Το βιβλίο του Βαγγέλη Καραμανωλάκη «Ανεπιθύμητο παρελθόν: Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους» παρουσιάστηκε το απόγευμα της 15ης Απριλίου στο Αμφιθέατρο Άλκη Αργυριάδη, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε εκδήλωση που διοργάνωσαν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και οι εκδόσεις Θεμέλιο.
Μιλώντας για το βιβλίο, η Δήμητρα Λαμπροπούλου, λέκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), είπε ότι βασικό του θέμα είναι η αστυνόμευση εκ μέρους του ελληνικού κράτους του εσωτερικού εχθρού.
Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι η αρχειοθέτηση και όχι κάποια εξωτερική δράση, η ανάπτυξη μιας τεράστιας γραφειοκρατίας με σκοπό τον πλήρη έλεγχο της κοινωνίας. Η έρευνα πηγαίνει προς τα πίσω μέχρι και τον Μεσοπόλεμο.
Πρόκειται για ένα χρονικό των φακέλων, που ξεκινάει με την καθιέρωση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, τη δήλωση νομιμοφροσύνης την οποία ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Όλες οι κρατικές υπηρεσίες σχημάτιζαν φάκελους για όλους με κορύφωση την εποχή της χούντας. Οι φάκελοι εκπροσωπούν τη διαδικασία εγγραφής ιδεολογίας στην κοινωνική επιτήρηση. Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι πως από τη διερεύνησή του απουσιάζουν οι ίδιοι οι φάκελοι.
Εξαιρούνται δύο περιπτώσεις: ο φάκελος για τον Λεωνίδα Κύρκο κι ένας ακόμα φάκελος μόνο με αρχικά. Κι έτσι, όμως, μπορούμε να διακρίνουμε τον συνεχή εξουσιαστικό λόγο του κράτους και να παρακολουθήσουμε το κεντρικό ερώτημα που είναι για ποιον λόγο τελικά κάηκαν οι φάκελοι, οι οποίοι κρατούνταν τόσο επί δημοκρατίας όσο και επί δικτατορικών καθεστώτων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι πως η Ελλάδα πέρασε από τον αυταρχισμό στη δημοκρατία χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε χρήση των φακέλων.
Το βιβλίο του Β. Καραμανωλάκη καταπιάνεται με ένα εν πολλοίς άγνωστο και συναρπαστικό θέμα, είπε από την πλευρά του ο Στρατής Μπουρνάζος, ιστορικός και διορθωτής.
Είναι ένα βιβλίο για τον εικοστό αιώνα χωρίς να μιλάει για τους φακέλους ούτε λίγο ούτε πολύ αλλά μόνο όσο χρειάζεται. Εκείνο το οποίο μας βοηθάει να καταλάβουμε είναι πως οι φάκελοι κάηκαν κατά τα διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου η οποία ζητάει την κατανόησή μας. Και η κατανόηση φέρνει τη συμφιλίωση. Θεμελιώδες στοιχείο της ιστορικής αφήγησης του Καραμανωλάκη είναι η υπόδειξη της κοινωνικής κατάστασης που συνδέεται με την υλική δύναμη του φόβου.
Ένα άλλο ζήτημα αποτελούν οι δηλώσεις μετανοίας, που γίνονταν σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό για να καταγραφεί αμέσως μετά η μεγάλη εκλογική άνοδος της Αριστεράς. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν οι συγκρίσεις στο ζήτημα των φακέλων με τη Λατινική Αμερική, την Ανατολική Γερμανία και την Ισπανία. Κι ας θυμηθούμε πάντως πως η κοινότητα των ιστορικών αντιστάθηκε σθεναρά στην καύση τους,
Τη σχέση του πανίσχυρου αισθήματος του ατομικού και του συλλογικού φόβου με τους φακέλους εξέτασε στη δική του εισήγηση ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Τα ανελεύθερα καθεστώτα φακελώνουν γιατί φοβούνται και το ελληνικό κράτος επιδίωκε να φοβίσει τους κομμουνιστές που το φόβιζαν.
Οι πληροφοριοδότες άλλωστε καθοδηγούνταν στο έργο τους από τον φόβο, ο οποίος κυριάρχησε τόσο στη φάση της συγκρότησης των φακέλων όσο και στη φάση της καταστροφής τους. Την τελευταία εξάλλου την ήθελαν τόσο οι θύτες όσο και τα θύματα.
Οι θύτες επειδή φοβούνταν την αποκάλυψή τους και τις κοινωνικές της συνέπειες, τα θύματα επειδή φοβούνταν πως θα διέρρεαν προσωπικά στοιχεία του βίου τους. Μια κοινωνία με άλλα λόγια που φοβάται το παρελθόν επειδή δεν έχει μιλήσει γι’ αυτό. Κι η καύση των φακέλων ήταν εντέλει ανόητη διότι είναι ανεπανόρθωτη. Το κράτος δικαίου και, περισσότερο, το κουράγιο της αλήθειας είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις (οι μοναδικές μάλλον) για την υποχώρηση και την άρση του φόβου.
Το έργο του Β. Καραμανωλάκη δοκιμάζει να κατανοήσει την απόφαση για την καύση των φακέλων, αντιμετωπίζοντας τα ατομικά και τα συλλογικά τραύματα που προκλήθηκαν στο μεταξύ, σημείωσε από τη μεριά του ο Δημήτρης Πλουμπίδης, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΕΚΠΑ. Στην Ισπανία και στην Ανατολική Γερμανία οι φάκελοι κρίθηκαν εν θερμώ, εδώ η καταστροφή τους σηματοδότησε τη συμβολική κάθαρση του παρελθόντος.
Και σίγουρα η απαλλαγή από τη διατήρηση των γραπτών μνημείων έφερε κάποια ανακούφιση. Στο βιβλίο υπάρχουν κι εκείνοι που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και υποχώρησαν και ο Νίκος Πλουμπίδης έλεγε πάντα πως πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με εκείνους που εξαναγκάστηκαν δια της βίας σε υποχώρηση.
Σήμερα έχουμε πλέον γλιτώσει από τη λογική του καψίματος και υπάρχουν ενώπιόν μας πολλοί φάκελοι που περιμένουν τη διερεύνησή μας.
Κλείνοντας τη βραδιά, ο Β. Καραμανωλάκης είπε πως όταν ξεκίνησε το βιβλίο του, σκεφτόταν τους ιστορικούς που είχαν αντιδράσει στο κάψιμο των φακέλων. Εν συνεχεία όμως άρχισε να εξηγεί και να κατανοεί την επιθυμία της κοινωνίας να καούν αυτά τα αρχεία, συνομιλώντας με την ίδια και τις νεότερες γενιές. Αυτό είναι το «εκκρεμές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν» και το μετέωρο βήμα μιας γενιάς που πέρασε από τις κρεατομηχανές της Ιστορίας και έμαθε να σωπαίνει.
Τη συζήτηση συντόνισε ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΔΣ των ΑΣΚΙ, που επισήμανε πως το βιβλίο δεν εστιάζει τόσο στα διωχθέντα πρόσωπα της Αριστεράς όσο στην ανάδειξη του μηχανισμού της παρακολούθησης. Από το Θεμέλιο προλόγισε η ‘Αννα Μαλικιώση, που ανακοίνωσε την ανάθεση στον Β. Καραμανωλάκη της σειράς «Ιστορική Βιβλιοθήκη» την οποία διηύθυνε ο Νίκος Σβορώνος.