώπου αναδεικνύεται σε θρυαλλίδα, και μάλιστα (όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά στη δημιουργία του Μολιέρου) από τη θέση ενός μοναχικού επίκεντρου, από το οποίο θεάται και κρίνει με αίσθημα αποστροφής τα πέριξ αυτού τεκταινόμενα και διαλέγεται αποπνέοντας την αίσθηση ότι μονολογεί.
Ο μολιερικός Alceste, είτε πρόκειται για το σκηνικό simulacrum του δούκα de Montausier, υπαρκτού προσώπου της Αυλής, είτε για κριτικό σχόλιο προς το επιτήδειο, όσο και εξουθενωτικό, σπορ της υποκρισίας προς άγραν βασιλικής εύνοιας, παραμένει μια μνημειώδης πραγματεία για τη δυνατότητα διαφύλαξης της ακεραιότητας του ιδεατού «εγώ» έναντι των κοινωνικών συμβάσεων που επιβάλλει ο πολιτισμός.
Η «ηχηρή» αντίφαση που συνέχει τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου είναι και ο λόγος που καθιστά το έργο μια, μάλλον, «φαιόχρωμη» κωμωδία: ο Alceste μισεί τους ανθρώπους για την υποκρισία τους και ο αναχωρητισμός του προβάλλει, προοπτικά, ως μόνη διέξοδος, ωστόσο, το διεγερμένο «εγώ» του που φλέγεται για αναγνώριση ακυρώνεται τη στιγμή που εκλείπει η παρουσία του «άλλου». Η επίγνωση του εαυτού μέσω της εξιδανίκευσης της μοναδικότητάς του και η ταυτόχρονη αποκήρυξη κάθε πεδίου προβολής αυτού του εαυτού, σηματοδοτούν μια συνθήκη που εισέρχεται δυναμικά στις περιοχές του τραγικού.
Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά) «αποκεντρωμένη» στη βάση μιας διαλεκτικής με τη σύγχρονη εποχή, επενδύει σε ένα πληθωρικό milieu, αναφορά στo περιβάλλον της παρισινής jeunesse dorée της τρυφής και της ηδυπάθειας, ωστόσο, με πλεονάζοντες περιγραφικούς θύλακες που καθιστούν το σκηνικό χρόνο βραδυκίνητο και «αδόλεσχο», σε συνάρτηση και με την κατισχύουσα έμμετρη ροή του ίδιου του κειμένου. Ενδιαφέρουσα, εντούτοις, αποδεικνύεται η χρήση μεικτών μέσων, στοιχείο που «μεταθέτει» τη συνολική ανάγνωση στη σφαίρα της φαινομενολογίας, στην οποία ενσωματώνεται αγαστά η ερμηνεία του Alceste από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό: μια περιέλιξη γύρω από το σκοτεινό «εγώ», στο οποίο διακρίνει κανείς κάτι, όχι πραγματολογικά στερεοποιημένο ή αποκρουστικά μονολιθικό, αλλά οριακά φασματικό.
Η διαχείριση του ρόλου της Célimène (Άλκηστις Πουλοπούλου) «εκβάλλει» σε μια μάλλον «υδαρή» από αυταρέσκεια γυναικεία φύση, με μονόχορδες εκφορές και αμηχανία ενώπιον των ταλαντώσεων της μετρικής του λόγου, ενώ η συγκρατημένη παρουσία του Philinte (Χρήστος Λούλης) θα συνιστούσε μια ευλογοφανή εκδοχή ερμηνείας αν δεν αποδεικνυόταν υπερβαλλόντως αυχμηρή. Δομικά αρτιωμένες και αποκρυσταλλωμένες, με εκφραστική «ευγλωττία» και αίσθηση του μέτρου, οι αποδόσεις των ρόλων του Du Bois (Γ. Βογιατζής), της Arsinoé (Εμ. Κολιανδρή) και του Οronte (Δ. Παπανικολάου), επικρατούν σκηνικά, έναντι των ερμηνευτικών διογκώσεων, που παγιώνονται σε εντυπωσιοθηρία, των Acaste (Κ. Αβαρικιώτης) και Clitandre (Λ. Μαλκότσης) καθώς και της προβλέψιμα αποδιδόμενης honnête femme, Éliante, (Έλ. Τοπαλίδου).
Τέλος, η καλαίσθητη σκηνογραφική δημιουργία (Εύα Μανιδάκη) εκπέμπει μια «οσμή» κλειστοφοβικής χλιδής, αλλά και σπασμωδικά αποσυμπιεσμένης ή ανικανοποίητης φιληδονίας, με δεσπόζουσα μια σκηνή-βήμα έκθεσης και δοκιμασίας, δίκην μιας αποκωδικοποιητικής mise en abyme*.
*Mise en abyme: εικόνα που εμπεριέχει εικόνα (ή αναπαράσταση μέσα στην αναπαράσταση)