«Η θεωρία της “σκευωρίας”, που επικαλείται η αντιπολίτευση για ένα σκάνδαλο διεθνών διαστάσεων, όπως η “υπόθεση Novartis”, προκαλεί την κοινή γνώμη στην Ελλάδα, η οποία έχει καταλάβει πλέον ότι στο χώρο της υγείας και του φαρμάκου υπήρξε διαχρονικό πάρτι, που για πρώτη φορά διερευνάται με θεσμικό τρόπο από τη Δικαιοσύνη». Τα παραπάνω αναφέρει ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, σε συνέντευξή του στο Politico και προσθέτει: «Οι πολιτικές ευθύνες για την εκτεταμένη διαφθορά στο Σύστημα Υγείας είναι αυταπόδεικτες και αφορούν τα δύο κόμματα εξουσίας της προηγούμενης 20ετίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ).
Οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων, κρατικών στελεχών ή λειτουργών της υγείας αναζητούνται, χωρίς καμιά διάθεση σκανδαλολογίας, αλλά με γνώμονα το καθολικό αίτημα της κοινωνίας να μην υπάρξει ασυλία και συγκάλυψη και, κυρίως, να “θωρακιστεί” το σύστημα για την πρόληψη και αποτροπή ανάλογων φαινομένων στο μέλλον. Η κατηγορία εναντίον της κυβέρνησης για μεθόδευση και στοχοποίηση των αντιπάλων της, είναι απολύτως ενοχική και προσφέρει “πολιτική προστασία” σε πρόσωπα που πιθανότητα θα αποδειχθεί ότι εμπλέκονται ενεργά στις υπό διερεύνηση υποθέσεις».
Ερωτηθείς για το νέο σύστημα τιμολόγησης των φαρμάκων, το οποίο θα εφαρμοστεί από το επόμενο Δελτίο Τιμών (περίπου σε 1 μήνα), ο κ. Ξανθός τονίζει ότι:
«Πρόσφατα νομοθετήσαμε ένα απλούστερο, διαφανέστερο και ορθολογικότερο σύστημα γιατί μετά από 10 χρόνια μνημονιακών περιορισμών και στρεβλώσεων οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τις παρενέργειες της προηγούμενης περιόδου».
Εξήγησε ότι η ανατιμολόγηση των παλιών φαρμάκων θα γίνεται μία φορά τον χρόνο (αντί για δύο, που ίσχυε όλη τη μνημονιακή περίοδο), ενώ παράλληλα αλλάζει η βάση υπολογισμού των τιμών και επιλέγονται οι δύο χαμηλότερες τιμές της Ευρωζώνης (αντί για τις τρεις χαμηλότερες της ΕΕ), «επειδή θεωρούμε ότι η χώρα μας πλέον πρέπει να συμβαδίζει με τα standards της Ζώνης του ευρώ, με τις χώρες, δηλαδή, που έχουν παραπλήσιο επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης με τη δική μας. Το νέο μοντέλο έχει ως αποτέλεσμα μια περίπου ισοδύναμη αυξομείωση τιμών (τα φάρμακα που έχουν τιμή πάνω από το μέσο όρο των 2 χαμηλότερων της Ευρωζώνης θα μειωθούν σταδιακά κατά 10% το χρόνο, ενώ τα φάρμακα που έχουν τιμή κάτω από τη χαμηλότερη τιμή της Ευρωζώνης θα αυξηθούν αντίστοιχα κατά 10% το χρόνο και μέχρι τη χαμηλότερη τιμή)».
Σχετικά με τις αντιδράσεις της φαρμακοβιομηχανίας με τις επιστροφές (rebate – clawback), ο υπουργός ανέφερε ότι «ο μηχανισμός του clawback είναι ένα μέτρο οριζόντιο και άδικο που επιβαρύνει όλες τις εταιρείες, ανεξάρτητα από τη συμβολή καθεμιάς στην υπέρβαση του προϋπολογισμένου budget» και πρόσθεσε: «Είναι, όμως, και ένα μέτρο που μας επέτρεψε να καλύψουμε πλήρως τις ανάγκες της χώρας και ιδιαίτερα των ανασφάλιστων πολιτών σε περίοδο λιτότητας, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα στην πρόσβαση των ασθενών στη φαρμακευτική καινοτομία και στις σύγχρονες αλλά ακριβές θεραπείες».
Σημείωσε, επίσης, πως «η αναγκαία μείωση των επιστροφών απαιτεί διαρθρωτικά μέτρα (αξιολόγηση – διαπραγμάτευση – πρωτόκολλο συνταγογράφησης – μητρώα ασθενών), που ήδη υλοποιούνται αλλά και σταδιακή ενίσχυση των κλειστών προϋπολογισμών. Μία ιδέα επίσης που συζητούμε είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον υπολογισμό του clawback το κόστος των κλινικών μελετών που χρηματοδοτεί μια εταιρεία στην Ελλάδα».
Αναφορικά με την «πρωτοβουλία της Βαλέτα», ο κ. Ξανθός είπε:
«Αποτελεί μια φιλόδοξη και ελπιδοφόρα προσπάθεια πολυμερούς συνεργασίας που ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη των μεμονωμένων χωρών έναντι της φαρμακοβιομηχανίας, με στόχο την ευχερή πρόσβαση των πολιτών στα καινοτόμα φάρμακα, αλλά και τη βιωσιμότητα των Συστημάτων Υγείας. Είμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο μετά από περίπου δύο χρόνια διαβουλεύσεων ανάμεσα στις εννιά χώρες που συμμετέχουν (Ελλάδα, Κύπρος, Ιταλία, Μάλτα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία), και ακριβώς επειδή μας ενδιαφέρει πολύ η επιτυχία του εγχειρήματος και η υλοποίηση των πρώτων θετικών του βημάτων, έχουμε ως χώρα καταθέσει ένα πλαίσιο νομικής θωράκισης της πρωτοβουλίας που είναι αναγκαίο για να μπορεί να έχει καθολική ισχύ σε όλα τα μέρη το αποτέλεσμα μια διαπραγμάτευσης για ένα νέο φάρμακο».
Ερωτηθείς για την επιστολή του προς την υπουργό Υγείας της Ιταλίας, Giulia Grillo, και τον γενικό διευθυντή του ΠΟΥ, Tedros Adhanom, που υποστηρίζει την ιταλική πρωτοβουλία για τη διαφάνεια των τιμών, ο υπουργός τόνισε ότι εστάλη «θετική απαντητική επιστολή γιατί όντως θεωρήσαμε σωστό να υποστηρίξουμε την πρωτοβουλία της Ιταλίδας υπουργού να τεθεί στη ΓΣ του ΠΟΥ το θέμα της διαφάνειας των τιμών στα φάρμακα και της δυνατότητας διαμοιρασμού “εμπιστευτικών” πληροφοριών ανάμεσα σε κράτη-μέλη της ΕΕ, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ριζικής αλλαγής πλαισίου της φαρμακευτικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».
Τέλος, σε ερώτηση για τον αντικαπνιστικό νόμο, ο υπουργός παραδέχεται ότι «εφαρμόζεται σε περιορισμένο βαθμό», κάτι που «μας προσβάλλει ως χώρα και οφείλουμε να καλύψουμε γρήγορα την απόσταση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο σ’ αυτό το μείζον ζήτημα Δημόσιας Υγείας».
Και πρόσθεσε: «Η εφαρμογή του νόμου απαιτεί διϋπουργική συνεργασία, ισχυρό ελεγκτικό μηχανισμό και, κυρίως, ένα σταθερό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα βοηθήσει να ξεπεραστεί η εδραιωμένη κοινωνική κουλτούρα ανοχής και μη συμμόρφωσης με τις αυστηρές προδιαγραφές του νόμου. Η προτεραιότητα ζωτικών προβλημάτων επιβίωσης της κοινωνίας και του Συστήματος Υγείας την περίοδο της κρίσης, δεν μας έδωσε το περιθώριο πολιτικού χρόνου και ενέργειας για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αλλά πλέον πρέπει χρειάζεται να εκφραστεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η ισχυρή πολιτική βούληση επανεκκίνησης της προσπάθειας εφαρμογής του νόμου».